Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (720-765)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


720 ΧΟ. πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον [στρ. α ]
θεόν, οὐ θεοῖς ὁμοίαν,
παναληθῆ, κακόμαντιν,
πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν
τελέσαι τὰς περιθύμους
725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος·
παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει.

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ [ἀντ. α]
Χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος,
κτεάνων χρηματοδαίτας
730 πικρός, ὠμόφρων σίδαρος,
χθόνα ναίειν διαπήλας
ὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειν,
τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους.

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως [στρ. β]
735 αὐτοδάικτοι θάνω-
σι, καὶ γαΐα κόνις
πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον,
τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι,
τίς ἄν σφε λούσειεν; ὦ
740 πόνοι δόμων νέοι παλαι-
οῖσι συμμιγεῖς κακοῖς.

παλαιγενῆ γὰρ λέγω [ἀντ. β]
παρβασίαν ὠκύποι-
νον, αἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον
745 μένειν, Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιος
βίᾳ, τρὶς εἰπόντος ἐν
μεσομφάλοις Πυθικοῖς
χρηστηρίοις θνῄσκοντα γέν-
νας ἄτερ σῴζειν πόλιν.

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φιλᾶν ἀβουλιᾶν [στρ. γ]
ἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷ,
πατροκτόνον Οἰδιπόδαν,
ὅστε ματρὸς ἁγνὰν
σπείρας ἄρουραν, ἵν᾽ ἐτράφη,
755 ῥίζαν αἱματόεσσαν
ἔτλα· παράνοια συνᾶγε
νυμφίους φρενώλης.

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγει· [ἀντ. γ]
τὸ μὲν πίτνον, ἄλλο δ᾽ ἀείρει
760 τρίχαλον, καὶ περὶ πρύμ-
ναν πόλεως καχλάζει.
μεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγου
τείνει, πύργος ἐν εὔρει.
δέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι
765 μὴ πόλις δαμασθῇ.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
720Τρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρα
τη φριχτή θεά, που με θεούς δε μοιάζει,
την αλάθευτη της συμφοράς μηνύτρα
Ερινύα, που ενός γονιού η κατάρα κράζει,
μην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλει
πόκαμε στο νου του ο Οιδίποδας τη βλάβη·
γιατ᾽ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά του
μες στ᾽ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου.

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος, που ήρθε
από της Σκυθίας —ο Χάλυβας— τα μέρη,
που κλερονομιές και χτήματα μοιράζει,
730ο σκληρόκαρδος, με σίδερο στο χέρι
και τα ζάρια του μ᾽ απόφαση τινάζει,
τόση να κρατούν στην κατοχή τους χώρα
όσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμένοι,
τους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι.

Κι όταν θα πέσουν νεκροί
ο ένας απ᾽ τ᾽ άλλου σφαγμένος το χέρι
και το μαυρόπηχτο το αίμα τους πιει
το ξερό χώμα της γης,
ποιός καθαρμούς θα προσφέρει;
ποιός θα τους λούσει;
740ω των σπιτιών τους νέες συμφορές
που σ᾽ ένα σμίγετε με τις παλιές!

Την αμαρτία λογιάζω την παλιά
τη γοργοπληρωμένη, μα που μένει
ακόμα κι ώς την τρίτη τη γενιά:
όταν ο Λάιος στο πείσμα
του Απόλλωνα, που του ᾽πε τρεις φορές
απ᾽ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά,
αν θέλ᾽ η Θήβα να σωθεί από συμφορές,
να μην αφήσει πίσω του παιδιά.

750Μ᾽ απ᾽ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμα
και γέννησε τον ίδιο θάνατό του,
τον πατροχτόνο γιο του
Οιδίποδα, που τόλμησε
μες στο ιερό της μάνας του χωράφι,
που η ύπαρξή του εθράφη,
ρίζα να σπείρει στο αίμα ποτισμένη.
—Μια τρέλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρους
σ᾽ ώρα οργισμένη!

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορές
το ᾽να της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο
τρίκορφο πιο μεγάλο
760σηκώνεται, που ολόγυρα
στην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζει,
ενώ στη μέση βάζει
το φτενό ο πύργος φράχτη μου γι᾽ απαντοχή μας·
και τρέμω, με τους βασιλιάδες της
κι η πόλη μη χαθεί η δική μας.