Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (696-730)


καὶ ταῦτα μὲν τοιαῦθ᾽· ὅταν δέ τις θεῶν
βλάπτῃ, δύναιτ᾽ ἂν οὐδ᾽ ἂν ἰσχύων φυγεῖν.
κεῖνος γὰρ ἄλλης ἡμέρας, ὅθ᾽ ἱππικῶν
ἦν ἡλίου τέλλοντος ὠκύπους ἀγών,
700εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα.
εἷς ἦν Ἀχαιός, εἷς ἀπὸ Σπάρτης, δύο
Λίβυες ζυγωτῶν ἁρμάτων ἐπιστάται·
κἀκεῖνος ἐν τούτοισι Θεσσαλὰς ἔχων
ἵππους, ὁ πέμπτος· ἕκτος ἐξ Αἰτωλίας
705ξανθαῖσι πώλοις· ἕβδομος Μάγνης ἀνήρ·
ὁ δ᾽ ὄγδοος λεύκιππος, Αἰνιὰν γένος·
ἔνατος Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων ἄπο·
Βοιωτὸς ἄλλος, δέκατον ἐκπληρῶν ὄχον.
στάντες δ᾽ὅθ᾽ αὐτοὺς οἱ τεταγμένοι βραβῆς
710κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους,
χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος ᾖξαν· οἳ δ᾽ ἅμα
ἵπποις ὁμοκλήσαντες ἡνίας χεροῖν
ἔσεισαν· ἐν δὲ πᾶς ἐμεστώθη δρόμος
κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων· κόνις δ᾽ ἄνω
715φορεῖθ᾽· ὁμοῦ δὲ πάντες ἀναμεμειγμένοι
φείδοντο κέντρων οὐδέν, ὡς ὑπερβάλοι
χνόας τις αὐτῶν καὶ φρυάγμαθ᾽ ἱππικά.
ὁμοῦ γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις
ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί.
720κεῖνος δ᾽ ὑπ᾽ αὐτὴν ἐσχάτην στήλην ἔχων
ἔχριμπτ᾽ ἀεὶ σύριγγα, δεξιὸν δ᾽ ἀνεὶς
σειραῖον ἵππον εἶργε τὸν προσκείμενον.
καὶ πρὶν μὲν ὀρθοὶ πάντες ἕστασαν δίφροι·
ἔπειτα δ᾽ Αἰνιᾶνος ἀνδρὸς ἄστομοι
725πῶλοι βίᾳ φέρουσιν, ἐκ δ᾽ ὑποστροφῆς
τελοῦντες ἕκτον ἕβδομόν τ᾽ ἤδη δρόμον
μέτωπα συμπαίουσι Βαρκαίοις ὄχοις·
κἀντεῦθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῦ
ἔθραυε κἀνέπιπτε, πᾶν δ᾽ ἐπίμπλατο
730ναυαγίων Κρισαῖον ἱππικῶν πέδον.


Έτσι μ᾽ αυτά· μα όταν κακό σού θέλει
ένας θεός, ποτέ δε θα μπορούσες
να σωθείς, μ᾽ όση δύναμη κι αν έχεις.
Την άλλη μέρα, που ήτανε να γίνουν
με του ήλιου την ανατολή οι αγώνες
με τα γρήγορα τ᾽ άλογα, και κείνος
700με πολλούς άλλους μπήκε αρματοδρόμους.
Ένας ήταν Αχαιός, ένας Σπαρτιάτης,
δυο Λίβυες οδηγούσαν στα ζεμένα
πάνω άρματά τους, πέμπτος μεταξύ των
ο Ορέστης με θεσσαλικές φοράδες,
και με ξανθά πουλάρια Αιτωλός έκτος,
ο έβδομος Μάγνης, ο όγδοος μ᾽ άλογ᾽ άσπρα
απ᾽ την Αινία, κι ένατος από την πόλη
τη θεόχτιστη των Αθηνών, και τέλος
ένας Βοιωτός το δέκατο είχεν άρμα.
Ακίνητοι στη θέση που οι ορισμένοι
710κριτές βάλαν με κλήρο τον καθένα
με τ᾽ άρμα του, μεμιάς, μόλις ακούστη
το σύνθημα της σάλπιγγας, χυμήξαν
παρακινώντας τ᾽ άλογα και σειόντας
τα χαλινάρια κι ευθύς γιόμισε όλο
το στάδιο από των βροντερών αρμάτων
τον κρότο και μαζί σύννεφο η σκόνη
σηκώνονταν ψηλά κι όλοι, μια μάζα,
δε χαριτώναν τις κεντιές, ζητώντας
να προσπεράσουν τ᾽ αλλουννού τ᾽ αξόνια
κι απ᾽ τ᾽ αλογίσιο φρούμασμα έξω νά ᾽βγουν·
γιατί μ᾽ αφρούς τούς γέμιζαν τις πλάτες
και τους τροχούς φυσομανώντας τ᾽ άτια.
Εκείνος, οδηγώντας το άρμα πάντα
720κοντά κοντά στην τελευταία κολόνα,
την έπαιρνε ξυστά με του αξονιού του
τη μύτη κι άφηνε λάσκα το απ᾽ έξω
δεξί άλογό του, ενώ έσφιγγε τα γκέμια
του άλλου πού ηταν προς το μέρος της στήλης.
Κι ως εδώ στέκανε καλά όλ᾽ οι δίφροι·
μα ξαφνικά, τ᾽ άλογα του Αινιάνα
αφηνιάζουν, δεν ακούν πια γκέμι,
και πάνω στην καμπή του έχτου των δρόμου
προς τον έβδομο, πέφτουν με τα μούτρα
στο Βαρκαίο επάνω τ᾽ άρμα, και πια τότε
μετά το ένα κακό κι οι άλλοι από πίσω
σύντριβε ο ένας τ᾽ αλλουνού τ᾽ αμάξι
και σωριάζονταν, που όλος ο στίβος γύρω
730της Κρίσας γιόμισε ιππικά ναυάγια.