[2] Γεννιούνται όμως και μερικά άλλα ερωτήματα, όπως, επιπαραδείγματι, αν έχει κανείς την υποχρέωση να προσφέρει τα πάντα στον πατέρα του και αν πρέπει να τον υπακούει σε όλα, ή μήπως σε περίπτωση αρρώστιας πρέπει να υπακούει στον γιατρό του και σε περίπτωση εκλογής στρατηγού να δίνει την ψήφο του σ᾽ αυτόν που είναι ικανός στα πολεμικά πράγματα. Επίσης: Χρήσιμος πρέπει να είναι κανείς πιο πολύ στον φίλο του ή σε έναν καλό άνθρωπο; Και μάλλον να ξεπληρώνει τον ευεργέτη του παρά να κάνει ένα δώρο στον σύντροφό του, αν δεν είναι σε θέση να κάνει και τα δύο; Να δώσεις μια ακριβή απάντηση σε όλα αυτού του είδους τα ερωτήματα δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα, ένα λόγο μάλιστα παραπάνω αφού παρουσιάζουν πολλές και πολλών ειδών διαφορές από την άποψη του μεγέθους ή της μικρότητας, καθώς και από την άποψη του ωραίου και καλού και του υποχρεωτικού. Ότι, πάντως, δεν πρέπει να δίνονται τα πάντα στο ίδιο πρόσωπο είναι φανερό. Επίσης: Κατά κανόνα πρέπει μάλλον να ξεπληρώνουμε τις ευεργεσίες που μας έχουν γίνει παρά να κάνουμε χάρες στους συντρόφους μας, ακριβώς όπως πρέπει μάλλον να ξεπληρώνουμε το χρέος που έχουμε στον πιστωτή μας παρά να κάνουμε δώρα σ᾽ έναν σύντροφό μας. Ίσως όμως και αυτό δεν είναι πάντοτε έτσι. Παράδειγμα: Αν κάποιος ελευθερώθηκε με λύτρα από τα χέρια ληστών, πρέπει να ελευθερώσει και αυτός με λύτρα τον ελευθερωτή του —όποιος και αν είναι αυτός— (ή και να τον πληρώσει, αν αυτός δεν έχει συλληφθεί από ληστές, [1165a] απαιτεί όμως να πληρωθεί για την πράξη του), ή να ελευθερώσει, με την καταβολή λύτρων, τον πατέρα του; Ασφαλώς πρέπει να ελευθερώσει τον πατέρα του, περισσότερο μάλιστα και από τον ίδιο τον εαυτό του. Γενικά λοιπόν, όπως το έχουμε ήδη πει, πρέπει κανείς να ξεπληρώνει το χρέος του· αν όμως το δώρο ξεπερνάει κατά πολύ από την άποψη της ομορφιάς ή της ανάγκης την εξόφληση του χρέους, τότε πρέπει κανείς να κλίνει προς αυτά. Γιατί μερικές φορές δεν είναι καν σωστό να ανταποδίδει κανείς το ίσο για μια εξυπηρέτηση που προηγήθηκε, αν ο ένας έκανε την εξυπηρέτησή του σε κάποιον που ξέρει ότι είναι καλός άνθρωπος, αυτός όμως κάνει την ανταπόδοση σε έναν άνθρωπο για τον οποίο πιστεύει ότι είναι κακός. Είναι και φορές που δεν πρέπει να δίνει κανείς σε κάποιον δανεικά σε ανταπόδοση των δανεικών που του έδωσε εκείνος· γιατί ο ένας, πιστεύοντας ότι θα τα πάρει πίσω, έδωσε δανεικά σε έναν καλό άνθρωπο, ενώ ο άλλος δεν έχει καμιά ελπίδα να τα πάρει πίσω από έναν κακό άνθρωπο. Ένα λοιπόν από τα δύο: Αν η γνώμη αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε η απαίτηση δεν είναι σωστή· αν, πάλι, δεν ανταποκρίνεται μεν στην πραγματικότητα, θεωρείται όμως ότι ανταποκρίνεται, τότε αυτού του είδους η συμπεριφορά καθόλου δεν θα φανεί άτοπη. Κατά τα άλλα ισχύει αυτό που έχουμε πει πολλές φορές, ότι οι συζητήσεις για τα πάθη και για τις πράξεις των ανθρώπων έχουν τόσον μόνο βαθμό ακρίβειας όσον και τα θέματα στα οποία αναφέρονται. Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν έχει κανείς τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι σε όλους τους ανθρώπους, και, επίσης, ότι δεν έχει την υποχρέωση να προσφέρει τα πάντα στον πατέρα του, ακριβώς όπως ούτε στον Δία δεν προσφέρονται όλες οι θυσίες· και αφού είναι διαφορετικά αυτά που πρέπει να προσφέρει κανείς στους γονείς του, στους αδελφούς, στους συντρόφους και στους ευεργέτες του, πρέπει να απονέμει στον καθένα τους αυτό που του ανήκει και αυτό που του ταιριάζει. Και είναι φανερό ότι αυτό, πράγματι, κάνουν οι άνθρωποι: στους γάμους καλούν τους συγγενείς τους, γιατί αυτοί έχουν κοινή καταγωγή, και, φυσικά, κοινές είναι και όλες οι σχετικές με αυτήν πράξεις και ενέργειες· αλλά και στις κηδείες θεωρούν ότι κατά κύριο λόγο πρέπει να συναντούν τους συγγενείς τους — για τον ίδιο λόγο. Κατά τη γενική αντίληψη το πρώτο και κύριο καθήκον μας προς τους γονείς είναι η συμπαράστασή μας στο θέμα της διατροφής τους, αφού τους είμαστε από την άποψη αυτή οφειλέτες, αλλά και γιατί στο θέμα αυτό είναι πιο ωραίο να βοηθούμε αυτούς που είναι οι αίτιοι της ύπαρξής μας παρά τον ίδιο μας τον εαυτό. Αλλά και τιμή πρέπει να απονέμουμε στους γονείς ακριβώς όπως στους θεούς, όχι όμως οποιαδήποτε —μήπως απονέμουμε την ίδια τιμή στον πατέρα μας και στη μητέρα μας;— ούτε, πάλι, την τιμή που απονέμουμε σ᾽ έναν φιλόσοφο ή σ᾽ έναν στρατηγό, αλλά την τιμή που οφείλεται σ᾽ έναν πατέρα, και παρόμοια —από την άλλη— σε μια μητέρα. Και σε κάθε ηλικιωμένο πρέπει να απονέμουμε τιμή, αυτήν που αντιστοιχεί στην ηλικία του: να σηκωνόμαστε να τον υποδεχτούμε και να τον βάζουμε να κατακλιθεί στο συμπόσιο στην καλύτερη θέση. Στους συντρόφους μας, πάλι, και στους αδελφούς μας πρέπει να παραχωρούμε το δικαίωμα να μας μιλούν ελεύθερα και να μοιράζονται μαζί μας ό,τι έχουμε. Στους συγγενείς, επίσης, και σ᾽ αυτούς που ανήκουν στην ίδια με μας φυλή, στους συμπολίτες μας και σε όλους τους άλλους πρέπει πάντοτε να προσπαθούμε να απονέμουμε αυτό που τους ανήκει και τους ταιριάζει, και να σταθμίζουμε τα δεδομένα του καθενός από την άποψη της οικειότητας, αλλά και της αρετής ή χρησιμότητάς τους. Η σχετική κρίση είναι ευκολότερη, αν πρόκειται για άτομα της ίδιας κατηγορίας, και πιο κοπιαστική, αν πρόκειται για άτομα διαφορετικής κατηγορίας. Όμως αυτό δεν είναι λόγος για να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια· ίσα ίσα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να κάνουμε τους απαραίτητους προσδιορισμούς. |