Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (778-807)


ΧΟ. ἰὼ θεοὶ νεώτεροι, παλαιοὺς νόμους [στρ. α]
καθιππάσασθε κἀκ χερῶν εἵλεσθέ μου.
780 ἐγὼ δ᾽ ἄτιμος τάλαινα βαρύκοτος
ἐν γᾷ τᾷδε, φεῦ,
ἰὸν ἰὸν ἀντιπενθῆ μεθεῖσα καρδίας
σταλαγμὸν χθονὶ
ἄφορον· ἐκ δὲ τοῦ
785 λιχὴν ἄφυλλος ἄτεκνος, ἰὼ δίκα,
πέδον ἐπισύμενος
βροτοφθόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ.
στενάζω; τί ῥέξω;
γελῶμαι· δύσοιστ᾽ ἐν
790 πολίταις ἔπαθον·
ἰὼ μεγάλατοι κόραι δυστυχεῖς
Νυκτὸς ἀτιμοπενθεῖς.

ΑΘ. ἐμοὶ πίθεσθε μὴ βαρυστόνως φέρειν.
795 οὐ γὰρ νενίκησθ᾽, ἀλλ᾽ ἰσόψηφος δίκη
ἐξῆλθ᾽ ἀληθῶς, οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν·
ἀλλ᾽ ἐκ Διὸς γὰρ λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν,
αὐτός θ᾽ ὁ χρήσας αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν,
ὡς ταῦτ᾽ Ὀρέστην δρῶντα μὴ βλάβας ἔχειν.
800 ὑμεῖς δ᾽ ἐμεῖτε τῇδε γῇ βαρὺν κότον;
σκέψασθε, μὴ θυμοῦσθε, μηδ᾽ ἀκαρπίαν
τεύξητ᾽, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα,
βρωτῆρας αἰχμὰς σπερμάτων ἀνημέρους.
ἐγὼ γὰρ ὑμῖν πανδίκως ὑπίσχομαι
805 ἕδρας τε καὶ κευθμῶνας ἐνδίκου χθονὸς
λιπαροθρόνοισιν ἡμένας ἐπ᾽ ἐσχάραις
ἕξειν, ὑπ᾽ ἀστῶν τῶνδε τιμαλφουμένας.


ΧΟΡΟΣ
Α, θεοί, νέοι θεοί, τους νόμους τους παλιούς μου
ποδοπατάτε και μου παίρνετ᾽ απ᾽ τα χέρια.
780Και καταφρονεμένη και βαριογομισμένη
η μαύρη εγώ, στη χώρα τούτη, αλί!
θα στάξω φθορά,
θα χύσω φαρμάκι, θα χύσω,
τ᾽ άχτι να βγάλω απ᾽ την καρδιά,
κι απ᾽ το φαρμάκι θ᾽ απλώσει στη γης
σε φύλλα και σπόρους παντού φυλλοξέρα
—ω εκδίκησ᾽ εκδίκηση! — ν᾽ αφήσει εδώ πέρα
περνώντας θανάτου φθορά.
Στενάζω· τί κάνω;
790βαριά στους ανθρώπους θα πέσω·
αλί μας! μεγάλα που πάθαμ᾽ εμείς
με το άτιμο πένθος,
αλίμονο, κόρες της Νύχτας.

ΑΘΗΝΑ
Εμέν᾽ ακούτε, μην το παίρνετε το πράμα
κατάκαρδα έτσι, και δεν είστε σεις χαμένες·
με ισοψηφία μόνο και χωρίς νοθείες
κρίθηκε η δίκη, κι όχι για ταπείνωσή σας·
μα ήταν του Δία οι ολότρανες οι μαρτυρίες
κι ο ίδιος εδώ τις έφερε που στον Ορέστη
έδωσε το χρησμό, πως τίποτα δεν έχει
κακό να πάθει, αν έκανε ό,τι έχει κάμει.
800Μα εσείς στη χώρ᾽ αυτή βαριά χολή ξερνάτε·
σκεφτείτε, μη σας παίρν᾽ η οργή, μηδέ τους κάμπους
κάμετ᾽ άκαρπους στάζοντας αφρό απ᾽ το στόμα
μ᾽ αχνούς καυτούς που ανήμερα τις σπορές φτείρουν.
Γιατ᾽ άφευχτα σας τάζω εγώ, πως στη γη τούτη
θενά ᾽χετ᾽ άδυτα άξιά σας να κατοικείτε
και στους λιπαροθρόνους σας βωμούς επάνω
θα σας τιμά με σεβασμό βαθύ ο λαός μου.