[7] Ενσχέσει με τις ηδονές και τις λύπες που σχετίζονται με τις αισθήσεις της αφής και της γεύσης· ενσχέσει, επίσης, με την επιθυμία αυτών των ηδονών και την αποφυγή των αντίστοιχων λυπών (έχουμε ήδη πει ότι όλα αυτά αποτελούν τον χώρο της ακολασίας και της σωφροσύνης), είναι δυνατό να είναι κανείς έτσι καμωμένος ώστε από τη μια να νικιέται ακόμη και εκεί όπου οι περισσότεροι αναδεικνύονται νικητές και από την άλλη να νικάει εκεί που οι περισσότεροι εμφανίζονται αδύναμοι. Από τις περιπτώσεις αυτές αυτοί που έχουν σχέση με τις ηδονές είναι ο ακρατής και ο εγκρατής, ενώ αυτοί που έχουν σχέση με τις λύπες είναι ο μαλθακός και ο καρτερικός. Ανάμεσά τους βρίσκεται η έξη που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ανθρώπων, μολονότι η κλίση τους είναι πιο πολύ προς τις χειρότερες έξεις. Δεδομένου ότι κάποιες ηδονές είναι «αναγκαίες», ενώ κάποιες άλλες όχι· δεδομένου, επίσης, ότι οι πρώτες είναι «αναγκαίες» ως κάποιο σημείο, ενώ οι υπερβολές τους δεν είναι «αναγκαίες», ούτε και οι ελλείψεις τους· δεδομένου, τέλος, ότι το ίδιο συμβαίνει με τις επιθυμίες και τις λύπες· με δεδομένα λοιπόν όλα αυτά ο άνθρωπος που κυνηγάει τις υπερβολές των ευχάριστων πραγμάτων ή κυνηγάει τις «αναγκαίες» ηδονές ως την υπερβολή με δική του επιλογή και προτίμηση, και που τις κυνηγάει γι᾽ αυτές τις ίδιες και όχι για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, ο άνθρωπος αυτός είναι ακόλαστος· γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος πρέπει να μην έχει την παραμικρή τάση για μεταμέλεια, και επομένως είναι ανίατος· ο αμεταμέλητος, πράγματι, άνθρωπος είναι ανίατος. Αντίθετος με αυτόν είναι ο ελλιπής στην επιδίωξη των ηδονών· στη μέση βρίσκεται ο σώφρων άνθρωπος. Παρόμοια και ο άνθρωπος που αποφεύγει τις σωματικές λύπες, όχι γιατί καταβάλλεται από αυτές, αλλά γιατί αυτή είναι η επιλογή και προτίμησή του. Από αυτούς που δεν ενεργούν έτσι από δική τους επιλογή και προτίμηση άλλος παρασύρεται από την ηδονή και άλλος γιατί θέλει να αποφύγει τη λύπη που προέρχεται από τη μη ικανοποίηση της επιθυμίας του — τα δύο, επομένως, είδη διαφέρουν μεταξύ τους. Σε όλους θα φαινόταν χειρότερος ο άνθρωπος που κάνει κάτι το επονείδιστο δίχως να κατέχεται από καμιά επιθυμία ή, έστω, έχοντας μια αδύναμη επιθυμία παρά αν έκανε την πράξη αυτή κάτω από την πίεση μιας πολύ δυνατής επιθυμίας· το ίδιο και ο άνθρωπος που χτυπάει κάποιον δίχως να είναι θυμωμένος παρά αυτός που το κάνει θυμωμένος· αλήθεια, τί θα έκανε, αν ήταν κυριευμένος από πάθος; Αυτός είναι ο λόγος που ο ακόλαστος είναι χειρότερος από τον ακρατή. Από τους δύο λοιπόν τύπους ανθρώπων για τους οποίους μιλήσαμε η μία περίπτωση είναι μάλλον περίπτωση μαλθακότητας· ο άλλος είναι ο ακόλαστος. Ο αντίθετος του ακρατούς είναι ο εγκρατής, και του μαλθακού ο καρτερικός: «είμαι καρτερικός» θα πει «αντέχω, υπομένω», ενώ «είμαι εγκρατής» θα πει «είμαι κύριος, νικώ» και είναι, βέβαια, άλλο πράγμα το «αντέχω» και το «είμαι κύριος», όπως είναι άλλο πράγμα το «δεν νικιέμαι» και το «νικώ» γι᾽ αυτό και η εγκράτεια είναι προτιμότερη [1150b] από την καρτερία. Ο άνθρωπος που είναι ελλιπής σε πράγματα που τα αντέχουν και μπορούν να τα αντέχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι άνθρωπος μαλθακός και τρυφηλός· γιατί και η τρυφηλότητα είναι ένα είδος μαλθακότητας. Ένας τέτοιας λογής άνθρωπος αφήνει το ιμάτιό του να σέρνεται στο έδαφος, για να μην κάνει τον κόπο να το σηκώσει και να νιώσει έτσι τη λύπη που προκαλεί αυτός ο κόπος, και όταν κάνει τον άρρωστο, δεν θεωρεί πως είναι ένας αξιολύπητος δυστυχισμένος άνθρωπος, μολονότι ο άρρωστος τον οποίο παριστάνει είναι ένας αξιολύπητος δυστυχισμένος άνθρωπος. Το ίδιο συμβαίνει και με την εγκράτεια και την ακράτεια: Αν ένας άνθρωπος νικηθεί από ισχυρές και υπερβολικές ηδονές ή λύπες, δεν υπάρχει στο πράγμα αυτό τίποτε το εκπληκτικό, τίποτε το παράξενο· ίσα ίσα, είμαστε έτοιμοι να δείξουμε κατανόηση και να συγχωρήσουμε τον άνθρωπο που υποκύπτει αφού προβάλει αντίσταση, όπως π.χ. ο Φιλοκτήτης του Θεοδέκτη, όταν χτυπήθηκε από την οχιά, ή ο Κερκύων στην Αλόπη του Καρκίνου, ή όπως εκείνοι που προσπαθούν να συγκρατήσουν το γέλιο τους και ύστερα ξεσπούν σε ακατάσχετα γέλια (τέτοια ήταν η περίπτωση του Ξενόφαντου)· το παράξενο είναι, αντίθετα, όταν κανείς νικιέται από τις ηδονές ή τις λύπες που οι πιο πολλοί έχουν τη δύναμη να τις αντέξουν, ενώ αυτός δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί σ᾽ αυτές, και αυτό όχι λόγω κάποιας κληρονομικής φυσικής ιδιότητας ή λόγω κάποιας αρρώστιας, σαν την κληρονομική μαλθακότητα των βασιλιάδων της Σκυθίας ή σαν αυτήν που κάνει το θηλυκό γένος να διακρίνεται από το αρσενικό. Γενική είναι η πίστη ότι ακόλαστος είναι και ο άνθρωπος που αγαπάει τα παιχνίδια και τις διασκεδάσεις, στην πραγματικότητα όμως αυτός είναι ένας μαλθακός άνθρωπος. Γιατί τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις δεν είναι παρά μια χαλάρωση, δεδομένου ότι είναι μια ξεκούραση· ο άνθρωπος, πάντως, που αγαπάει τα παιχνίδια και τις διασκεδάσεις είναι ένας από αυτούς που ξεπερνούν ως προς αυτό τα όρια. Το ένα είδος της ακράτειας είναι η παρορμητικότητα, το άλλο η αδυναμία: οι πρώτοι, αφού πάρουν, ύστερα από σκέψη, μια απόφαση, δεν μένουν σταθεροί στην απόφασή τους λόγω του πάθους τους, ενώ οι άλλοι, ακριβώς γιατί δεν έχουν σκεφτεί και δεν έχουν πάρει καμιά απόφαση, άγονται και φέρονται από το πάθος τους· σαν τους ανθρώπους, πράγματι, που δεν γαργαλίζονται επειδή έχουν προετοιμάσει τον εαυτό τους για το γαργάλισμα, το ίδιο κάποιοι άνθρωποι, έχοντας προαντιληφθεί και προβλέψει τα πράγματα και έχοντας προετοιμάσει τον εαυτό τους και τη λογική τους δεν καταβάλλονται από το πάθος, είτε ευχάριστο είναι είτε δυσάρεστο. Κατά κύριο, πάντως, λόγο ακρατείς του είδους της παρορμητικής ακράτειας είναι οι ζωηροί και ευέξαπτοι άνθρωποι: οι πρώτοι λόγω της βιασύνης τους και οι δεύτεροι λόγω της ορμητικότητάς τους δεν περιμένουν να ακούσουν τη φωνή της λογικής, καθώς έχουν την τάση να ακολουθούν τις εντυπώσεις που τους προσφέρουν οι αισθήσεις τους. |