Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (307-367f)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟ. ― ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψωμεν, ἐπεὶ
μοῦσαν στυγερὰν
ἀποφαίνεσθαι δεδόκηκεν,
310 λέξαι τε λάχη τὰ κατ᾽ ἀνθρώπους
ὡς ἐπινωμᾷ στάσις ἁμά.
εὐθυδίκαιοι δ᾽ οἰόμεθ᾽ εἶναι·
τὸν μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντ᾽
οὔτις ἐφέρπει μῆνις ἀφ᾽ ἡμῶν,
315 ἀσινὴς δ᾽ αἰῶνα διοιχνεῖ·
ὅστις δ᾽ ἀλιτὼν ὥσπερ ὅδ᾽ ἁνὴρ
χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει,
μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν
παραγιγνόμεναι πράκτορες αἵματος
320 αὐτῷ τελέως ἐφάνημεν.

― μᾶτερ μ᾽ ἔτικτες, ὦ [στρ. α]
μᾶτερ Νύξ, ἀλα-
οῖσι καὶ δεδορκόσιν
ποινάν, κλῦθ᾽. ὁ Λατοῦς γὰρ ἶ-
νίς μ᾽ ἄτιμον τίθησιν
325 τόνδ᾽ ἀφαιρούμενος
πτῶκα, ματρῷον ἅγ-
νισμα κύριον φόνου.
― ἐπὶ δὲ τῷ τεθυμένῳ [ἐφύμν. α]
τόδε μέλος, παρακοπά,
330 παραφορὰ φρενοδαλής,
ὕμνος ἐξ Ἐρινύων,
δέσμιος φρενῶν, ἀφόρ-
μικτος, αὑονὰ βροτοῖς.

― τοῦτο γὰρ λάχος διαν- [ἀντ. α]
ταία Μοῖρ᾽ ἐπέ-
335 κλωσεν ἐμπέδως ἔχειν,
θνατῶν τοῖσιν αὐτουργίαι
ξυμπέσωσιν μάταιοι,
τοῖς ὁμαρτεῖν, ὄφρ᾽ ἂν
γᾶν ὑπέλθῃ· θανὼν δ᾽
340 οὐκ ἄγαν ἐλεύθερος.
― ἐπὶ δὲ τῷ τεθυμένῳ [ἐφύμν. α]
τόδε μέλος, παρακοπά,
παραφορὰ φρενοδαλής,
ὕμνος ἐξ Ἐρινύων,
345 δέσμιος φρενῶν, ἀφόρ-
μικτος, αὑονὰ βροτοῖς.

― γιγνομέναισι λάχη τάδε φαμὶ κεκράνθαι, [στρ. β]
350 ἀθανάτων δ᾽ ἀπέχειν χέρας, οὐδέ τις ἐστὶ
συνδαίτωρ μετάκοινος,
παλλεύκων δὲ πέπλων †ἄμοιρος ἄκληρος ἐτύχθην.
‹. . . . . . . . . . . . . . . . . .›
― δωμάτων γὰρ εἱλόμαν [ἐφύμν. β]
355 ἀνατροπάς, ὅταν Ἄρης
τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ,
ἐπὶ τόν, ὤ, διόμεναι
κρατερὸν ὄνθ᾽ ὁμοΐως
μαυροῦμεν ὑφ᾽ αἵματος νέου.

― †σπεύδομεν αἵδ᾽ ἀφελεῖν τινὰ τᾶσδε μερίμνας [ἀντ. β] 360
†θεῶν δ᾽ ἀτέλειαν ἐμαῖσι λιταῖς ἐπικραίνειν,
μηδ᾽ εἰς ἄγκρισιν ἐλθεῖν.
365 Ζεὺς δ᾽ αἱμοσταγὲς ἀξιόμισον ἔθνος τόδε λέσχας
ἇς ἀπηξιώσατο.
‹― δωμάτων γὰρ εἱλόμαν [ἐφύμν. β]
ἀνατροπάς· ὅταν Ἄρης
τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ,
ἐπὶ τόν, ὤ, διόμεναι
κρατερὸν ὄνθ᾽ ὁμοΐως
μαυροῦμεν ὑφ᾽ αἵματος νέου.›


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Έλα εμπρός σε χορόν ένα κύκλο ας δεθούμε,
γιατί θέλομε τώρα
το φριχτό μας τραγούδι να πούμε,
310και να πούμε το πώς στους ανθρώπους επάνω
την πάσα τους μοίραν εμείς κυβερνούμε.
Μ᾽ όλη εμείς την ισιάδα το δίκιο ζητούμε·
καθαρά χωρίς κρίμα όποιος έχει τα χέρια,
δε γλιστρά κατά πάνω του η οργή μας.
μ᾽ αν κανείς, σαν κι αυτόν, κριματίσει
και τα χέρια αιματόβρεχτα κρύβει,
τότ᾽ εμείς, των νεκρών η βοήθεια,
μαρτυρώντας την πάσαν αλήθεια,
στον κακούργο μπροστά θα σταθούμε
320κι ως το τέλος το χρέος του φόνου ζητούμε.

Μάνα, ω μάνα Νύχτα, που μ᾽ εγέννας
ζωντανών και πεθαμένων εκδικήτρα,
της Λητώς ζητάει ο γιος — κι απάκουσέ μου —
να με βγάλει απ᾽ τις τιμές μου
κι απ᾽ τα χέρια μου να πάρει
το ψοφίμι αυτό, που πρέπει
της μητέρας του το φόνο να εξαγνίσει.
Για τον κατάδικό μου αυτό
τούτο μας το τραγούδι, ταραγμός
330κι αντράλα του ξωφρενική,
των Ερινύων ο σκοπός
χωρίς κιθάρα, αμπόδεμα
του νου και μαρασμός.

Γιατ᾽ αυτός ο κλήρος μόχει λάχει
να ᾽χω πάντ᾽ απ᾽ την αλύγιστη τη Μοίρα,
όποιους τύχει ανθρώπους και βαραίνουν
κακουργήματα και φόνοι,
να τους παίρνω καταπόδι ώστε νά ᾽μπουν
μες στη γης· μα κι αν πεθάνουν
340κι έτσι πάλι ολωσδιόλου δε γλιτώνουν.
Για τον κατάδικό μου αυτό
τούτο μας το τραγούδι, ταραγμός
κι αντράλα του ξωφρενική,
των Ερινύων ο σκοπός
χωρίς κιθάρα, αμπόδεμα
του νου και μαρασμός.

Όταν γεννιόμαστ᾽ αυτός μας εδόθηκε ο κλήρος·
350δίχως να βάνουνε χέρι οι αθάνατοι κι ούτε
θέση στα δείπνα μας έχει κανείς των
κι εγώ γιορτής άσπρους πέπλους γεννήθηκα να μη γνωρίζω.
— Γιατί πήρα δουλειά μου να φέρνω
τα σπίτια άνω κάτω, πού χύσει
εχθρός σπιτικός δικού γαίμα
και καταπάνω του ορμώντας
κι αν δυνατός λάχει να ᾽ναι
στο νέο τον πνίγομεν αίμα.

360Σπεύδομ᾽ εμείς να λαφρύνωμεν άλλο απ᾽ την έγνοια
κι απ᾽ τους θεούς τις φροντίδες αυτές ν᾽ αφαιρούμε,
κρισολογιές να μην έχουν για τέτοιους·
της παρουσίας του ο Δίας δεν κρίνει τη φύτρ᾽ αυτήν άξια.
— Μα εγώ πήρα δουλειά μου να φέρνω
τα σπίτια άνω κάτω, πού χύσει
εχθρός σπιτικός δικού γαίμα
και καταπάνω του ορμώντας
κι αν δυνατός λάχει να ᾽ναι
στο νέο τον πνίγομεν αίμα.