Έτσι μ᾽ αυτά· μα όταν κακό σού θέλει
ένας θεός, ποτέ δε θα μπορούσες
να σωθείς, μ᾽ όση δύναμη κι αν έχεις.
Την άλλη μέρα, που ήτανε να γίνουν
με του ήλιου την ανατολή οι αγώνες
με τα γρήγορα τ᾽ άλογα, και κείνος
700με πολλούς άλλους μπήκε αρματοδρόμους.
Ένας ήταν Αχαιός, ένας Σπαρτιάτης,
δυο Λίβυες οδηγούσαν στα ζεμένα
πάνω άρματά τους, πέμπτος μεταξύ των
ο Ορέστης με θεσσαλικές φοράδες,
και με ξανθά πουλάρια Αιτωλός έκτος,
ο έβδομος Μάγνης, ο όγδοος μ᾽ άλογ᾽ άσπρα
απ᾽ την Αινία, κι ένατος από την πόλη
τη θεόχτιστη των Αθηνών, και τέλος
ένας Βοιωτός το δέκατο είχεν άρμα.
Ακίνητοι στη θέση που οι ορισμένοι
710κριτές βάλαν με κλήρο τον καθένα
με τ᾽ άρμα του, μεμιάς, μόλις ακούστη
το σύνθημα της σάλπιγγας, χυμήξαν
παρακινώντας τ᾽ άλογα και σειόντας
τα χαλινάρια κι ευθύς γιόμισε όλο
το στάδιο από των βροντερών αρμάτων
τον κρότο και μαζί σύννεφο η σκόνη
σηκώνονταν ψηλά κι όλοι, μια μάζα,
δε χαριτώναν τις κεντιές, ζητώντας
να προσπεράσουν τ᾽ αλλουννού τ᾽ αξόνια
κι απ᾽ τ᾽ αλογίσιο φρούμασμα έξω νά ᾽βγουν·
γιατί μ᾽ αφρούς τούς γέμιζαν τις πλάτες
και τους τροχούς φυσομανώντας τ᾽ άτια.
Εκείνος, οδηγώντας το άρμα πάντα
720κοντά κοντά στην τελευταία κολόνα,
την έπαιρνε ξυστά με του αξονιού του
τη μύτη κι άφηνε λάσκα το απ᾽ έξω
δεξί άλογό του, ενώ έσφιγγε τα γκέμια
του άλλου πού ηταν προς το μέρος της στήλης.
Κι ως εδώ στέκανε καλά όλ᾽ οι δίφροι·
μα ξαφνικά, τ᾽ άλογα του Αινιάνα
αφηνιάζουν, δεν ακούν πια γκέμι,
και πάνω στην καμπή του έχτου των δρόμου
προς τον έβδομο, πέφτουν με τα μούτρα
στο Βαρκαίο επάνω τ᾽ άρμα, και πια τότε
μετά το ένα κακό κι οι άλλοι από πίσω
σύντριβε ο ένας τ᾽ αλλουνού τ᾽ αμάξι
και σωριάζονταν, που όλος ο στίβος γύρω
730της Κρίσας γιόμισε ιππικά ναυάγια.
|