Τέτοιας λογής άνθρωπος είναι ο μεγαλόψυχος. Ο άνθρωπος που ελλείπει, είναι μικρόψυχος, αυτός που υπερβάλλει, είναι κενόδοξος. Οι άνθρωποι αυτοί δεν θεωρούνται κακοί (αφού δεν κάνουν κακό σε κανέναν), αλλά μόνο ότι η συμπεριφορά τους είναι λανθασμένη. Γιατί ο μικρόψυχος άνθρωπος, ενώ είναι άξιος καλών πραγμάτων, στερεί τον εαυτό του από αυτά των οποίων είναι άξιος· από την άποψη αυτή μοιάζει να κάνει ένα είδος κακό στον εαυτό του, με το να μη θεωρεί τον εαυτό του άξιο των καλών πραγμάτων. Μοιάζει, επίσης, να μη γνωρίζει τον εαυτό του· αλλιώς θα επιδίωκε αυτά των οποίων είναι άξιος, εφόσον αυτά είναι καλά πράγματα. Ωστόσο οι άνθρωποι αυτοί δεν θεωρούνται ανόητοι, αλλά μάλλον άτολμοι. Αυτή όμως η κακή γνώμη φαίνεται ότι στην πραγματικότητα χειροτερεύει ακόμη περισσότερο την κατάστασή τους· γιατί, ενώ ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί για τον εαυτό του αυτά των οποίων είναι άξιος, αυτοί κρατούν τον εαυτό τους μακριά από τις ωραίες πράξεις και τις ωραίες ασχολίες, με την ιδέα ότι είναι ανάξιοί τους· το ίδιο και από τα εξωτερικά αγαθά. Οι κενόδοξοι, από την άλλη, είναι ανόητοι και δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους, και όλα αυτά με τρόπο φανερό και ευδιάκριτο. Γιατί, χωρίς να είναι άξιοί τους, οι κενόδοξοι επιχειρούν πράγματα που ο κόσμος θεωρεί ότι χαρίζουν τιμή — και ύστερα έρχεται η αποκάλυψη. Στολίζονται με ρούχα, με εντυπωσιακά στολίδια και με άλλα τέτοια· θέλοντας να δείξουν στον κόσμο τα αγαθά που τους χάρισε η τύχη μιλούν γι᾽ αυτά, πιστεύοντας ότι μέσω αυτών θα εξασφαλίσουν τιμές. Η μικροψυχία, πάντως, αντιτίθεται στη μεγαλοψυχία σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η κενοδοξία: η μικροψυχία είναι κάτι συχνότερο και πιο κακό. Η μεγαλοψυχία λοιπόν, όπως το έχουμε ήδη πει, έχει σχέση με τη μεγάλη τιμή. [1125b] [4] Φαίνεται ότι στην περιοχή πάντοτε της τιμής υπάρχει, όπως το είπαμε στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος, μια ακόμη αρετή, που θα μπορούσε, λέω, να θεωρηθεί ότι έχει με τη μεγαλοψυχία παρόμοια σχέση με αυτήν που έχει η ελευθεριότητα με τη μεγαλοπρέπεια. Γιατί και οι δυο τους βρίσκονται μακριά από το μεγάλο, και μας κάνουν να έχουμε τη σωστή σχέση με τα μέτρια και τα μικρά πράγματα. Όπως στη λήψη και στη δόση χρημάτων και, γενικά, υλικών αγαθών υπάρχει μεσότητα, υπερβολή και έλλειψη, έτσι μπορεί κανείς να επιθυμεί και την τιμή περισσότερο από αυτό που πρέπει, λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά και από εκεί που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει. Ψέγουμε, πράγματι, και τον φιλόδοξο, επειδή επιθυμεί την τιμή περισσότερο από ό,τι πρέπει και από εκεί που δεν πρέπει, αλλά και τον αφιλόδοξο, επειδή δεν έχει διάθεση να τιμάται ούτε και για τις ωραίες πράξεις του. Είναι, βέβαια, και φορές που επαινούμε τον φιλόδοξο ως ανδροπρεπή και ως φίλο του ωραίου, και τον αφιλόδοξο ως άνθρωπο μετριοπαθή και σώφρονα, όπως το είπαμε και στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος. Από τη στιγμή που η έννοια «φίλος του τάδε ή του τάδε πράγματος» χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες, είναι φανερό ότι με τη λέξη «φιλόδοξος» δεν αναφερόμαστε πάντοτε στο ίδιο πράγμα, αλλά όταν τον επαινούμε, θέλουμε να πούμε ότι αγαπάει τις τιμές περισσότερο από ό,τι τις αγαπάει ο πολύς κόσμος, ενώ όταν τον ψέγουμε, θέλουμε να πούμε ότι τις αγαπάει περισσότερο από όσο πρέπει. Επειδή για τη μεσότητα δεν υπάρχει λέξη που να τη δηλώνει, τα δύο άκρα εγείρουν αξιώσεις πάνω της σαν να είναι χωρίς διεκδικητή. Όπου όμως υπάρχει υπερβολή και έλλειψη, υπάρχει και το μέσον. Οι άνθρωποι, λοιπόν, επιθυμούν την τιμή και περισσότερο από ό,τι πρέπει και λιγότερο· άρα υπάρχει και η περίπτωση να την επιθυμούν όπως πρέπει. Αυτή λοιπόν είναι η έξη που επαινείται: μια μεσότητα στον χώρο της τιμής για την οποία δεν υπάρχει λέξη που να τη δηλώνει. Σε σύγκριση με τη φιλοδοξία εμφανίζεται ως αφιλοδοξία, ενώ σε σύγκριση προς την αφιλοδοξία, εμφανίζεται ως φιλοδοξία· σε σύγκριση και προς τις δύο εμφανίζεται να είναι, κατά κάποιον τρόπο, και τα δύο μαζί — αυτό φαίνεται ότι συμβαίνει και στις άλλες αρετές. Εδώ όμως τα δύο άκρα φαίνονται να αντιτίθενται το ένα στο άλλο, επειδή δεν υπάρχει λέξη που να δηλώνει το μέσον. |