Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Προμηθεὺς δεσμώτης (561-608)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΙΩ
τίς γῆ; τί γένος; τίνα φῶ λεύσσειν
τόνδε χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν
χειμαζόμενον;
τίνος ἀμπλακίας ποινὰς ὀλέκῃ;
σήμηνον ὅποι
565 γῆς ἡ μογερὰ πεπλάνημαι.

ἆ ἆ, ἓ ἕ·
χρίει τίς αὖ με τὰν τάλαιναν οἶστρος;
εἴδωλον Ἄργου γηγενοῦς· † ἄλευ᾽, ἆ δᾶ· φοβοῦμαι,
τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν.
ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ᾽ ἔχων,
570 ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει.
ἀλλ᾽ ἐμὲ τὰν τάλαιναν
ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγεῖ, πλανᾷ
τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμον.

ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ [στρ. α]
575 ἀχέτας ὑπνοδόταν νόμον·
ἰὼ ἰὼ πόποι, ποῖ μ᾽ ἄγουσι τηλέπλαγκτοι πλάναι;
τί ποτέ μ᾽, ὦ Κρόνιε παῖ, τί ποτε ταῖσδ᾽
ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν,
ἓ ἕ·
580 οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν
παράκοπον ὧδε τείρεις;
πυρί ‹με› φλέξον, ἢ χθονὶ κάλυψον, ἢ
ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν,
μηδέ μοι φθονήσῃς
εὐγμάτων, ἄναξ.
585 ἄδην με πολύπλανοι πλάναι
γεγυμνάκασιν, οὐδ᾽ ἔχω μαθεῖν ὅπῃ
πημονὰς ἀλύξω.
κλύεις φθέγμα τᾶς βούκερω παρθένου;

ΠΡ. πῶς δ᾽ οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης
590 τῆς Ἰναχείας, ἣ Διὸς θάλπει κέαρ
ἔρωτι, καὶ νῦν τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους
Ἥρᾳ στυγητὸς πρὸς βίαν γυμνάζεται;

ΙΩ. πόθεν ἐμοῦ σὺ πατρὸς ὄνομ᾽ ἀπύεις; [ἀντ. α]
εἰπέ μοι τᾷ μογερᾷ τίς ὤν,
595 τίς ἄρα μ᾽, ὦ τάλας, [τὰν] ταλαίπωρον ὧδ᾽ ἔτυμα προσ-
θροεῖς,
θεόσυτόν τε νόσον ὠνόμασας, ἃ
μαραίνει με χρίουσα κέντροισι φοιταλέοισιν;
ἕ·
σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκείαις
600 λαβρόσυτος ἦλθον, ‹Ἥρας›
ἐπικότοισι μήδεσι δαμεῖσα. δυσ-
δαιμόνων δὲ τίνες οἵ, ἓ ἕ,
οἷ᾽ ἐγὼ μογοῦσιν;
ἀλλά μοι τορῶς
605 τέκμηρον ὅ τι μ᾽ ἐπαμμένει
παθεῖν· τί μῆχαρ, ἢ τί φάρμακον νόσου;
δεῖξον, εἴπερ οἶσθα·
θρόει, φράζε τᾷ δυσπλάνῳ παρθένῳ.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΙΩ
Ποιά χώρα; τί έθνος; ποιός τάχα είναι αυτός
που τον βλέπω σ᾽ αυτόν τον γκρεμνό καρφωτό
να τον δέρνουνε τέτοιες φουρτούνες;
Σαν τί κρίμα πλερώνεις μ᾽ αυτή την ποινή,
που κακοθανατάς;
Πε μου, ω πε μου, σε ποιά χώρα γης
να πλανήθηκα η μαύρη;

Αχ! Αχ!
Πάλι την άθλια με κεντά ένας οίστρος…
νά το, του Άργου το φάντασμα του γίγαντα·
βόηθα θεέ!
τον βλέπω, νά, ο βοσκός με μύρια μάτια
πόρχεται και σκιαχτά τριγύρω του τηρά,
570που και νεκρό δεν τόνε κρύβει η γης,
μ᾽ απ᾽ τον κάτω κόσμο
βγαίνοντας σαλαγάει και με γυρνά
στην άμμο του γιαλού την άθλια νηστικιά.

Και το σουραύλι του βαριά σουρίζει ένα σκοπό
που σα νανούρισμα ύπνο φέρνει.
Αλίμονό μου αλί! πού πάλι με τραβούν
οι μακροπεριπλάνητοι παραδαρμοί;

Σε τί με βρήκες να ᾽φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τί;
και μες σε τέτοιες συμφορές μ᾽ έζεψες, οϊμέ,
580κι έτσι με τυραγνάς τη μαύρη
με άγριας τρέλας σκιάξιμο έξω νου;

Φωτιά ρίξε και κάψε με, ή χώσε με στη γης,
δώσε με στα θεριά του πέλαου να με φαν,
μα μη αποστρέψεις, θε μου, τις ευχές μου·
με σώνει όσοι με γύμνασαν μακροπαραδαρμοί,
και να μη ξέρω πού
τέλος θα βρουν οι συμφορές μου.
Ακούεις της βοϊδοκέρατης παρθένας τη φωνή;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς δεν ακούω την οιστροκέντητη την κόρη
590του Ινάχου, που φλογίζει την καρδιά του Δία
μ᾽ έρωτα; κι όπου τώρα μισητή απ᾽ την Ήρα
στους άσωστους γυμνάζεται άθελά της δρόμους;

ΙΩ
Πούθ᾽ έχεις του πατέρα μου τ᾽ όνομα συ ακουστά;
πε μου της πολυπαθιασμένης,
ποιός είσαι, ποιός; που, ω δύστυχε, στην δύστυχην εμέ
μου τα ᾽πες έτσι αληθινά
και τη θεόσταλτη ονομάτισες αρρώστια,
που με μαραίνει αλείφοντας με μανιακά κεντριά
600κι ήρθα μ᾽ ακράτηγη φορά σκιρτώντας νηστικιά
από θεόργητες βουλές κατατρεμένη.
Μ᾽ απ᾽ τους δυστυχισμένους ποιοί
τόσα τραβούνε όσα εγώ;
Φανέρωσέ μου ξάστερα τί άλλο με περιμένει·
να ᾽ναι να υπάρχει λυτρωμός και της αρρώστιας γιατρικό;
δείξε μου συ, αν το ξέρεις.
Μίλα μου, φώτισέ με εσύ
την άθλια την παραδαρμένη.