Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1117b-1118b)

[X] Μετὰ δὲ ταύτην περὶ σωφροσύνης λέγωμεν· δοκοῦσι γὰρ τῶν ἀλόγων μερῶν αὗται εἶναι αἱ ἀρεταί. ὅτι μὲν οὖν μεσότης ἐστὶ περὶ ἡδονὰς ἡ σωφροσύνη, εἴρηται ἡμῖν· ἧττον γὰρ καὶ οὐχ ὁμοίως ἐστὶ περὶ τὰς λύπας· ἐν τοῖς αὐτοῖς δὲ καὶ ἡ ἀκολασία φαίνεται. περὶ ποίας οὖν τῶν ἡδονῶν, νῦν ἀφορίσωμεν. διῃρήσθωσαν δὴ αἱ ψυχικαὶ καὶ αἱ σωματικαί, οἷον φιλοτιμία φιλομάθεια· ἑκάτερος γὰρ τούτων χαίρει, οὗ φιλητικός ἐστιν, οὐδὲν πάσχοντος τοῦ σώματος, ἀλλὰ μᾶλλον τῆς διανοίας· οἱ δὲ περὶ τὰς τοιαύτας ἡδονὰς οὔτε σώφρονες οὔτε ἀκόλαστοι λέγονται. ὁμοίως δ᾽ οὐδ᾽ οἱ περὶ τὰς ἄλλας ὅσαι μὴ σωματικαί εἰσιν· τοὺς γὰρ φιλομύθους καὶ διηγητικοὺς καὶ περὶ τῶν τυχόντων κατατρίβοντας τὰς ἡμέρας ἀδολέσχας, ἀκολάστους δ᾽ οὐ [1118a] λέγομεν, οὐδὲ τοὺς λυπουμένους ἐπὶ χρήμασιν ἢ φίλοις. περὶ δὲ τὰς σωματικὰς εἴη ἂν ἡ σωφροσύνη, οὐ πάσας δὲ οὐδὲ ταύτας· οἱ γὰρ χαίροντες τοῖς διὰ τῆς ὄψεως, οἷον χρώμασι καὶ σχήμασι καὶ γραφῇ, οὔτε σώφρονες οὔτε ἀκόλαστοι λέγονται· καίτοι δόξειεν ἂν εἶναι καὶ ὡς δεῖ χαίρειν καὶ τούτοις, καὶ καθ᾽ ὑπερβολὴν καὶ ἔλλειψιν. ὁμοίως δὲ καὶ ἐν τοῖς περὶ τὴν ἀκοήν· τοὺς γὰρ ὑπερβεβλημένως χαίροντας μέλεσιν ἢ ὑποκρίσει οὐθεὶς ἀκολάστους λέγει, οὐδὲ τοὺς ὡς δεῖ σώφρονας. οὐδὲ τοὺς περὶ τὴν ὀσμήν, πλὴν κατὰ συμβεβηκός· τοὺς γὰρ χαίροντας μήλων ἢ ῥόδων ἢ θυμιαμάτων ὀσμαῖς οὐ λέγομεν ἀκολάστους, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς μύρων ἢ ὄψων· χαίρουσι γὰρ τούτοις οἱ ἀκόλαστοι, ὅτι διὰ τούτων ἀνάμνησις γίνεται αὐτοῖς τῶν ἐπιθυμημάτων. ἴδοι δ᾽ ἄν τις καὶ τοὺς ἄλλους, ὅταν πεινῶσι, χαίροντας ταῖς τῶν βρωμάτων ὀσμαῖς· τὸ δὲ τοιούτοις χαίρειν ἀκολάστου· τούτῳ γὰρ ἐπιθυμήματα ταῦτα. οὐκ ἔστι δὲ οὐδ᾽ ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις κατὰ ταύτας τὰς αἰσθήσεις ἡδονὴ πλὴν κατὰ συμβεβηκός. οὐδὲ γὰρ ταῖς ὀσμαῖς τῶν λαγωῶν αἱ κύνες χαίρουσιν ἀλλὰ τῇ βρώσει, τὴν δ᾽ αἴσθησιν ἡ ὀσμὴ ἐποίησεν· οὐδ᾽ ὁ λέων τῇ φωνῇ τοῦ βοὸς ἀλλὰ τῇ ἐδωδῇ· ὅτι δ᾽ ἐγγύς ἐστι, διὰ τῆς φωνῆς ᾔσθετο, καὶ χαίρειν δὴ ταύτῃ φαίνεται· ὁμοίως δ᾽ οὐδ᾽ ἰδὼν «ἢ [εὑρὼν] ἔλαφον ἢ ἄγριον αἶγα,» ἀλλ᾽ ὅτι βορὰν ἕξει. περὶ τὰς τοιαύτας δ᾽ ἡδονὰς ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀκολασία ἐστὶν ὧν καὶ τὰ λοιπὰ ζῷα κοινωνεῖ, ὅθεν ἀνδραποδώδεις καὶ θηριώδεις φαίνονται· αὗται δ᾽ εἰσὶν ἁφὴ καὶ γεῦσις. φαίνονται δὲ καὶ τῇ γεύσει ἐπὶ μικρὸν ἢ οὐθὲν χρῆσθαι· τῆς γὰρ γεύσεώς ἐστιν ἡ κρίσις τῶν χυμῶν, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες καὶ τὰ ὄψα ἀρτύοντες· οὐ πάνυ δὲ χαίρουσι τούτοις, ἢ οὐχ οἵ γε ἀκόλαστοι, ἀλλὰ τῇ ἀπολαύσει, γίνεται πᾶσα δι᾽ ἁφῆς καὶ ἐν σιτίοις καὶ ἐν ποτοῖς καὶ τοῖς ἀφροδισίοις λεγομένοις. διὸ καὶ ηὔξατό τις ὀψοφάγος ὢν τὸν φάρυγγα αὑτῷ μακρότερον γεράνου γενέσθαι, ὡς ἡδόμενος τῇ [1118b] ἁφῇ. κοινοτάτη δὴ τῶν αἰσθήσεων καθ᾽ ἣν ἡ ἀκολασία· καὶ δόξειεν ἂν δικαίως ἐπονείδιστος εἶναι, ὅτι οὐχ ᾗ ἄνθρωποί ἐσμεν ὑπάρχει, ἀλλ᾽ ᾗ ζῷα. τὸ δὴ τοιούτοις χαίρειν καὶ μάλιστα ἀγαπᾶν θηριῶδες. καὶ γὰρ αἱ ἐλευθεριώταγυμνασίοις διὰ τρίψεως καὶ τῆς θερμασίας γινόμεναι· οὐ γὰρ περὶ πᾶν τὸ σῶμα ἡ τοῦ ἀκολάστου ἁφή, ἀλλὰ περί τινα μέρη.

[10] Ύστερα από την ανδρεία ας μιλήσουμε τώρα για τη σωφροσύνη: και οι δυο τους θεωρούνται, πράγματι, αρετές των άλογων μερών της ψυχής.
Ότι η σωφροσύνη είναι μεσότητα στις ηδονές, το έχουμε ήδη πει (σχετίζεται, πράγματι, λιγότερο, και πάντως όχι με τον ίδιο τρόπο, με τις λύπες)· στην ίδια περιοχή κάνει την εμφάνισή της και η ακολασία. Ας προσδιορίσουμε λοιπόν τώρα ακριβέστερα με ποιές ηδονές σχετίζεται η σωφροσύνη.
Ας δεχτούμε ότι οι ηδονές διακρίνονται σε σωματικές και ψυχικές, όπως είναι π.χ. η αγάπη της τιμής και η αγάπη της γνώσης: και στη μία και στην άλλη από τις δύο αυτές περιπτώσεις ο άνθρωπος χαίρεται με αυτό που αγαπάει, χωρίς να συμμετέχει στη χαρά αυτή το σώμα του, αλλά κατά κύριο λόγο το μυαλό του. Για τους ανθρώπους όμως που επιδιώκουν αυτού του είδους τις αρετές δεν προορίζεται ούτε η λέξη «σώφρονες» ούτε η λέξη «ακόλαστοι»· το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους που επιδίδονται στις υπόλοιπες αρετές που δεν είναι σωματικές· πραγματικά, τους φιλόμυθους ανθρώπους, τους διηγητικούς ανθρώπους, καθώς και όλους αυτούς που ξοδεύουν τις ώρες τους μιλώντας για τυχαία πράγματα, τους λέμε «φλύαρους», όχι όμως «ακόλαστους», [1118a] όπως και όλους αυτούς που λυπούνται γιατί έχασαν χρήματα ή φίλους.
Με τις σωματικές ηδονές λοιπόν σχετίζεται, λέω, η σωφροσύνη, και ούτε όμως πάλι με όλες τους. Αυτούς, πράγματι, που χαίρονται με όσα προσφέρει στους ανθρώπους η όραση (χρώματα, σχήματα, ζωγραφιές) δεν τους λέμε ούτε «σώφρονες» ούτε «ακόλαστους» — παρόλο ότι μπορεί κανείς και σ᾽ αυτές τις περιπτώσεις να ευχαριστιέται είτε με τον τρόπο που πρέπει είτε σε υπερβολικό ή ελλιπή βαθμό. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτά που μας προσφέρει η ακοή· αυτούς, πράγματι, που ευχαριστιούνται σε υπερβολικό βαθμό με τα τραγούδια ή το θέατρο κανείς δεν τους λέει «ακόλαστους», όπως δεν λέει, επίσης, «σώφρονες» αυτούς που ευχαριστιούνται με τα πράγματα αυτά στο σωστό μέτρο. Ούτε, επίσης, χρησιμοποιούμε τις λέξεις αυτές για τους ανθρώπους που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές, παρά μόνο συμπτωματικά: αυτούς που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των μήλων, των τριαντάφυλλων ή των θυμιαμάτων δεν τους λέμε «ακόλαστους», λέμε όμως αυτούς που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των αρωμάτων ή των διάφορων μεζέδων· ο λόγος είναι ότι οι ακόλαστοι ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές αυτές, επειδή μέσω αυτών αναθυμούνται τα αντικείμενα των επιθυμιών τους. Μπορεί, φυσικά, να δει κανείς και άλλους ανθρώπους που, όταν πεινούν, ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των φαγητών· το να ευχαριστιέται όμως κανείς σε μόνιμη βάση με αυτού του είδους τα πράγματα δηλώνει ακόλαστο άνθρωπο· γιατί γι᾽ αυτόν όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο των επιθυμιών του.
Ούτε υπάρχει στα υπόλοιπα ζώα ηδονή που να σχετίζεται με αυτές τις αισθήσεις, παρά μόνο συμπτωματικά: τα σκυλιά δεν αισθάνονται ευχαρίστηση μυρίζοντας τους λαγούς· ευχαρίστηση αισθάνονται όταν τους τρώνε, η μυρωδιά όμως τα έκανε να αισθανθούν την παρουσία των λαγών. Ούτε και το λιοντάρι αισθάνεται ευχαρίστηση ακούγοντας το μουγκανητό του βοδιού· ευχαρίστηση αισθάνεται όταν το τρώει, με το μουγκανητό όμως αντιλαμβάνεται ότι το βόδι είναι κοντά — και έτσι μοιάζει να ευχαριστιέται με το μουγκανητό. Έτσι επίσης δεν ευχαριστιέται επειδή βλέπει «ή ελάφι ή αγριοκάτσικο», αλλά γιατί θα έχει φαΐ να φάει.
Εν πάση περιπτώσει η σωφροσύνη και η ακολασία σχετίζονται με εκείνες τις ηδονές που και τα άλλα ζώα τις έχουν κοινές με τον άνθρωπο (κάτι που τις κάνει να φαίνονται ότι προσιδιάζουν σε δούλους και σε κτήνη): πρόκειται για την αφή και για τη γεύση. Είναι όμως φανερό ότι και τη γεύση λίγο τη χρησιμοποιούν οι ακόλαστοι, ή και καθόλου. Δουλειά της αίσθησης της γεύσης είναι, πράγματι, η διάκριση των γεύσεων (αυτό δεν κάνουν οι δοκιμαστές των κρασιών και όλοι αυτοί που ξέρουν να νοστιμίζουν τα φαγητά με καρυκεύματα;), δεν βρίσκεται όμως καθόλου —τουλάχιστο των ακόλαστων— σ᾽ αυτήν τη διάκριση η ευχαρίστησή τους, αλλά στην απόλαυση, που σε όλες τις περιπτώσεις προέρχεται από την αφή: στα φαγητά, στα ποτά, σ᾽ αυτό που λέμε: «χαρές της Αφροδίτης». Αυτός είναι και ο λόγος που ευχήθηκε κάποτε ένας καλοφαγάς να ήταν ο οισοφάγος του μακρύτερος και από του γέρανου, θέλοντας να πει ότι την ευχαρίστηση την αισθανόταν [1118b] με την αφή. Η αίσθηση λοιπόν με την οποία σχετίζεται η ακολασία είναι από όλες τις αισθήσεις η πιο κοινή σε όλα τα ζώα, και άρα δικαιολογημένα, λέω, η ακολασία θεωρείται επονείδιστη, αφού υπάρχει μέσα μας όχι γιατί είμαστε άνθρωποι, αλλά γιατί είμαστε ζώα. Το να χαίρεται λοιπόν κανείς με τέτοιου είδους πράγματα και να τα αγαπάει περισσότερο από όλα τα άλλα, είναι κάτι το ζωώδες. Έχουν, άλλωστε, αποκλεισθεί και οι πιο εκλεπτυσμένες από τις ηδονές που σχετίζονται με την αφή, θέλω να πω: αυτές που προκαλούνται στα γυμναστήρια με τη μάλαξη και με το ζέσταμα· γιατί η αφή του ακόλαστου δεν σχετίζεται με ολόκληρο το σώμα, αλλά με ορισμένα μόνο μέρη του.