Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (436-488)


ΑΘ. τί πρὸς τάδ᾽ εἰπεῖν, ὦ ξέν᾽, ἐν μέρει θέλεις;
λέξας δὲ χώραν καὶ γένος καὶ ξυμφορὰς
τὰς σάς, ἔπειτα τόνδ᾽ ἀμυναθοῦ ψόγον,
εἴπερ πεποιθὼς τῇ δίκῃ βρέτας τόδε
440 ἧσαι φυλάσσων ἑστίας ἐμῆς πέλας,
σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος.
τούτοις ἀμείβου πᾶσιν εὐμαθές τί μοι.
ΟΡ. ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, πρῶτον ἐκ τῶν ὑστάτων
τῶν σῶν ἐπῶν μέλημ᾽ ἀφαιρήσω μέγα.
445 οὐκ εἰμὶ προστρόπαιος, οὐδ᾽ ἔχων μύσος
πρὸς χειρὶ τἠμῇ τὸ σὸν ἐφεζόμην βρέτας.
τεκμήριον δὲ τῶνδέ σοι λέξω μέγα·
ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον νόμος,
ἔστ᾽ ἂν πρὸς ἀνδρὸς αἵματος καθαρσίου
450 σφαγαὶ καθαιμάξωσι νεοθήλου βοτοῦ.
πάλαι πρὸς ἄλλοις ταῦτ᾽ ἀφιερώμεθα
οἴκοισι, καὶ βοτοῖσι καὶ ῥυτοῖς πόροις.
ταύτην μὲν οὕτω φροντίδ᾽ ἐκποδὼν λέγω.
γένος δὲ τοὐμὸν ὡς ἔχει πεύσῃ τάχα.
455 Ἀργεῖός εἰμι, πατέρα δ᾽ ἱστορεῖς καλῶς,
Ἀγαμέμνον᾽, ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα·
ξὺν ᾧ σὺ Τροίαν ἄπολιν Ἰλίου πόλιν
ἔθηκας. ἔφθιθ᾽ οὗτος οὐ καλῶς, μολὼν
εἰς οἶκον· ἀλλά νιν κελαινόφρων ἐμὴ
460 μήτηρ κατέκτα, ποικίλοις ἀγρεύμασι
κρύψασ᾽, ἃ λουτρῶν ἐξεμαρτύρει φόνον.
κἀγὼ κατελθών, τὸν πρὸ τοῦ φεύγων χρόνον,
ἔκτεινα τὴν τεκοῦσαν, οὐκ ἀρνήσομαι,
ἀντικτόνοις ποιναῖσι φιλτάτου πατρός.
465 καὶ τῶνδε κοινῇ Λοξίας μεταίτιος,
ἄλγη προφωνῶν ἀντίκεντρα καρδίᾳ,
εἰ μή τι τῶνδ᾽ ἔρξοιμι τοὺς ἐπαιτίους.
σὺ δ᾽ εἰ δικαίως εἴτε μὴ κρῖνον δίκην·
πράξας γὰρ ἐν σοὶ πανταχῇ τάδ᾽ αἰνέσω.
470 ΑΘ. τὸ πρᾶγμα μεῖζον τις οἴεται τόδε
βροτοῖς δικάζειν· οὐδὲ μὴν ἐμοὶ θέμις
φόνου διαιρεῖν ὀξυμηνίτου δίκας·
ἄλλως τε καὶ σὺ μὲν κατηρτυκὼς νόμῳ
ἱκέτης προσῆλθες καθαρὸς ἀβλαβὴς δόμοις.
475 ὅμως δ᾽ ἄμομφον ὄντα σ᾽ αἱροῦμαι πόλει.
αὗται δ᾽ ἔχουσι μοῖραν οὐκ εὐπέμπελον,
καὶ μὴ τυχοῦσαι πράγματος νικηφόρου—
χωρεῖ μεταῦθις ἰὸς ἐκ φρονημάτων,
πέδοι πεσὼν ἄφερτος αἰανὴς νόσος.
480 τοιαῦτα μὲν τάδ᾽ ἐστίν· ἀμφότερα, μένειν
πέμπειν τε, † δυσπήματ᾽ ἀμηχάνως ἐμοί. †
ἐπεὶ δὲ πρᾶγμα δεῦρ᾽ ἐπέσκηψεν τόδε,
φόνων δικαστὰς ὁρκίων αἰδουμένους
489 ὅρκων περῶντας μηδὲν ἔκδικον φρεσίν
θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ᾽ ἐγὼ θήσω χρόνον.
485 ὑμεῖς δὲ μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια
καλεῖσθ᾽, ἀρωγὰ τῆς δίκης ὀρθώματα.
κρίνασα δ᾽ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα
ἥξω, διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ᾽ ἐτητύμως.


ΑΘΗΝΑ
Τί έχεις σ᾽ αυτά να πεις, ω ξένε στη σειρά σου;
Λέγε από πού είσαι; ποιάς γενιάς, τί σου έχει τύχει;
γι᾽ αυτά που σου κατηγορούν υπερασπίσου,
στο δίκιο σου αν μπιστεύεσαι κι έχεις καθίσει
440κρατώντας τ᾽ άγαλμά μου στην Εστία μου δίπλα
ικέτης ταπεινός στου Ιξίονα το σχήμα.
Σ᾽ όλ᾽ αυτά απάντα μου λοιπόν, σωστά να μάθω.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω Δέσποιν᾽ Αθηνά, πρώτα να βγάλω θέλω
απ᾽ τα στερνά τα λόγια σου μεγάλην έγνοια.
δεν είμ᾽ ακάθαρτος και μόλυσμα δεν είχα
στα χέρια, όταν σου πρόσπεσα στ᾽ άγαλμα ικέτης·
και θα σου φέρω απόδειξη γι᾽ αυτό μεγάλη:
νόμος προστάζει αμίλητος ο φονιάς να ᾽ναι
ώσπου σφαχτού γαλαθηνού χυθεί το αίμα
450πάνω στα χέρια του και τόνε καθαρίσει.
Εγώ, καιρός που αγιάστηκα σε σπίτια ανθρώπων
και με τρεχάμενα νερά και με σφαχτάρια·
λέγω λοιπόν να βγήκ᾽ η έγνοια αυτή απ᾽ τη μέση·
τώρα και τη γενιά μου ευτύς θα μάθεις· είμαι
απ᾽ τ᾽ Άργος· τον πατέρα μου καλά γνωρίζεις,
τον Αγαμέμνονα, που αρμάτωσε το στόλο
ναυτών ηρώων και μ᾽ αυτόν εσύ έχεις κάμει
της Τροίας την πόλη να μην είναι τώρα πόλη·
μα εκείνος από θάνατο κακόν επήγε
στο γυρισμό του· γιατ᾽ η μάνα μου η κακούργα
460τον σκότωσε με ξομπλιαστά τυλίγοντάς τον
βρόχια, που του λουτρού μαρτύρησαν το φόνο·
κι εγώ, ως τα τότε εξόριστος, σαν ήρθα πίσω
σκότωσα τη μητέρα μου· ναι, δεν τ᾽ αρνιούμαι,
μ᾽ αίμα το αίμα του πατέρα μου εγδικώντας·
κι είχα συνένοχο σ᾽ αυτά και το Λοξία,
που πάθια μου προφήτευε θα με σπαράζαν
αν στους ενόχους όσα πρόσταξε δεν κάμω.
Κι αν δίκια ή όχι το ᾽καμα, συ θα το κρίνεις,
γιατί από σένα ό,τι να ᾽ρθει, τα δέχομαι όλα.
ΑΘΗΝΑ
470Αν κανείς το ᾽χει πιο βαρύ για να το κρίνουν
θνητοί το πράμ᾽ αυτό, μα και για με δε στέκει
βαρύοργες δίκες φονικές να ξεδιαλύνω·
μάλιστ᾽ αφού και συ στα πάντα ετοιμασμένος,
μου ήρθες ικέτης καθαρός και δίχως βλάβη
και βρίσκω και πως άφταιγος στη πόλη μου είσαι·
μα κι αυτές πάλιν εύκολα κανείς δε διώχτει,
που τέτοιο έχουν αξίωμα, κι αν δεν νικήσουν
θα στάξει αργότερα σ᾽ αυτή τη γη φαρμάκι
το χόλιασμά τους, μαύρη αβάσταγη αρρώστια.
480Έτσ᾽ είναι· κι είτε μείνουνε κι είτε τις στείλω,
κι απ᾽ τα δυο κίντυνος βαρύς, που άκρη δε βρίσκω.
Μα μια που εδώ κατάντησε να ᾽ρθει το πράμα,
ορκωτούς φόνων δικαστές θενα διαλέξω,
που έξω από τον όρκο δεν πατούν μ᾽ άδικη γνώμη,
κι αυτόν θα ορίσω το θεσμόν αιώνιος να ᾽ναι.
Σεις φέρτε ωστόσο μαρτυρίες κι αποδείξεις,
της δίκης βοηθήματα μ᾽ όρκους δεμένα·
κι εγώ τους πιο άξιους αφού εκλέξω απ᾽ το λαό μου
θα ᾽ρθω, να πάρ᾽ η απόφαση της δίκης τέλος.