[4] Το άλλο είναι το διορθωτικό, αυτό που προκύπτει στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, είτε αυτές που αναπτύσσονται με τη θέλησή τους είτε αυτές που αναπτύσσονται χωρίς τη θέλησή τους. Αυτό το δίκαιο έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο. Γιατί το δίκαιο που διανέμει κοινά αγαθά είναι πάντοτε σύμφωνο με την αναλογία για την οποία μιλήσαμε· γιατί ακόμη και στην περίπτωση που η διανομή γίνεται από κοινά χρηματικά αποθέματα, θα γίνει αναλογικά προς τη σχέση στην οποία βρίσκονται μεταξύ τους οι επιμέρους (συν)εισφορές· και το άδικο που είναι αντίθετο σ᾽ αυτό το είδος δικαίου είναι αυτό που βιάζει την αναλογία. Το δίκαιο όμως που σχετίζεται με τις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι, βέβαια, ένα είδος ισότητας —και το αντίστοιχο άδικο [1132a] ένα είδος ανισότητας—, όμως δεν ορίζεται σύμφωνα με εκείνο το είδος αναλογίας, αλλά σύμφωνα με την αριθμητική αναλογία. Πραγματικά, δεν υπάρχει καμιά διαφορά αν ο καλός ξεγέλασε τον κακό ή ο κακός τον καλό, ούτε αν είναι καλός ή κακός άνθρωπος αυτός που διέπραξε μοιχεία· ο νόμος κοιτάζει μόνο τον ακριβή χαρακτήρα της βλάβης, και αντιμετωπίζει τα δύο μέρη ως ίσα· το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι αν ο ένας έχει διαπράξει αδικία και ο άλλος έχει υποστεί αδικία, αν ο ένας έβλαψε και ο άλλος υπέστη βλάβη. Καθώς, επομένως, αυτή η μορφή της αδικίας είναι μια καταστρατήγηση της ισότητας, ο δικαστής προσπαθεί να αποκαταστήσει την ισότητα. Στην περίπτωση, πράγματι, που ένας δέχτηκε ένα χτύπημα από κάποιον που τον χτύπησε, ή ένας σκοτώθηκε από κάποιον που τον σκότωσε, το πάθημα και η πράξη έχουν «μοιρασθεί» άνισα· ο δικαστής λοιπόν προσπαθεί να εξισώσει την κερδισμένη πλευρά με τη χαμένη πλευρά, αφαιρώντας κάτι από το κέρδος αυτού που έκανε την άδικη πράξη. Χρησιμοποιούνται, πράγματι, γενικά στις περιπτώσεις αυτές α) η λέξη «κέρδος» — έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη αυτή δεν ταιριάζει, π.χ. γι᾽ αυτόν που έδωσε τα χτυπήματα, και β) η λέξη «ζημιά» γι᾽ αυτόν που δέχτηκε τα χτυπήματα· εν πάση περιπτώσει, όταν αποτιμηθεί αυτό που έπαθε το θύμα, στη μια περίπτωση ο λόγος είναι για «ζημιά» και στην άλλη για «κέρδος». Συμπέρασμα: Το ίσον είναι το μέσον μεταξύ του περισσότερου και του λιγότερου. Το «κέρδος» και η «ζημιά» είναι «περισσότερο» και «λιγότερο» με αντίθετο μεταξύ τους τρόπο: περισσότερο καλό και λιγότερο κακό θα πει «κέρδος», το αντίθετο είναι η «ζημιά»· το μέσον ανάμεσά τους είναι, όπως είπαμε, το ίσον, αυτό που λέμε ότι είναι το δίκαιο. Κατά συνέπεια, το επανορθωτικό δίκαιο θα είναι το μέσον μεταξύ «ζημιάς» και «κέρδους». Αυτός είναι ο λόγος που, όταν εγείρονται αμφισβητήσεις, οι άνθρωποι καταφεύγουν στον δικαστή: «πηγαίνω στον δικαστή» θα πει «πηγαίνω στο δίκαιο»· γιατί ο δικαστής είναι, στο τέλος τέλος, κάτι σαν το δίκαιο προσωποποιημένο· και ψάχνουν να βρουν τον δικαστή σαν να ψάχνουν να βρουν τον άνθρωπο που βρίσκεται στο μέσον —κάποιοι τους λένε και μεσιδίους—, πιστεύοντας πως, αν πετύχουν το μέσον, θα πετύχουν το δίκαιο. Είναι λοιπόν το δίκαιο, κατά κάποιον τρόπο, μέσον, αφού είναι μέσον και ο δικαστής. Ο δικαστής αποκαθιστά την ισότητα· είναι σαν να είχαμε μια γραμμή διαιρεμένη σε δύο άνισα μέρη και ο δικαστής να παίρνει το κομμάτι κατά το οποίο το μεγαλύτερο μέρος υπερέχει από το μισό, και το κομμάτι αυτό να το προσθέτει στο μικρότερο μέρος. Όταν όμως το όλον διαιρεθεί σε δύο ίσα μέρη, τότε οι άνθρωποι λένε ότι έχουν «το δικό τους κομμάτι», όταν δηλαδή ο καθένας έχει πάρει ίσο κομμάτι. Το ίσον είναι το μέσον μεταξύ της μεγαλύτερης και της μικρότερης γραμμής σύμφωνα με την αριθμητική αναλογία. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που λέγεται δίκαιο, επειδή είναι δίχα, σαν να έλεγε κανείς δίχαιο, και ο δικαστής διχαστής. Αν, πράγματι, πάρουμε δύο ίσες γραμμές και, αφαιρώντας από τη μία ένα κομμάτι, το προσθέσουμε στην άλλη, τότε η άλλη αυτή γραμμή γίνεται μεγαλύτερη κατά τα δύο αυτά κομμάτια. Γιατί αν απλώς αφαιρεθεί από την πρώτη, δεν προστεθεί όμως στη δεύτερη, [1132b] τότε η δεύτερη θα είναι μεγαλύτερη από την πρώτη μόνο κατά το ένα αυτό κομμάτι. Από το μέσο λοιπόν είναι μεγαλύτερη κατά το ένα αυτό κομμάτι, και το μέσον έχει γίνει μεγαλύτερο κατά το ένα αυτό κομμάτι από τη γραμμή από την οποία το κομμάτι αυτό αφαιρέθηκε. Έτσι θα ξέρουμε τί πρέπει να αφαιρέσουμε από αυτό που έγινε μεγαλύτερο και τί πρέπει να προσθέσουμε σ᾽ αυτό που έγινε μικρότερο: σ᾽ αυτό που έγινε μικρότερο πρέπει να προσθέσουμε αυτό κατά το οποίο το μέσον είναι μεγαλύτερο, και από αυτό που έγινε μεγαλύτερο πρέπει να αφαιρέσουμε αυτό κατά το οποίο είναι μεγαλύτερο από το μέσον. Ας πάρουμε τις γραμμές αα ββ γγ ίσες μεταξύ τους. Από τη γραμμή αα ας αφαιρέσουμε το κομμάτι αε, και ας το προσθέσουμε στη γραμμή γγ ως γδ, έτσι ώστε ολόκληρη η γραμμή δγγ να είναι μεγαλύτερη από τη γραμμή εα κατά τα κομμάτια γδ και γζ· άρα θα είναι μεγαλύτερη από τη γραμμή ββ κατά το κομμάτι γδ. Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες τέχνες: αυτές θα εξαφανίζονταν, αν αυτό που κάνει το ενεργούν στοιχείο σε ορισμένη ποσότητα και με ορισμένο τρόπο, δεν προσλαμβάνεται στην αντίστοιχη ποσότητα και με τον αντίστοιχο τρόπο από το πάσχον στοιχείο. Οι δύο αυτές λέξεις, «ζημιά» και «κέρδος», έχουν την αρχή τους στις συναλλαγές των ανθρώπων που γίνονται με τη θέλησή τους: «κερδίζω» θα πει «έχω πιο πολλά από αυτά που είχα», και «ζημιώνω» θα πει «έχω λιγότερα από αυτά που είχα αρχικά». Έτσι, π.χ., συμβαίνει στις αγορές και στις πωλήσεις, και γενικά σε όλες τις περιπτώσεις που ο νόμος δίνει στον κόσμο το ελεύθερο να κανονίζουν μόνοι τους τους όρους των συναλλαγών τους. Όταν όμως δεν έχουν ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα, αλλά αυτά ακριβώς που είχαν εξαρχής, τότε λένε ότι «έχουν τα δικά τους» και ότι ούτε ζημιώνουν ούτε κερδίζουν. Το δίκαιο, επομένως, είναι το μέσον ανάμεσα σ᾽ αυτά που μπορεί κανείς να ονομάσει «κέρδος» και «ζημία», και μάλιστα στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων χωρίς τη θέλησή τους· που πάει να πει ότι αυτό που έχει κανείς μετά από τη σχέση/συναλλαγή είναι ίσο με αυτό που είχε πριν από αυτήν. |