Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἱκέτιδες (866-902)


ΧΟ. αἰαῖ αἰαῖ. [στρ. β]
αἲ γὰρ δυσπαλάμως ὄλοιο
δι᾽ ἁλίρρυτον ἄλσος,
κατὰ Σαρπηδόνιον
870 χῶμα πολύψαμμον ἀλαθεὶς
Εὐρεΐαισιν αὔραις.

ΚΗ. ἴυζε καὶ λάκαζε καὶ κάλει θεούς.
Αἰγυπτίαν γὰρ βᾶριν οὐχ ὑπερθορῇ.
[ἴυζε καὶ]
875 † βόα, πικρότερ᾽ ἀχέων οἰζύος ὄνομ᾽ ἔχων. †

ΧΟ. οἰοῖ οἰοῖ [ἀντ. β]
λύμας, σὺ πρὸ γᾶς ὑλάσκων
† περιχαμπτὰ βρυάζεις·
ὃς ἐπωπᾷ δ᾽, ὁ μέγας
880 Νεῖλος, ὑβρίζοντά σ᾽ ἀποτρέ-
ψειεν ἄιστον ὕβριν.

ΚΗ. βαίνειν κελεύω βᾶριν εἰς ἀμφίστροφον
ὅσον τάχιστα· μηδέ τις σχολαζέτω.
ὁλκὴ γὰρ αὕτη πλόκαμον οὐδάμ᾽ ἅζεται.

885 ΧΟ. οἰοῖ, πάτερ, βρέτεος ἄρος [στρ. γ]
ἀτᾷ μ᾽· ἅλαδ᾽ ἄγει,
ἄραχνος ὥς, βάδην.
ὄναρ ὄναρ μέλαν,
ὀτοτοτοτοῖ,
890 μᾶ Γᾶ μᾶ Γᾶ, βοὰν
φοβερὸν ἀπότρεπε·
ὦ βᾶ Γᾶς παῖ Ζεῦ.

ΚΗ. οὔτοι φοβοῦμαι δαίμονας τοὺς ἐνθάδε·
οὐ γάρ μ᾽ ἔθρεψαν, οὐδ᾽ ἐγήρασαν τροφῇ.

895 ΧΟ. μαιμᾷ πέλας δίπους ὄφις· [ἀντ. γ]
ἔχιδνα δ᾽ ὥς με ‹φόνιος ἢ›
τί ποτέ ν‹ιν καλῶ›
δάκος; ἀχ...
ὀτοτοτοτοῖ,
900 μᾶ Γᾶ μᾶ Γᾶ βοὰν
φοβερὸν ἀπότρεπε,
ὦ βᾶ Γᾶς παῖ Ζεῦ.


ΧΟΡΟΣ
Κακήν κακός άθε χαθείς
στο μαύρο του πελάου το κύμα,
αφού ήθε πρώτα πλανηθείς
μ᾽ αγέρα και με καταχνιά
870στην πολυστοίβαχτη αμμουδιά
γύρω στο Σαρπηδόνιο μνήμα.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Χούγιαζε, σκούζε, ζήτ᾽ απ᾽ τους θεούς βοήθεια,
μ᾽ απ᾽ το Αιγυπτιακό κάτεργο δε ξεφεύγεις
κι αν θρήνου ακόμη πιο πικρό σκοπό μάς ψάλεις.

ΧΟΡΟΣ
Βρισιές το στόμα σου αλυχτά
και τρως τα λύσσακά σου,
μα ο μέγας Νείλος που κοιτά
880τ᾽ ανήκουστα φερσίματά σου
ας σβήσει αυτός το γαύριασμά σου.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Εμπρός, προστάζω, γρήγορα για το καράβι
τ᾽ ολοστρόγγυλο ακλούθα με· καιρό μη χάνεις
και δε θα ᾽ντηρηθώ να σε μαλλιοτραβήξω.

ΧΟΡΟΣ
Αλί, πατέρα, τρισαλί!
χαμός μου βγήκ᾽ η απαντοχή,
κρίμα! – των αγαλμάτων!
νά, βήμα βήμα με τραβά
σαν άραχνος, το μαύρο σκιάχτρο!
— Αλί και τρεις φορές αλί,
890μάνα μου Γη, μάνα μου Γη!
το φοβερό τον κράχτη,
Δία πατέρα, γιε της Γης,
κεραύνωσε και κάμε στάχτη.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Δεν τους φοβούμαι εγώ τους θεούς εδώ του τόπου,
γιατί ουδέ νιο ουδέ γέροντα μ᾽ έχουνε θρέψει.

ΧΟΡΟΣ
Όφιος διπόδαρος, λυσσά
και χύνεταί μου από κοντά,
σαν αφρισμένη οχιά δαγκά
και πια δε ξεκολλά.
— Αλί και τρεις φορές αλί,
900μάνα μου Γη, μάνα μου Γη!
το φοβερό τον κράχτη,
Δία πατέρα, γιε της Γης,
κεραύνωσε και κάμε στάχτη.