Ο Αγέλαος, του Δαμαστόρου ο γιος, έδινε τώρα θάρρος στους μνηστήρες:
ο Ευρύνομος, ο Δημοπτόλεμος κι ο Αμφιμέδων,
ο Πείσανδρος, του Πολυκτόρου γιος, ο Πόλυβος, λάβρος αγωνιστής,
αυτοί ξεχώριζαν με την ανδρεία τους απ᾽ τους μνηστήρες,
γενναίοι στο έπακρο, όσο ακόμη ζούσαν και μάχονταν για τη ζωή τους —
οι άλλοι είχαν κιόλας δαμαστεί από του τόξου τις πυκνές σαΐτες.
Τότε λοιπόν ο Αγέλαος φώναξε δυνατά, ν᾽ ακούσουν όλοι:
«Φίλοι, τώρα θα παραλύσουν πια τα χέρια του που ακαταμάχητα φαντάζουν,
αφού ο Μέντωρ το ᾽σκασε κι άφησε πίσω του κούφιες μονάχα καυχησιές,
250έτσι που οι τέσσερις έμειναν μόνοι τους πατώντας της πόρτας το κατώφλι.
Αλλά σας λέω, μη ρίξετε όλοι μαζί τα μυτερά σας δόρατα,
πρώτα οι έξι ν᾽ ακοντίσετε, κι ας δώσει ο Δίας στόχος σας
ο Οδυσσέας να γίνει, οπότε η δόξα σάς ανήκει —
τους άλλους μη τους λογαριάζετε, φτάνει νεκρός αυτός να πέσει.»
Τόσα τους είπε, κι όπως πρόσταξε, ρίχνουν οι έξι τα κοντάρια τους
μ᾽ όλη τους την ορμή, όμως η Αθηνά μπήκε στη μέση κι όλα αστόχησαν·
άλλος τον παραστάτη βρήκε του ακλόνητου μεγάρου,
άλλος συναρμοσμένα τα θυρόφυλλα, κάποιου το φράξινο χαλκόβαρο κοντάρι
στον τοίχο απέναντι καρφώθηκε.
260Κι όπως δεν πείραξαν κανέναν τα κοντάρια των μνηστήρων,
πήρε τον λόγο βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος και στους δικούς του φώναξε:
«Φίλοι, σειρά μας τώρα, λέω να ρίξουμε κι εμείς τ᾽ ακόντιά μας
απάνω στων μνηστήρων τον σωρό, που λύσσαξαν να μας σκοτώσουν,
μετά τις τόσες ανομίες τους.»
Τους μίλησε, κι οι τέσσερις, όλοι μαζί, ακοντίζουν με τα μακρά τους δόρατα, γυρεύοντας τον στόχο του ο καθένας:
Τον Δημοπτόλεμο ο Οδυσσέας σκοτώνει, τον Ευρυάδη ο Τηλέμαχος,
τον Έλατο ο χοιροβοσκός, τον Πείσανδρο ο βουκόλος.
Κι έφαγαν όλοι χώμα με τα δόντια τους, μπούκωσε γη το στόμα τους.
270Κι ενώ οι υπόλοιποι μνηστήρες υποχώρησαν στο βάθος του μεγάρου,
οι τέσσερίς τους όρμησαν και τράβηξαν τα δόρατα απ᾽ τα κουφάρια.
Κι όμως, για δεύτερη τώρα φορά, πήραν να ρίχνουν οι μνηστήρες
τα μυτερά τους δόρατα με λύσσα. Πάλι η Αθηνά μπήκε στη μέση,
κι αστόχησαν τα πιο πολλά· άλλος τον παραστάτη
βρήκε του ακλόνητου μεγάρου, άλλος συναρμοσμένα τα θυρόφυλλα,
κάποιου το φράξινο χαλκόβαρο κοντάρι απέναντι καρφώθηκε στον τοίχο.
Μόλις που άγγιξε ο Αμφιμέδων τον Τηλέμαχο, ξώπετσα
στου χεριού του τον καρπό, κι έγδαρε λίγο ο χαλκός το δέρμα.
Τον Εύμαιο ο Κτήσιππος τον χάραξε κι αυτός με το μακρύ του δόρυ
ψηλά στον ώμο, πάνω από το σκουτάρι, προτού, πετώντας, το κοντάρι
280στο χώμα σφηνωθεί.
Και πάλι αυτοί, πλάι στον δολοπλόκο μαχητή Οδυσσέα, ρίχνουν
τα μυτερά τους δόρατα επάνω στων μνηστήρων τον σωρό:
τον Ευρυμέδοντα ο Οδυσσέας σκοτώνει, ο πορθητής της Τροίας,
τον Αμφιμέδοντα ο Τηλέμαχος, τον Πόλυβο ο χοιροβοσκός,
τον Κτήσιππο έπειτα ο βουκόλος κατάστηθα τον βρήκε,
και πάνω εκεί καυχήθηκε φωνάζοντας:
«Ε ξιπασμένε γιε του Πολυθέρση, ποτέ ξανά να μη μεγαλαυχήσεις
στην αφροσύνη που σε δέρνει· μάθε ν᾽ αφήνεις στους θεούς
τον τελευταίο λόγο, αφού αυτοί κρατούν δύναμη περισσή.
290Και να το αντίδωρο για το ποδάρι του βοδιού που πέταξες
στον θείο Οδυσσέα, όσο ακόμη ζητιανεύοντας γυρνούσε μέσα στο παλάτι του.»
|