[21] Ονόματα υπάρχουν δύο ειδών: τα απλά (απλά ονομάζω αυτά που δεν αποτελούνται από μέρη που έχουν το καθένα τους τη δική του σημασία/νόημα, π.χ. γη) και τα διπλά. Τα διπλά αποτελούνται είτε από ένα μέρος με σημασία/νόημα και από ένα χωρίς σημασία/νόημα (η διάκριση μέρους με σημασία και μέρους χωρίς σημασία εξαφανίζεται μέσα στο όνομα) είτε από δύο μέρη που έχουν το καθένα τους τη δική του σημασία/νόημα Είναι, βέβαια, δυνατό να υπάρχει και τριπλό και τετραπλό όνομα ή και πολλαπλό, όπως είναι η πλειονότητα των ονομάτων των Μασσαλιωτών, π.χ. Ερμοκαϊκόξανθος **. [1457b] Κάθε όνομα είναι ή κύριο ή γλώσσα ή μεταφορά ή διακοσμητικό ή πλασμένο ή επεκτεταμένο ή συγκεκομμένο ή παραλλαγμένο. Κύριο ονομάζω το όνομα που το μεταχειρίζονται όλοι, ενώ γλώσσα αυτό που το μεταχειρίζονται μερικοί. Είναι, ύστερα από αυτό, φανερό ότι το ίδιο όνομα μπορεί να είναι και γλώσσα και κύριο, όχι για τους ίδιους ανθρώπους όμως· το σίγυνον, επιπαραδείγματι, είναι κύριο για τους Κύπριους, γλώσσα όμως για μας τους υπόλοιπους. Μεταφορά είναι η απόδοση σε ένα πράγμα ενός ονόματος που ανήκει σε ένα άλλο πράγμα. Συγκεκριμένα: ή από το γένος σε είδος ή από το είδος στο γένος ή από ένα είδος σε ένα άλλο είδος ή κατά την αναλογία. Όταν λέω «από το γένος σε είδος» εννοώ κάτι σαν το παράδειγμα «το πλοίο μου στέκεται ακίνητο» (το αγκυροβολώ είναι ένα είδος του στέκομαι). Όταν, πάλι, λέω «από το είδος στο γένος» εννοώ κάτι σαν το παράδειγμα «ο Οδυσσέας έκανε, στ᾽ αλήθεια, μύρια καλά»: το μύρια σημαίνει έναν πολύ μεγάλο αριθμό, και ο ποιητής το χρησιμοποίησε εδώ αντί για το πολύ. Επίσης: Όταν λέω «από ένα είδος σε ένα άλλο είδος» εννοώ κάτι σαν τα παραδείγματα «αντλώντας τη ζωή με τον χαλκό» και «κόβοντας με τον κοφτερό χαλκό»: το αντλώ το είπε εδώ με τη σημασία κόβω και το κόβω με τη σημασία αντλώ: και τα δύο σημαίνουν «αφαιρώ κάτι». Λέγοντας αναλογία εννοώ ότι ο δεύτερος όρος βρίσκεται προς τον πρώτο σε όποια σχέση βρίσκεται ο τρίτος προς τον τέταρτο όρο. Μεταφορικά λοιπόν αντί για τον δεύτερο όρο θα χρησιμοποιήσει στον λόγο του τον τέταρτο, ή αντί για τον τέταρτο τον δεύτερο — μερικές, μάλιστα, φορές προσθέτουν αυτό με το οποίο σχετίζεται η λέξη την οποία αντικαθιστά. Εννοώ π.χ. το εξής: Το κύπελλο έχει με τον Διόνυσο την ίδια σχέση που έχει η ασπίδα με τον Άρη· ο ποιητής λοιπόν θα πει το κύπελλο «ασπίδα του Διόνυσου» και την ασπίδα «κύπελλο του Άρη». Άλλο παράδειγμα: Ό,τι είναι το γήρας για τη ζωή, είναι η εσπέρα για την ημέρα· θα πει λοιπόν την εσπέρα «γήρας της ημέρας» —όπως το είπε ο Εμπεδοκλής– και το γήρας «εσπέρα της ζωής» ή «δυσμάς της ζωής». Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπάρχει καθιερωμένη λέξη για κάποιον από τους όρους που συνδέονται με σχέση αναλογίας, παρ᾽ όλα όμως αυτά η μεταφορά θα γίνει παρόμοια. Παράδειγμα: Το να ρίχνουμε τον σπόρο το λέμε σπέρνω, για τις φλόγες όμως που ρίχνει ο ήλιος δεν υπάρχει λέξη· η σχέση, πάντως, που η πράξη αυτή έχει με τον ήλιο είναι ίδια με αυτήν που έχει το σπέρνω με τον σπόρο, εξού και η έκφραση «σπέρνοντας θεόφτιαχτη φλόγα». Τον τρόπο αυτό της μεταφοράς μπορεί κανείς να τον χρησιμοποιήσει και αλλιώς: να ονοματίσει κάτι με την αλλότρια λέξη και συγχρόνως να του αφαιρέσει μια από τις φυσικές του ιδιότητες· να πει π.χ. την ασπίδα όχι «κύπελλο του Άρη» αλλά άοινη. *** Πλασμένη είναι η λέξη που δεν λέγεται από κανέναν απολύτως, αλλά είναι πλασμένη από τον ίδιο τον ποιητή. Φαίνεται, πράγματι, ότι υπάρχουν μερικές τέτοιες λέξεις· τέτοιες είναι, επιπαραδείγματι, η λέξη ἔρνυγες για τα κέρατα ή η λέξη ἀρητήρ για τον ιερέα. Επεκτεταμένη [1458a] είναι η λέξη που χρησιμοποιείται με μακρόχρονο φωνήεν στη θέση του συνηθισμένου της βραχύχρονου ή με μια παρέμβλητη συλλαβή. Συγκεκομμένη είναι η λέξη από την οποία έχει αφαιρεθεί κάτι. Επεκτεταμένη είναι, επιπαραδείγματι, η λέξη πόληος αντί για τη συνηθισμένη πόλεως, ή η λέξη Πηληϊάδεω αντί για τη συνηθισμένη Πηλείδου. Συγκεκομμένο είναι, επιπαραδείγματι, το κρῖ, το δῶ ή «μία γίγνεται ἀμφοτέρων ὄψ». Παραλλαγμένη είναι η λέξη που ένα μέρος της ο ποιητής το αφήνει όπως είναι, ενώ ένα άλλο μέρος της το πλάθει ο ίδιος, π.χ. «δεξιτερὸν κατὰ μαζόν» αντί για «δεξιόν…». Αυτά καθεαυτά τα ονόματα είναι άλλα τους αρσενικά, άλλα θηλυκά και άλλα ενδιάμεσα. Αρσενικά είναι όσα λήγουν σε Ν, σε Ρ και σε Σ, καθώς και σ᾽ αυτά που έχουν μέσα τους το Σ (αυτά είναι δύο: το Ψ και το Ξ). Θηλυκά είναι όσα λήγουν στα φωνήεντα που είναι πάντοτε μακρά (τέτοια είναι π.χ. το Η και το Ω) και στο μακρό από έκταση Α. Συμβαίνει λοιπόν τα αρσενικά και τα θηλυκά να λήγουν σε ίσο αριθμό στοιχείων (γιατί το Ψ και το Ξ έχουν, βέβαια, μέσα τους το Σ). Δεν υπάρχει, πάντως, όνομα που να λήγει σε άφωνο στοιχείο ή σε βραχύ φωνήεν. Σε Ι λήγουν μόνο τρία, το μέλι, το κόμμι και το πέπερι, ενώ σε Υ πέντε * *. Τα ενδιάμεσα ονόματα λήγουν σ᾽ αυτά, καθώς και στα στοιχεία Ν και Σ. |