ΧΟΡ. Ω θεά των βουνών, παντοθρόφα
Γη, μητέρα και του ίδιου του Δία,
που κυβερνάς το μεγάλο
Παχτωλό τον πολύχρυσο,
Σένα, ω σεβάσμια Μάνα,
κι εκεί κάτω εκαλούσα να ιδείς
τη μεγάλη κι απόκοτη αδικία
που από τους Ατρείδες επάθαινε αυτός,
τότε που του πατέρα του τ᾽ άρματα,
ω μακαρία που το άρμα σου σέρνουν
400ταυροφάγα λιοντάρια,
στου Λαέρτη το γιο τα παράδιναν
για τιμή του και δόξα.
ΦΙΛ. Φως φανερή, όπως φαίνεται, είναι, ξένοι,
η απόδειξη της αγανάχτησής σας,
που ήρθατε φέρνοντάς μου εδώ· και βέβαια
μαζί μου σύμφων᾽ είστε πως αυτά ειναι
δουλειές των Ατρειδών και του Οδυσσέα·
γιατί καλά τον ξέρω που έχει πάντα
το ψέμα και την πανουργία στα χείλη
απ᾽ όπου δίκιο τίποτε στο τέλος
δεν είναι για να βγει· κι έτσι καθόλου
410δε με παραξενεύει αυτό, μα μόνο
πώς το βαστούσε να το βλέπει, αν ήταν
εκεί παρών ο Αίαντας ο μεγάλος.
ΝΕΟ. Δεν ζούσε πια, γιατ᾽ αν ήταν εκείνος
στη ζωή, κανείς δε θα μ᾽ ελήστευε έτσι.
ΦΙΛ. Τί λες; πάει λοιπόν κι αυτός αλήθεια;
ΝΕΟ. Αλήθεια· και δεν βλέπει πια τον ήλιο.
ΦΙΛ. Ω αλί μου εγώ! μα του Τυδέα η γέννα
και του Σίσυφου ο γιος ο αγορασμένος
απ᾽ το Λαέρτη, βέβαια και δε λένε
να πεθάνουν, που αυτοί ᾽ταν να μη ζούνε.
ΝΕΟ. Απεναντίας, ζουν και βασιλεύουν
κι οι πρώτοι κι οι καλύτεροί ᾽ναι τώρα
420μες στων Αργείων το στρατό, να ξέρεις.
ΦΙΛ. Μα ο γέροντας ο ενάρετος και φίλος
δικός μου, ο Πύλιος Νέστορας, δεν είναι
πια στη ζωή; που εκείνος τους κρατούσε
απ᾽ τ᾽ άδικα με τις σοφές του ορμήνιες;
ΝΕΟ. Ζει, μα είναι τώρα μες στη δυστυχία,
γιατ᾽ έχασε τον ακριβό το γιο του
τον Αντίλοχο. ΦΙΛ. Αλίμονο, δυο μου ᾽πες
αυτούς νεκρούς, που εγώ το θάνατό τους
παρά κάθ᾽ άλλου θα ᾽θελα ν᾽ ακούσω.
Αχ, αχ, και τί να λέει κανείς, σα βλέπει
να πεθαίνουν οι τέτοιοι και να ξέρει
πως ο Οδυσσέας ζει, που αντί για κείνους
430αυτόν νεκρό θενά ᾽πρεπε να μάθω.
ΝΕΟ. Είν᾽ αλήθεια στο πάλεμα τεχνίτης
εκείνος πρώτης· μα συχνά και μ᾽ όλες
τις τέχνες του κανείς πέφτει αποκάτω.
|