[16] Θα του έλεγε λοιπόν το παιδί του, έχοντας πρώτα ζητήσει από τον Αιακό και τον Αϊδωνέα την άδεια να προβάλει για λίγο το κεφάλι του από την είσοδο του Άδη και να κάνει τον πατέρα του να πάψει να λέει ανοησίες: «Κακόμοιρε άνθρωπε, γιατί φωνάζεις; Γιατί μου δημιουργείς προβλήματα; Σταμάτα να ξεριζώνεις τα μαλλιά σου και να κάνεις γρατσουνιές στο δέρμα του προσώπου σου. Γιατί με κακολογείς και με αποκαλείς καημένο και κακότυχο, ενώ είμαι πολύ καλύτερα από σένα και σε πολύ μεγαλύτερη ευδαιμονία; Τί φοβερό έχεις την εντύπωση ότι περνάω; Ή μήπως επειδή δεν έγινα τέτοιος δα γέρος σαν κι εσένα, με φαλακρό το κεφάλι, με ρυτίδες στο πρόσωπο, καμπούρης και αδύναμος στα γόνατα, και γενικά φθαρμένος από τον χρόνο, έχοντας συμπληρώσει πολλά τριαντάμερα μηνών και ολυμπιακές τετραετίες, και μάλιστα στα τελευταία με σαλεμένο το μυαλό μπροστά σε τόσο κόσμο; Ανόητε, τί αξιόλογο νομίζεις πως υπάρχει στη ζωή, που δεν θα το απολαμβάνω άλλο πια; Ή μήπως θα μου πεις, όπως φαίνεται, για τα συμπόσια και τα δείπνα και τα ρούχα και τις ερωτικές απολαύσεις, και φοβάσαι μη μου λείψουν αυτά και αφανιστώ; Δεν καταλαβαίνεις ότι το να μη διψάς είναι καλύτερο από το να πίνεις, και το να μην πεινάς από το να τρως, και το να μην κρυώνεις από το να διαθέτεις πλήθος ρούχα; [17] Έλα λοιπόν, μια και φαίνεται να βρίσκεσαι σε άγνοια, θα σε διδάξω να θρηνείς πιο αληθινά. Ξεκίνα λοιπόν πάλι από την αρχή και φώναζε: “Καημένο μου παιδί, δεν θα διψάσεις άλλο πια, δεν θα πεινάσεις άλλο πια, δεν θα κρυώσεις. Μου έφυγες ο κακότυχος και γλίτωσες τις αρρώστιες, δεν φοβάσαι πια τον πυρετό, ούτε εχθρό ούτε τύραννο· δεν θα σε λυπήσει έρωτας, δεν θα σε παραπλανήσει συντροφιά, δεν θα ξοδευτείς γι᾽ αυτό δυο και τρεις φορές τη μέρα, τί συμφορά! Δεν θα σε περιφρονήσουν στα γηρατειά σου ούτε θα σε θεωρήσουν ενοχλητικό οι νέοι βλέποντάς σε”. [18] Αν τα πεις αυτά, πατέρα, δεν νομίζεις ότι τα λόγια σου θα είναι πολύ πιο αληθινά και πιο αξιοπρεπή από τα προηγούμενα; Δες όμως μήπως σε στενοχωρεί το εξής, και συλλογίζεσαι το βαθύ και πυκνό σκοτάδι που έχουμε εδώ, κι έπειτα φοβάσαι μήπως πάθω ασφυξία κλεισμένος μέσα στο μνήμα. Για το ζήτημα αυτό θα πρέπει να σκεφτείς ότι, όταν τα μάτια μου σαπίσουν ή, μά τον Δία, καούν, αν έχετε αποφασίσει να με κάψετε, δεν θα χρειαστεί να βλέπουμε ούτε φως ούτε σκοτάδι. [19] Και αυτά βέβαια ίσως να μην είναι υπερβολικά. Αλλά σε τί με ωφελούνε τα στριγκλίσματά σας και τα χτυπήματα στο στήθος με συνοδεία αυλού, και η υπερβολή των γυναικών στο θρηνολόγημα; Σε τί με ωφελεί να είναι στεφανωμένη η πέτρα πάνω από τον τάφο μου; Ή τί νόημα έχει για σας να χύνετε από πάνω ανέρωτο κρασί; Ή μήπως πιστεύετε ότι θα φτάσουν οι σταγόνες του ως εμάς και θα διεισδύσουν ως τον Άδη; Όσο για τα αφιερώματα τροφίμων το βλέπετε κι εσείς οι ίδιοι, φαντάζομαι, ότι το πιο νόστιμο απ᾽ όσα ετοιμάστηκαν το παίρνει ο καπνός και φεύγει ανεβαίνοντας στον ουρανό, χωρίς να ωφελήσει καθόλου εμάς εδώ κάτω, ενώ το υπόλοιπο που μένει, η τέφρα, είναι άχρηστο, εκτός αν πιστεύετε ότι εμείς εδώ τρώμε στάχτη. Δεν είναι όμως τόσο άγονο και άκαρπο το βασίλειο του Πλούτωνα, ούτε μας τέλειωσε ο ασφόδελος, ώστε να ζητήσουμε από σας να μας στέλνετε τρόφιμα. Ώστε εδώ και ώρα, μά την Τισιφόνη, μου ερχόταν να ξεκαρδιστώ στα γέλια με όσα κάνατε και λέγατε, αλλά με εμπόδισε το ύφασμα και το μαλλί με το οποίο μου δέσατε σφιχτά τα σαγόνια». Έτσι είπε, και τον σκέπασε το τέλος του θανάτου. [20] Για όνομα του Δία, αν ο νεκρός γυρνούσε προς το μέρος μας, ανασηκωνόταν στηριγμένος στον αγκώνα του και μας τα έλεγε αυτά, δεν θα θεωρούσαμε ότι τα λέει πάρα πολύ σωστά; Κι όμως οι ανόητοι όχι μόνο κραυγάζουν, αλλά και στέλνουνε και καλούνε κάποιον ειδικό στα θρηνολογήματα, που έχει συγκεντρώσει στο μυαλό του πολλές παλιές συμφορές, και τον χρησιμοποιούν ως σύμμαχο και καθοδηγητή της ανοησίας τους, μοιρολογώντας ανάλογα με το πώς εκείνος διευθύνει το θρηνητικό τραγούδι.
|