Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1135a-1136a)

[VIII] Ὄντων δὲ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων τῶν εἰρημένων, ἀδικεῖ μὲν καὶ δικαιοπραγεῖ ὅταν ἑκών τις αὐτὰ πράττῃ· ὅταν δ᾽ ἄκων, οὔτ᾽ ἀδικεῖ οὔτε δικαιοπραγεῖ ἀλλ᾽ ἢ κατὰ συμβεβηκός· οἷς γὰρ συμβέβηκε δικαίοις εἶναι ἢ ἀδίκοις, πράττουσιν. ἀδίκημα δὲ καὶ δικαιοπράγημα ὥρισται τῷ ἑκουσίῳ καὶ ἀκουσίῳ· ὅταν γὰρ ἑκούσιον ᾖ, ψέγεται, ἅμα δὲ καὶ ἀδίκημα τότ᾽ ἐστίν· ὥστ᾽ ἔσται τι ἄδικον μὲν ἀδίκημα δ᾽ οὔπω, ἂν μὴ τὸ ἑκούσιον προσῇ. λέγω δ᾽ ἑκούσιον μέν, ὥσπερ καὶ πρότερον εἴρηται, ὃ ἄν τις τῶν ἐφ᾽ αὑτῷ ὄντων εἰδὼς καὶ μὴ ἀγνοῶν πράττῃ μήτε ὃν μήτε ᾧ μήτε οὗ ‹ἕνεκα›, οἷον τίνα τύπτει καὶ τίνι καὶ τίνος ἕνεκα, κἀκείνων ἕκαστον μὴ κατὰ συμβεβηκὸς μηδὲ βίᾳ (ὥσπερ εἴ τις λαβὼν τὴν χεῖρα αὐτοῦ τύπτοι ἕτερον, οὐχ ἑκών· οὐ γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ)· ἐνδέχεται δὲ τὸν τυπτόμενον πατέρα εἶναι, τὸν δ᾽ ὅτι μὲν ἄνθρωπος ἢ τῶν παρόντων τις γινώσκειν, ὅτι δὲ πατὴρ ἀγνοεῖν· ὁμοίως δὲ τὸ τοιοῦτον διωρίσθω καὶ ἐπὶ τοῦ οὗ ἕνεκα, καὶ περὶ τὴν πρᾶξιν ὅλην. τὸ δὴ ἀγνοούμενον, ἢ μὴ ἀγνοούμενον μὲν μὴ ἐπ᾽ αὐτῷ δ᾽ ὄν, ἢ βίᾳ, ἀκούσιον. πολλὰ γὰρ καὶ τῶν φύσει ὑπαρχόντων εἰδότες [1135b] καὶ πράττομεν καὶ πάσχομεν, ὧν οὐθὲν οὔθ᾽ ἑκούσιον οὔτ᾽ ἀκούσιόν ἐστιν, οἷον τὸ γηρᾶν ἢ ἀποθνήσκειν. ἔστι δ᾽ ὁμοίως ἐπὶ τῶν ἀδίκων καὶ τῶν δικαίων καὶ τὸ κατὰ συμβεβηκός· καὶ γὰρ ἂν τὴν παρακαταθήκην ἀποδοίη τις ἄκων καὶ διὰ φόβον, ὃν οὔτε δίκαια πράττειν οὔτε δικαιοπραγεῖν φατέον ἀλλ᾽ ἢ κατὰ συμβεβηκός. ὁμοίως δὲ καὶ τὸν ἀναγκαζόμενον καὶ ἄκοντα τὴν παρακαταθήκην μὴ ἀποδιδόντα κατὰ συμβεβηκὸς φατέον ἀδικεῖν καὶ τὰ ἄδικα πράττειν. τῶν δὲ ἑκουσίων τὰ μὲν προελόμενοι πράττομεν τὰ δ᾽ οὐ προελόμενοι, προελόμενοι μὲν ὅσα προβουλευσάμενοι, ἀπροαίρετα δὲ ὅσ᾽ ἀπροβούλευτα. τριῶν δὴ οὐσῶν βλαβῶν τῶν ἐν ταῖς κοινωνίαις, τὰ μὲν μετ᾽ ἀγνοίας ἁμαρτήματά ἐστιν, ὅταν μήτε ὃν μήτε ὃ μήτε ᾧ μήτε οὗ ἕνεκα ὑπέλαβε πράξῃ· ἢ γὰρ οὐ βάλλειν ἢ οὐ τούτῳ ἢ οὐ τοῦτον ἢ οὐ τούτου ἕνεκα ᾠήθη, ἀλλὰ συνέβη οὐχ οὗ ἕνεκα ᾠήθη, οἷον οὐχ ἵνα τρώσῃ ἀλλ᾽ ἵνα κεντήσῃ, ἢ οὐχ ὅν, ἢ οὐχ ᾧ. ὅταν μὲν οὖν παραλόγως ἡ βλάβη γένηται, ἀτύχημα· ὅταν δὲ μὴ παραλόγως, ἄνευ δὲ κακίας, ἁμάρτημα (ἁμαρτάνει μὲν γὰρ ὅταν ἡ ἀρχὴ ἐν αὐτῷ ᾖ τῆς αἰτίας, ἀτυχεῖ δ᾽ ὅταν ἔξωθεν)· ὅταν δὲ εἰδὼς μὲν μὴ προβουλεύσας δέ, ἀδίκημα, οἷον ὅσα τε διὰ θυμὸν καὶ ἄλλα πάθη, ὅσα ἀναγκαῖα ἢ φυσικὰ συμβαίνει τοῖς ἀνθρώποις· ταῦτα γὰρ βλάπτοντες καὶ ἁμαρτάνοντες ἀδικοῦσι μέν, καὶ ἀδικήματά ἐστιν, οὐ μέντοι πω ἄδικοι διὰ ταῦτα οὐδὲ πονηροί· οὐ γὰρ διὰ μοχθηρίαν ἡ βλάβη· ὅταν δ᾽ ἐκ προαιρέσεως, ἄδικος καὶ μοχθηρός. διὸ καλῶς τὰ ἐκ θυμοῦ οὐκ ἐκ προνοίας κρίνεται· οὐ γὰρ ἄρχει ὁ θυμῷ ποιῶν, ἀλλ᾽ ὁ ὀργίσας. ἔτι δὲ οὐδὲ περὶ τοῦ γενέσθαι ἢ μὴ ἀμφισβητεῖται, ἀλλὰ περὶ τοῦ δικαίου· ἐπὶ φαινομένῃ γὰρ ἀδικίᾳ ἡ ὀργή ἐστιν. οὐ γὰρ ὥσπερ ἐν τοῖς συναλλάγμασι περὶ τοῦ γενέσθαι ἀμφισβητοῦσιν, ὧν ἀνάγκη τὸν ἕτερον εἶναι μοχθηρόν, ἂν μὴ διὰ λήθην αὐτὸ δρῶσιν· ἀλλ᾽ ὁμολογοῦντες περὶ τοῦ πράγματος, περὶ δὲ τοῦ ποτέρως δίκαιον ἀμφισβητοῦσιν (ὁ δ᾽ ἐπιβουλεύσας οὐκ ἀγνοεῖ), ὥστε ὃ μὲν οἴεται ἀδικεῖσθαι, [1136a] ὃ δ᾽ οὔ. ἐὰν δ᾽ ἐκ προαιρέσεως βλάψῃ, ἀδικεῖ· καὶ κατὰ ταῦτ᾽ ἤδη τὰ ἀδικήματα ὁ ἀδικῶν ἄδικος, ὅταν παρὰ τὸ ἀνάλογον ἢ παρὰ τὸ ἴσον. ὁμοίως δὲ καὶ δίκαιος, ὅταν προελόμενος δικαιοπραγῇ· δικαιοπραγεῖ δέ, ἂν μόνον ἑκὼν πράττῃ. τῶν δ᾽ ἀκουσίων τὰ μέν ἐστι συγγνωμονικὰ τὰ δ᾽ οὐ συγγνωμονικά. ὅσα μὲν γὰρ μὴ μόνον ἀγνοοῦντες ἀλλὰ καὶ δι᾽ ἄγνοιαν ἁμαρτάνουσι, συγγνωμονικά, ὅσα δὲ μὴ δι᾽ ἄγνοιαν, ἀλλ᾽ ἀγνοοῦντες μὲν διὰ πάθος δὲ μήτε φυσικὸν μήτ᾽ ἀνθρώπινον, οὐ συγγνωμονικά.

[8] Αφού λοιπόν τα δίκαια και τα άδικα είναι όπως τα περιγράψαμε πιο πάνω, ένας άνθρωπος κάνει άδικες ή δίκαιες πράξεις, όταν τις κάνει με τη θέληση του· όταν τις κάνει χωρίς τη θέλησή του, τότε δεν κάνει ούτε άδικη ούτε δίκαιη πράξη παρά μόνο στην τύχη και όπως το φέρουν οι περιστάσεις: οι άνθρωποι αυτοί κάνουν πράγματα που απλώς τυχαίνει να είναι δίκαια ή άδικα. Μια πράξη χαρακτηρίζεται άδικη ή δίκαιη με βάση το αν γίνεται με τη θέληση ή χωρίς τη θέληση του ατόμου. Αν γίνεται με τη θέλησή του, η πράξη ψέγεται, συγχρόνως όμως είναι τότε και μια άδικη πράξη· έτσι μπορεί κάτι να είναι άδικο, όχι όμως ακόμη άδικη πράξη, αν δεν υπάρχει επιπλέον και αυτό το στοιχείο, να έχει γίνει δηλαδή με τη θέληση του ατόμου. Όταν λέω «με τη θέληση του ατόμου», εννοώ —όπως το είπαμε και πιο πάνω— μια πράξη που η εκτέλεσή της εξαρτάται από το ίδιο το άτομο και που το άτομο την κάνει με πλήρη γνώση, μη αγνοώντας δηλαδή ούτε το πρόσωπο με το οποίο σχετίζεται η πράξη του, ούτε με τί την κάνει, ούτε σε τί αποβλέποντας την κάνει (π.χ. ποιόν χτυπάει, με τί τον χτυπάει και σε τί αποβλέποντας τον χτυπάει)· επίσης τίποτε από όλα αυτά να μην έχει γίνει ούτε συμπτωματικά ούτε με τη βία (αν, επιπαραδείγματι, ένας πάρει το χέρι ενός δεύτερου και με αυτό χτυπάει έναν τρίτο, ο δεύτερος δεν ενεργεί με τη θέλησή του· γιατί η πράξη αυτή δεν εξαρτάται από αυτόν τον ίδιο). Από την άλλη, αυτός που δέχτηκε το χτύπημα μπορεί να ήταν ο πατέρας του, και αυτός που έδωσε το χτύπημα μπορεί να ήξερε ότι αυτός τον οποίο χτύπησε ήταν κάποιος άνθρωπος ή κάποιος από τους παρόντες, να μην ήξερε όμως ότι ήταν ο πατέρας του. Ανάλογα μπορούν να ειπωθούν και ενσχέσει με το σε τί αποβλέπει η πράξη, καθώς και για την πράξη στο σύνολό της. Επομένως: Ό,τι γίνεται από άγνοια, ή δεν γίνεται μεν από άγνοια, είναι όμως ανώτερο από τις δυνάμεις μας, καθώς και ό,τι γίνεται με την επιβολή βίας, είναι ακούσιο. Γιατί υπάρχουν πολλά φυσικά πράγματα [1135b] που τα κάνουμε ή μας συμβαίνουν με πλήρη γνώση μας, που κανένα τους όμως δεν είναι ούτε εκούσιο ούτε ακούσιο, όπως το ότι γερνούμε ή το ότι πεθαίνουμε. Το να ενεργεί, πάντως, κανείς όπως το φέρουν οι περιστάσεις είναι κάτι που συμβαίνει το ίδιο και στις άδικες και στις δίκαιες πράξεις. Μπορεί, επιπαραδείγματι, κάποιος να επιστρέψει μια παρακαταθήκη χωρίς τη θέλησή του και λόγω φόβου: δεν θα πούμε τότε γι᾽ αυτόν ότι κάνει αυτό που είναι δίκαιο ή ότι εκτελεί μια πράξη δικαιοσύνης· το μόνο που θα πούμε είναι ότι κάνει το σωστό επειδή του το επιβάλλουν οι περιστάσεις στις οποίες βρέθηκε. Το ίδιο και για εκείνον που κάτω από πίεση και χωρίς τη θέλησή του δεν επιστρέφει την παρακαταθήκη: θα πούμε γι᾽ αυτόν ότι αδικεί και κάνει άδικη πράξη εξαιτίας των περιστάσεων στις οποίες βρέθηκε.
Από τις πράξεις, τώρα, που κάνουμε με τη θέλησή μας κάποιες τις κάνουμε με δική μας επιλογή και προτίμηση και άλλες δίχως δική μας επιλογή και προτίμηση: με δική μας επιλογή και προτίμηση αυτές που τις σκεφτήκαμε και τις μελετήσαμε από πριν, δίχως δική μας επιλογή και προτίμηση αυτές που δεν τις μελετήσαμε από πριν.
Καθώς λοιπόν είναι τριών ειδών οι βλάβες που προκαλούνται στους πολίτες κατά τις μεταξύ τους σχέσεις, αυτές που προϋποθέτουν άγνοια είναι σφάλματα: είναι η περίπτωση που το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη, ή η ίδια η πράξη, ή το όργανο που χρησιμοποιείται, ή ο σκοπός της πράξης δεν είναι αυτά που νόμιζε ο δράστης· μπορεί, επιπαραδείγματι, να πίστευε ή ότι δεν χτύπησε κανέναν ή ότι δεν τον χτύπησε με αυτό το όργανο, ή ότι δεν χτύπησε αυτό το πρόσωπο, ή ότι δεν τον χτύπησε γι᾽ αυτόν τον σκοπό, αλλά έτυχε να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που ο ίδιος σκόπευε να κάνει, όχι π.χ. για να τον τραυματίσει, αλλά για να τον κεντρίσει και να τον πονέσει, ή ότι δεν είχε στον νου του αυτό το πρόσωπο ή αυτό το όργανο. Όταν λοιπόν η βλάβη γίνει αντίθετα προς κάθε λογική προσδοκία, είναι ατύχημα· όταν όμως δεν γίνει αντίθετα προς τις λογικές προσδοκίες, γίνει, πάντως, δίχως κακία, είναι σφάλμα (ένας άνθρωπος κάνει σφάλμα, όταν η αιτία που τον οδηγεί σ᾽ αυτό βρίσκεται μέσα του· ατύχημα υπάρχει, όταν η αιτία αυτή έρχεται από έξω)· όταν, πάλι, προκαλεί κανείς τη βλάβη εν γνώσει του, χωρίς όμως να το έχει σκεφτεί και να το έχει μελετήσει από πριν, τότε είναι αδίκημα· αδικήματα είναι, επιπαραδείγματι, οι βλάβες που προκαλούνται στους άλλους από θυμό ή από άλλα πάθη που σχετίζονται με τις ανάγκες του ανθρώπου ή έχουν την αρχή τους στη φύση: προκαλώντας οι άνθρωποι αυτές τις βλάβες στους άλλους και κάνοντας αυτά τα σφάλματα αδικούν, βέβαια, και είναι όλα αυτά αδικήματα, δεν είναι όμως ακόμη εξαιτίας τους άδικοι ούτε κακού χαρακτήρα άνθρωποι· ο λόγος είναι ότι η βλάβη που προκαλούν δεν οφείλεται σε κακία· αν όμως κανείς προκαλεί την βλάβη από προσωπική του επιλογή και προτίμηση, τότε είναι άδικος και κακός. Γι᾽ αυτό και είναι σωστό που στα δικαστήρια οι πράξεις που οφείλονται στον θυμό δεν κρίνονται ως πράξεις που έγιναν από προμελέτη: στην αρχή της πράξης δεν βρίσκεται αυτός που ενεργεί με οργή, αλλά αυτός που τον εξόργισε. Εξάλλου το ερώτημα που τίθεται στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι αν έγινε ή δεν έγινε η πράξη, αλλά αν ήταν δίκαιη, δεδομένου ότι οργίζεται κανείς εναντίον μιας ενέργειας που του φαίνεται πως είναι άδικη. Στις περιπτώσεις, πράγματι, αυτές η αμφισβήτηση δεν είναι για το αν έγινε η πράξη (όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις οικονομικών συναλλαγών, όπου ο ένας από τους δύο δεν μπορεί παρά να είναι κακός άνθρωπος, εκτός και αν ό,τι κάνει το κάνει λόγω λήθης), αλλά, συμφωνώντας για το πράγμα, συζητούν για το σε ποιά από τις δύο πλευρές βρίσκεται το δίκαιο: ο ένας θεωρεί ότι αδικήθηκε, [1136a] ο άλλος δεν είναι αυτής της γνώμης (αυτός, βέβαια, που σχεδίασε την επιθετική ενέργεια δεν είναι σε άγνοια).
Αν όμως κάποιος προκαλέσει σε κάποιον άλλον βλάβη ύστερα από επιλογή και προτίμηση, αυτός αδικεί· και σ᾽ αυτά όμως τα αδικήματα, τότε, στην πραγματικότητα, είναι άδικος αυτός που τα διαπράττει, όταν παραβαίνει την αναλογία ή την ισότητα. Με τον ίδιο τρόπο ένας άνθρωπος είναι δίκαιος, όταν κάνει πράξεις δικαιοσύνης ύστερα από επιλογή και προτίμηση — πράξεις δικαιοσύνης κάνει, μόνο αν τις κάνει με τη θέλησή του.
Από τις ακούσιες, τώρα, άδικες πράξεις άλλες είναι άξιες συγγνώμης και άλλες όχι. Άξια συγγνώμης είναι τα σφάλματα που κάνει κανείς όχι μόνο σε κατάσταση άγνοιας, αλλά και λόγω της άγνοιας· αντίθετα, αυτά που κάνει όχι από άγνοια, αλλά σε κατάσταση άγνοιας εξαιτίας κάποιου πάθους που ούτε φυσικό ούτε ανθρώπινο είναι, αυτά δεν είναι άξια συγγνώμης.