[4.36.1] Τότε ο Διονυσοφάνης έβγαλε φωνή πιο δυνατή κι από του Μεγακλή, πετάχτηκε πάνω και φέρνοντας μέσα τη Χλόη ομορφοστολισμένη λέει: «Νά το παιδί που άφησες έκθετο! Οι θεοί φρόντισαν και σου ανάστησε το κορίτσι μια προβατίνα, όπως μια γίδα μού ανάστησε τον Δάφνη. [4.36.2] Πάρε λοιπόν και τα φασκιά και τη θυγατέρα, κι αφού την πάρεις δώσε την πίσω στον Δάφνη για νύφη. Τους εγκαταλείψαμε και τους δυο, τους βρήκαμε και τους δυο, τους φρόντισαν και τους δυο ο Παν, οι Νύμφες κι ο Έρωτας». [4.36.3] Ο Μεγακλής συμφώνησε με τα λόγια του, έστειλε να φωνάξουν τη γυναίκα του τη Ρόδη κι έσφιξε τη Χλόη στην αγκαλιά του. Αποφάσισαν και να περάσουν τη νύχτα αυτού, γιατί ο Δάφνης ορκιζόταν ότι σε κανένα δε θ᾽ άφηνε τη Χλόη, μήτε και στον ίδιο τον πατέρα της. [4.37.1] Όταν έφεξε η άλλη μέρα αποφάσισαν να γυρίσουν ξανά στο υποστατικό· ήταν παράκληση του Δάφνη και της Χλόης, που έβρισκαν ανυπόφορη τη ζωή της πόλης, αλλά συμφώνησαν κι οι άλλοι να δώσουν τσοπάνικο χαρακτήρα στο γάμο. [4.37.2] Πήγαν λοιπόν στο Λάμωνα, παρουσίασαν τον Δρύα στο Μεγακλή, σύστησαν τη Νάπη στη Ρόδη κι έκαναν ετοιμασίες για λαμπρή γιορτή. Μπροστά στις Νύμφες παράδωσε τη Χλόη ο πατέρας της, τους αφιέρωσε τα φασκιά κι άλλα πολλά και χάρισε στον Δρύα όσα έλειπαν για να του συμπληρωθούν οι δέκα χιλιάδες. [4.38.1] Καθώς έκανε καλό καιρό, ο Διονυσοφάνης πρόσταξε να τοποθετήσουν μπροστά στη σπηλιά σωρούς από φρέσκες φυλλωσιές κι έβαλε όλους τους χωριανούς να καθίσουν σε πλούσιο γεύμα. [4.38.2] Ήταν εκεί ο Λάμων κι η Μυρτάλη, ο Δρύας κι η Νάπη, οι συγγενείς του Δόρκωνος, ο Φιλητάς κι οι γιοι του, ο Χρώμης και η Λυκαίνιον· μήτε κι ο Λάμπης, που ᾽χε πάρει συγχώρεση, δεν έλειψε. [4.38.3] Όπως ήταν φυσικό με τέτοιους καλεσμένους, η ατμόσφαιρα ήταν απλοϊκά χωριάτικη: άλλος έλεγε τραγούδια του θερισμού, άλλος τα πειράγματα που συνηθίζονται στο πάτημα των σταφυλιών. Ο Φιλητάς έπαιξε φλογέρα, ο Λάμπης σουραύλι, ο Δρύας κι ο Λάμων χόρεψαν, η Χλόη κι ο Δάφνης φιλιόνταν. [4.38.4] Εκεί κοντά έβοσκαν κι οι γίδες, σα να ᾽παιρναν κι αυτές μέρος στο γλέντι, πράμα που δεν ήταν και τόσο ευχάριστο στους ανθρώπους της πόλης· ο Δάφνης ωστόσο φώναξε μερικές με τ᾽ όνομά τους, τους έδωσε φρέσκη φυλλωσιά και πιάνοντάς τις από τα κέρατα τις φίλησε. [4.39.1] Όχι μόνο τότε, αλλά και σ᾽ όλη την υπόλοιπη ζωή τους, ο Δάφνης κι η Χλόη περνούσαν τον πιο πολύ καιρό τους κοντά στις στάνες. Για θεούς λάτρευαν τις Νύμφες, τον Πάνα και τον Έρωτα, απόχτησαν πολλά κοπάδια πρόβατα και γίδες κι απ᾽ όλες τις τροφές προτιμούσαν τα οπωρικά και το γάλα. [4.39.2] Το αρσενικό τους παιδί το ᾽δωσαν σε γίδα να το θρέψει, και το κοριτσάκι που γεννήθηκε κατόπι το ᾽βαλαν να βυζάξει προβατίνα· το αγόρι τ᾽ ονόμασαν Φιλοποίμενα και το κορίτσι Αγέλη. Με τον ίδιο τρόπο έζησαν κι αυτά κοντά τους ως τα γεράματα. Στόλισαν και τη σπηλιά, αφιέρωσαν τις εικόνες κι έστησαν και βωμό στον Έρωτα Βοσκό. Στον Πάνα έδωσαν να κατοικεί ναό αντί για την κουκουναριά, και τον ονόμασαν Πάνα Στρατιώτη. |