Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (457-485)


ΑΓ. [καὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαις]
λέξω· τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος
ἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους,
460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχον.
ἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας
δινεῖ, θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναι.
φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον,
μυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι.
465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον·
ἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις
στείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον, ἐκπέρσαι θέλων.
βοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖς,
ὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων.
470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυον
πόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν.
ΕΤ. πέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε, σὺν τύχῃ δ᾽ ἴτω,
[καὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχων,]
Μεγαρεύς, Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶν γένους,
475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτων
βρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεται,
ἀλλ᾽ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί,
ἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος
ἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός.
480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ, μηδέ μοι φθόνει λόγων.

ΧΟ. ἐπεύχομαι δὴ τὰ μὲν εὖ τυχεῖν, ἰὼ [στρ. β]
πρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων, τοῖσι δὲ δυστυχεῖν.
ὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλει
μαινομένᾳ φρενί, τώς νιν
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων.


ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ποιός έπειτα κληρώθηκε και για ποιά πύλη
τώρα θα πω· λοιπόν του Ετέοκλου τρίτου ο κλήρος
πήδηξε από τ᾽ ανάσκελο χάλκινο κράνος,
460για να ρίξει το λόχο του στις Νηστές πύλες.
Και γύρο φέρνει τ᾽ άτια του, που φρουμανίζουν
στα γκέμια θέλοντας νά ειχαν ριχτεί στις πόρτες
κι άγρια σφυρίζουν οι χημοί, που απ᾽ τα ρουθούνια
τα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν.
Κι η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδι,
έναν οπλίτη που ανεβαίνει σκάλα επάνω
σε πύργο εχθρών μ᾽ απόφαση για να τον πάρει·
και με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμένα
πως ούτε κι ο Άρης θα τον βγάλει από τους πύργους.
470Λοιπόν αντίκρυ και σ᾽ αυτόν στείλε τον άξιον
από ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζει.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Θα ᾽στελλα ευτύς τέτοιον που λες· μ᾽ από μια τύχη
έχει σταλεί ένας κιόλα, που την έπαρση έχει
μόνον στα χέρια, ο Μεγαρέας, του Κρέοντα σπέρμα
κι απ᾽ των Σπαρτών το γένος, που δε θα τρομάξει
το λυσσασμένο χουγιατό απ᾽ τ᾽ αλογίσιο
φρουμάνισμα, να πάρει πόδι από τις πύλες,
μα ή θα πληρώσει με το γαίμα του το χρέος
στη γη που τον ανάθρεψε, ή αφού θα πάρει
τους δύο άντρες και την πόλη που ᾽ναι στην ασπίδα,
θα τα στολίσει λάφυρα στο πατρικό του.
480Άλλου καύχησες ᾽πες και μη μου τις ζηλεύεις.

ΧΟΡΟΣ
Για σε τη νίκη, ω των σπιτιών μου πρόμαχε,
παρακαλούν οι ευχές μου κι όλεθρο για κείνους·
κι έτσ᾽ όπως για την πόλη μας ασύφταστα
καυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα,
έτσι ας τους δει κι ο Δίας ο εκδικητής
με βλέμματα οργισμένα.