Από τα θέματα για τα οποία εκφράσαμε την πρόθεσή μας να μιλήσουμε, μένουν για εξέταση δύο ακόμη· α) Ποιός από τους δύο αδικεί: αυτός που κατά τη διανομή δίνει στον άλλον —παρόλο ότι δεν το αξίζει— το μεγαλύτερο μερίδιο, ή μήπως αυτός που δέχεται το μερίδιο αυτό; β) Είναι δυνατό να αδικήσει κανείς τον ίδιο τον εαυτό του; Γιατί, αν ισχύει το πρώτο ενδεχόμενο από αυτά που περιλαμβάνονται στο πρώτο ερώτημα και αδικεί αυτός που δίνει κατά τη διανομή το μεγαλύτερο μερίδιο και όχι αυτός που το δέχεται, τότε, αν δίνει κανείς στον άλλον μεγαλύτερο μερίδιο από ό,τι στον εαυτό του και αυτό το κάνει εν γνώσει του και με τη θέλησή του, αυτός αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του, και αυτό το κάνουν, ως γνωστόν, οι μετρημένοι άνθρωποι· γιατί ο καλός και σωστός άνθρωπος έχει την τάση να κρατάει για τον εαυτό του τα λιγότερα. Ή μήπως δεν είναι ούτε αυτό απόλυτα αληθινό; Γιατί μπορεί, αν το φέρει η περίσταση, να κρατήσει για τον εαυτό του το μεγαλύτερο μερίδιο από κάποιο άλλο αγαθό, από τη δόξα π.χ. ή από το γενικά ωραίο και καλό. Ο ορισμός, επίσης, που δώσαμε για το «αδικώ» βοηθάει και αυτός στο να λυθεί η δυσκολία· δεν παθαίνει, πράγματι, ο άνθρωπος αυτός τίποτε αντίθετο προς τη θέλησή του, και άρα δεν αδικείται εξαιτίας αυτής της πράξης του· το πολύ πολύ βλάπτεται μόνο. Είναι επίσης φανερό ότι αδικεί αυτός που κάνει τη διανομή, και όχι πάντοτε αυτός που αποδέχεται το μεγαλύτερο μερίδιο· γιατί δεν αδικεί αυτός που έχει τυχόν κάνει μια άδικη πράξη, αλλά αυτός που την κάνει με τη θέλησή του, αυτός δηλαδή στον οποίο η πράξη έχει την αρχή της — στην περίπτωσή μας αυτός που κάνει τη διανομή, όχι ο αποδέκτης. Επίσης: Δεδομένου ότι η λέξη «κάνω» λέγεται με πολλές σημασίες και είναι, κατά κάποιον τρόπο, δυνατό να πούμε ότι και τα άψυχα πράγματα σκοτώνουν, όπως επίσης ένα χέρι ή ένας δούλος που ενεργεί σύμφωνα με την εντολή του αφεντικού του, τότε και ο άνθρωπος για τον οποίο μιλούμε δεν αδικεί, έστω και αν κάνει πράγματα που είναι άδικα. Επίσης: Αν έκρινε ενώ βρισκόταν σε κατάσταση άγνοιας, δεν αδικεί κατά το νομικό δίκαιο, ούτε είναι άδικη κατά το νομικό δίκαιο η κρίση του, και όμως με ένα άλλο νόημα είναι άδικη· γιατί το νομικό δίκαιο και το πρωταρχικό δίκαιο είναι δύο διαφορετικά πράγματα· αν όμως έκρινε άδικα εν γνώσει του, [1137a] διεκδικεί και ο ίδιος για τον εαυτό του ένα μεγάλο μερίδιο ευγνωμοσύνης ή εκδίκησης. Είναι λοιπόν σαν να μοιράζεται κανείς με τον κερδισμένο το προϊόν της άδικης πράξης, και αυτός που για τέτοιους λόγους πήρε μιαν άδικη απόφαση διασφαλίζει το δικό του συμφέρον· και είναι το ίδιο, αν έχοντας με την απόφαση του παραχωρήσει σ᾽ εκείνον ένα χωράφι, δεν παίρνει ο ίδιος χωράφι αλλά χρήματα. Οι άνθρωποι, τώρα, πιστεύουν ότι το να αδικούν είναι κάτι που εξαρτάται από τους ίδιους, και ότι, γι᾽ αυτό, το να είναι δίκαιοι είναι εύκολο πράγμα. Το πράγμα δεν είναι όμως έτσι· γιατί το να συνευρεθούν με τη γυναίκα του γείτονα είναι εύκολο πράγμα και, σίγουρα, κάτι που εξαρτάται από αυτούς, όπως και το να χτυπήσουν τον διπλανό τους ή να βάλουν στο χέρι κάποιου χρήματα· το να κάνουν όμως τα πράγματα αυτά ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, ούτε εύκολο πράγμα είναι ούτε και κάτι που εξαρτάται από αυτούς. Παρόμοια πιστεύουν ότι δεν είναι καμιά ιδιαίτερη σοφία το να ξέρουν τί είναι δίκαιο και τί είναι άδικο: δεν είναι δα δύσκολο πράγμα να καταλάβουν τα πράγματα για τα οποία μιλούν οι νόμοι! Μόνο που τα δίκαια δεν είναι αυτά, παρά μόνο κατά σύμπτωση. Το πώς πρέπει να ενεργεί κανείς, το πώς πρέπει να κάνει τις διανομές για να ενεργεί δίκαια, αυτό είναι πιο δύσκολο από το να ξέρει τί κάνει καλό στην υγεία· γιατί και εκεί το να ξέρει κανείς για το μέλι, για το κρασί, για τον ελλέβορο, για τον καυτηριασμό ή για την τομή είναι εύκολο πράγμα, το να ξέρει όμως πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται όλα αυτά, σε ποιόν και πότε, για να είναι ωφέλιμα στην υγεία, αυτό είναι τόσο δύσκολο πράγμα όσο και το να είναι κανείς γιατρός. Από την ίδια γνώμη ξεκινώντας πιστεύουν ότι και ο δίκαιος άνθρωπος μπορεί να κάνει άλλο τόσο άδικες πράξεις, γιατί και αυτός μπορεί, λένε, όχι λιγότερο, ίσα ίσα και περισσότερο, να κάνει καθεμιά από τις πράξεις αυτές: να συνευρεθεί με μια γυναίκα ή να χτυπήσει κάποιον· το ίδιο και ο ανδρείος: να πετάξει την ασπίδα του ή να στρέψει τα νώτα του και να τρέχει προς τα εδώ ή προς τα εκεί. Μόνο που «είναι κανείς δειλός» ή «είναι κανείς άδικος» δεν θα πει «κάνει αυτές τις πράξεις» (αυτές οι πράξεις γίνονται και κατά σύμπτωση), αλλά «κάνει αυτές τις πράξεις ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα» — ακριβώς όπως «ασκώ το ιατρικό επάγγελμα» ή «γιατρεύω» δεν θα πει «κάνω ή δεν κάνω τομές», «ορίζω ή δεν ορίζω φάρμακα», αλλά «τα κάνω όλα αυτά με έναν ορισμένο τρόπο». Αρχές και πράξεις δικαιοσύνης βρίσκουμε σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν μετοχή σε πράγματα καθεαυτά καλά και οι οποίοι μπορούν να παρουσιάζουν ως προς αυτά υπερβολή ή έλλειψη· γιατί σε κάποιους (ίσως, επιπαραδείγματι, στους θεούς) δεν μπορεί να υπάρχει υπερβολή ως προς αυτά, ενώ για άλλους και η παραμικρότερη ποσότητα από αυτά δεν είναι χρήσιμη και ωφέλιμη (είναι η περίπτωση των αθεράπευτα κακών): γι᾽ αυτούς όλα αυτού του είδους τα αγαθά είναι βλαβερά· για κάποιους άλλους, τέλος, είναι χρήσιμα και ωφέλιμα με τον όρο να μη ξεπερνούν κάποιο όριο. Και είναι αυτός ο λόγος που οι αρχές και οι πράξεις δικαιοσύνης είναι, στην πραγματικότητα, κάτι το ανθρώπινο. |