ΕΡΜΗΣ [24] Έτσι πάνω κάτω που τα λες είναι τα πράγματα. Όταν όμως βαδίζεις μόνος σου, πώς, ενώ είσαι τόσο τυφλός, βρίσκεις το δρόμο; Ή πώς διακρίνεις εκείνους στους όποιους σε στέλνει ο Δίας, γιατί έκρινε ότι αξίζουν να είναι πλούσιοι; ΠΛΟΥΤΟΣ Και νομίζεις πως τους βρίσκω; Μα το Δία όχι, διότι δε θα άφηνα έναν Αριστείδη για να πάω στον Ιππόνικο ή τον Καλλία και σε πολλούς άλλους Αθηναίους, που δεν αξίζουν πεντάρα. ΕΡΜΗΣ Μα όταν σε στέλνουν, τί κάνεις; ΠΛΟΥΤΟΣ Περιφέρομαι πάνω κάτω, τριγυρνώντας, έως ότου πέσω πάνω σε οποιονδήποτε. Κι αυτός που θα με πετύχει πρώτος, με αρπάζει, με κρατά κοντά του και δοξάζει εσένα, τον Ερμή, για την ανέλπιστη τύχη. ΕΡΜΗΣ [25] Ώστε λοιπόν είναι γελασμένος ο Δίας που νομίζει ότι εσύ σύμφωνα με την απόφασή του πλουτίζεις όσους εκείνος θεωρεί ότι αξίζουν να είναι πλούσιοι; ΠΛΟΥΤΟΣ Και πολύ δίκαια, καλέ μου, γιατί, ενώ γνωρίζει πως είμαι τυφλός, με στέλνει να ανακαλύψω ένα τόσο σπάνιο πράγμα, προ πολλού χαμένο από τη ζωή, που ούτε ο Λυγκεύς θα το ᾽βρισκε εύκολα, τόσο σκοτεινό και μικρό που είναι. Επειδή λοιπόν οι καλοί είναι λίγοι και κακοί οι πιο πολλοί, που τα πάντα κατέχουν στις πόλεις, γι᾽ αυτό, εκεί που τριγυρνώ, ευκολότερα πέφτω πάνω σε τέτοιους ανθρώπους και πιάνομαι στα δίχτυα τους. ΕΡΜΗΣ Έπειτα, όταν τους εγκαταλείπεις, δεν έχεις δυσκολίες, αφού δεν ξέρεις το δρόμο; ΠΛΟΥΤΟΣ Γίνομαι τότε ανοιχτομάτης και γερός, μα μόνο όσο είναι να φύγω.
|