Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (421d-424c)

[421d] Τοὺς ἄλλους αὖ δημιουργοὺς σκόπει εἰ τάδε διαφθείρει, ὥστε καὶ κακοὺς γίγνεσθαι.
Τὰ ποῖα δὴ ταῦτα;
Πλοῦτος, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ πενία.
Πῶς δή;
Ὧδε. πλουτήσας χυτρεὺς δοκεῖ σοι ἔτ᾽ ἐθελήσειν ἐπιμελεῖσθαι τῆς τέχνης;
Οὐδαμῶς, ἔφη.
Ἀργὸς δὲ καὶ ἀμελὴς γενήσεται μᾶλλον αὐτὸς αὑτοῦ;
Πολύ γε.
Οὐκοῦν κακίων χυτρεὺς γίγνεται;
Καὶ τοῦτο, ἔφη, πολύ.
Καὶ μὴν καὶ ὄργανά γε μὴ ἔχων παρέχεσθαι ὑπὸ πενίας ἤ τι ἄλλο τῶν εἰς τὴν τέχνην τά τε ἔργα πονηρότερα [421e] ἐργάσεται καὶ τοὺς ὑεῖς ἢ ἄλλους οὓς ἂν διδάσκῃ χείρους δημιουργοὺς διδάξεται.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Ὑπ᾽ ἀμφοτέρων δή, πενίας τε καὶ πλούτου, χείρω μὲν τὰ τῶν τεχνῶν ἔργα, χείρους δὲ αὐτοί.
Φαίνεται.
Ἕτερα δή, ὡς ἔοικε, τοῖς φύλαξιν ηὑρήκαμεν, ἃ παντὶ τρόπῳ φυλακτέον ὅπως μήποτε αὐτοὺς λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα.
Τὰ ποῖα ταῦτα;
[422a] Πλοῦτός τε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ πενία· ὡς τοῦ μὲν τρυφὴν καὶ ἀργίαν καὶ νεωτερισμὸν ἐμποιοῦντος, τῆς δὲ ἀνελευθερίαν καὶ κακοεργίαν πρὸς τῷ νεωτερισμῷ.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. τόδε μέντοι, ὦ Σώκρατες, σκόπει, πῶς ἡμῖν ἡ πόλις οἵα τ᾽ ἔσται πολεμεῖν, ἐπειδὰν χρήματα μὴ κεκτημένη ᾖ, ἄλλως τε κἂν πρὸς μεγάλην τε καὶ πλουσίαν ἀναγκασθῇ πολεμεῖν.
Δῆλον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι πρὸς μὲν μίαν χαλεπώτερον, [422b] πρὸς δὲ δύο τοιαύτας ῥᾷον.
Πῶς εἶπες; ἦ δ᾽ ὅς.
Πρῶτον μέν που, εἶπον, ἐὰν δέῃ μάχεσθαι, ἆρα οὐ πλουσίοις ἀνδράσι μαχοῦνται αὐτοὶ ὄντες πολέμου ἀθληταί;
Ναὶ τοῦτό γε, ἔφη.
Τί οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Ἀδείμαντε; εἷς πύκτης ὡς οἷόν τε κάλλιστα ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένος δυοῖν μὴ πύκταιν, πλουσίοιν δὲ καὶ πιόνοιν, οὐκ ἂν δοκεῖ σοι ῥᾳδίως μάχεσθαι;
Οὐκ ἂν ἴσως, ἔφη, ἅμα γε.
Οὐδ᾽ εἰ ἐξείη, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὑποφεύγοντι τὸν πρότερον ἀεὶ [422c] προσφερόμενον ἀναστρέφοντα κρούειν, καὶ τοῦτο ποιοῖ πολλάκις ἐν ἡλίῳ τε καὶ πνίγει; ἆρά γε οὐ καὶ πλείους χειρώσαιτ᾽ ἂν τοιούτους ὁ τοιοῦτος;
Ἀμέλει, ἔφη, οὐδὲν ἂν γένοιτο θαυμαστόν.
Ἀλλ᾽ οὐκ οἴει πυκτικῆς πλέον μετέχειν τοὺς πλουσίους ἐπιστήμῃ τε καὶ ἐμπειρίᾳ ἢ πολεμικῆς;
Ἔγωγ᾽, ἔφη.
Ῥᾳδίως ἄρα ἡμῖν οἱ ἀθληταὶ ἐκ τῶν εἰκότων διπλασίοις τε καὶ τριπλασίοις αὑτῶν μαχοῦνται.
Συγχωρήσομαί σοι, ἔφη· δοκεῖς γάρ μοι ὀρθῶς λέγειν.
[422d] Τί δ᾽ ἂν πρεσβείαν πέμψαντες εἰς τὴν ἑτέραν πόλιν τἀληθῆ εἴπωσιν, ὅτι «Ἡμεῖς μὲν οὐδὲν χρυσίῳ οὐδ᾽ ἀργυρίῳ χρώμεθα, οὐδ᾽ ἡμῖν θέμις, ὑμῖν δέ· συμπολεμήσαντες οὖν μεθ᾽ ἡμῶν ἔχετε τὰ τῶν ἑτέρων;» οἴει τινὰς ἀκούσαντας ταῦτα αἱρήσεσθαι κυσὶ πολεμεῖν στερεοῖς τε καὶ ἰσχνοῖς μᾶλλον ἢ μετὰ κυνῶν προβάτοις πίοσί τε καὶ ἁπαλοῖς;
Οὔ μοι δοκεῖ. ἀλλ᾽ ἐὰν εἰς μίαν, ἔφη, πόλιν [422e] συναθροισθῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, ὅρα μὴ κίνδυνον φέρῃ τῇ μὴ πλουτούσῃ.
Εὐδαίμων εἶ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι οἴει ἄξιον εἶναι ἄλλην τινὰ προσειπεῖν πόλιν ἢ τὴν τοιαύτην οἵαν ἡμεῖς κατεσκευάζομεν.
Ἀλλὰ τί μήν; ἔφη.
Μειζόνως, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρὴ προσαγορεύειν τὰς ἄλλας· ἑκάστη γὰρ αὐτῶν πόλεις εἰσὶ πάμπολλαι ἀλλ᾽ οὐ πόλις, τὸ τῶν παιζόντων. δύο μέν, κἂν ὁτιοῦν ᾖ, πολεμία [423a] ἀλλήλαις, ἡ μὲν πενήτων, ἡ δὲ πλουσίων· τούτων δ᾽ ἐν ἑκατέρᾳ πάνυ πολλαί, αἷς ἐὰν μὲν ὡς μιᾷ προσφέρῃ, παντὸς ἂν ἁμάρτοις, ἐὰν δὲ ὡς πολλαῖς, διδοὺς τὰ τῶν ἑτέρων τοῖς ἑτέροις χρήματά τε καὶ δυνάμεις ἢ καὶ αὐτούς, συμμάχοις μὲν ἀεὶ πολλοῖς χρήσῃ, πολεμίοις δ᾽ ὀλίγοις. καὶ ἕως ἂν ἡ πόλις σοι οἰκῇ σωφρόνως ὡς ἄρτι ἐτάχθη, μεγίστη ἔσται, οὐ τῷ εὐδοκιμεῖν λέγω, ἀλλ᾽ ὡς ἀληθῶς μεγίστη, καὶ ἐὰν μόνον ᾖ χιλίων τῶν προπολεμούντων· οὕτω γὰρ μεγάλην πόλιν μίαν οὐ ῥᾳδίως οὔτε ἐν Ἕλλησιν οὔτε ἐν βαρβάροις [423b] εὑρήσεις, δοκούσας δὲ πολλὰς καὶ πολλαπλασίας τῆς τηλικαύτης. ἢ ἄλλως οἴει;
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτος ἂν εἴη καὶ κάλλιστος ὅρος τοῖς ἡμετέροις ἄρχουσιν, ὅσην δεῖ τὸ μέγεθος τὴν πόλιν ποιεῖσθαι καὶ ἡλίκῃ οὔσῃ ὅσην χώραν ἀφορισαμένους τὴν ἄλλην χαίρειν ἐᾶν.
Τίς, ἔφη, ὅρος;
Οἶμαι μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τόνδε· μέχρι οὗ ἂν ἐθέλῃ αὐξομένη εἶναι μία, μέχρι τούτου αὔξειν, πέρα δὲ μή.
[423c] Καὶ καλῶς γ᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ τοῦτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάξομεν, φυλάττειν παντὶ τρόπῳ ὅπως μήτε σμικρὰ ἡ πόλις ἔσται μήτε μεγάλη δοκοῦσα, ἀλλά τις ἱκανὴ καὶ μία.
Καὶ φαῦλόν γ᾽, ἔφη, ἴσως αὐτοῖς προστάξομεν.
Καὶ τούτου γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔτι φαυλότερον τόδε, οὗ καὶ ἐν τῷ πρόσθεν ἐπεμνήσθημεν λέγοντες ὡς δέοι, ἐάντε τῶν φυλάκων τις φαῦλος ἔκγονος γένηται, εἰς τοὺς ἄλλους [423d] αὐτὸν ἀποπέμπεσθαι, ἐάντ᾽ ἐκ τῶν ἄλλων σπουδαῖος, εἰς τοὺς φύλακας. τοῦτο δ᾽ ἐβούλετο δηλοῦν ὅτι καὶ τοὺς ἄλλους πολίτας, πρὸς ὅ τις πέφυκεν, πρὸς τοῦτο ἕνα πρὸς ἓν ἕκαστον ἔργον δεῖ κομίζειν, ὅπως ἂν ἓν τὸ αὑτοῦ ἐπιτηδεύων ἕκαστος μὴ πολλοὶ ἀλλ᾽ εἷς γίγνηται, καὶ οὕτω δὴ σύμπασα ἡ πόλις μία φύηται ἀλλὰ μὴ πολλαί.
Ἔστι γάρ, ἔφη, τοῦτο ἐκείνου σμικρότερον.
Οὔτοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ ἀγαθὲ Ἀδείμαντε, ὡς δόξειεν ἄν τις, ταῦτα πολλὰ καὶ μεγάλα αὐτοῖς προστάττομεν ἀλλὰ [423e] πάντα φαῦλα, ἐὰν τὸ λεγόμενον ἓν μέγα φυλάττωσι, μᾶλλον δ᾽ ἀντὶ μεγάλου ἱκανόν.
Τί τοῦτο; ἔφη.
Τὴν παιδείαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τροφήν· ἐὰν γὰρ εὖ παιδευόμενοι μέτριοι ἄνδρες γίγνωνται, πάντα ταῦτα ῥᾳδίως διόψονται, καὶ ἄλλα γε ὅσα νῦν ἡμεῖς παραλείπομεν, τήν τε τῶν γυναικῶν κτῆσιν καὶ γάμων καὶ παιδοποιίας, ὅτι [424a] δεῖ ταῦτα κατὰ τὴν παροιμίαν πάντα ὅτι μάλιστα κοινὰ τὰ φίλων ποιεῖσθαι.
Ὀρθότατα γάρ, ἔφη, γίγνοιτ᾽ ἄν.
Καὶ μήν, εἶπον, πολιτεία ἐάνπερ ἅπαξ ὁρμήσῃ εὖ, ἔρχεται ὥσπερ κύκλος αὐξανομένη· τροφὴ γὰρ καὶ παίδευσις χρηστὴ σῳζομένη φύσεις ἀγαθὰς ἐμποιεῖ, καὶ αὖ φύσεις χρησταὶ τοιαύτης παιδείας ἀντιλαμβανόμεναι ἔτι βελτίους τῶν προτέρων φύονται, εἴς τε τἆλλα καὶ εἰς τὸ [424b] γεννᾶν, ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις.
Εἰκός γ᾽, ἔφη.
Ὡς τοίνυν διὰ βραχέων εἰπεῖν, τούτου ἀνθεκτέον τοῖς ἐπιμεληταῖς τῆς πόλεως, ὅπως ἂν αὐτοὺς μὴ λάθῃ διαφθαρὲν ἀλλὰ παρὰ πάντα αὐτὸ φυλάττωσι, τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικήν τε καὶ μουσικὴν παρὰ τὴν τάξιν, ἀλλ᾽ ὡς οἷόν τε μάλιστα φυλάττειν, φοβουμένους ὅταν τις λέγῃ ὡς τὴν
ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπιφρονέουσ᾽ ἄνθρωποι,
ἥτις ἀειδόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται,
[424c] μὴ πολλάκις τὸν ποιητήν τις οἴηται λέγειν οὐκ ᾄσματα νέα ἀλλὰ τρόπον ᾠδῆς νέον, καὶ τοῦτο ἐπαινῇ. δεῖ δ᾽ οὔτ᾽ ἐπαινεῖν τὸ τοιοῦτον οὔτε ὑπολαμβάνειν. εἶδος γὰρ καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν εὐλαβητέον ὡς ἐν ὅλῳ κινδυνεύοντα· οὐδαμοῦ γὰρ κινοῦνται μουσικῆς τρόποι ἄνευ πολιτικῶν νόμων τῶν μεγίστων, ὥς φησί τε Δάμων καὶ ἐγὼ πείθομαι.
Καὶ ἐμὲ τοίνυν, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος, θὲς τῶν πεπεισμένων.

[421d] Σκέψου αν και τους άλλους πάλι τεχνίτες δεν τους χαλούν αυτά που θα σου πω, ώστε να γίνονται κακοί στη δουλειά τους.
Ποιά αυτά;
Τα πλούτη κι η φτώχεια.
Πώς τάχα;
Να πώς· αν γίνει πλούσιος ένας αγγειοπλάστης, έχεις την ιδέα πως θα ενδιαφέρεται πια για την τέχνη του;
Καθόλου.
Δε θα γίνεται λοιπόν από μέρα σε μέρα πιο ακαμάτης και τεμπέλης;
Και πολύ μάλιστα.
Δεν γίνεται έτσι λοιπόν χειρότερος στη δουλειά του;
Και πολύ χειρότερος βέβαια.
Κι αν πάλι εξαιτίας της φτώχειας του δεν είναι σε θέση να προμηθεύεται τα εργαλεία ή ό,τι άλλο του χρειάζεται για την τέχνη του, και η δουλειά του βέβαια [421e] θα βγαίνει χειρότερη και τους γιους του ή άλλους, που θα μάθαιναν κοντά του την τέχνη, θα τους έβγαζε χειρότερους τεχνίτες.
Πώς όχι;
Κι απ᾽ τα δύο λοιπόν, κι από τη φτώχεια κι από τα πλούτη, και τα έργα της τέχνης γίνονται χειρότερα και αυτοί οι ίδιοι.
Έτσι φαίνεται.
Ώστε να που βρήκαμε και δυο άλλα πράγματα που με κάθε τρόπο πρέπει να τα προσέξουν οι φύλακές μας, μήπως τρυπώσουν μέσα στην πόλη από πουθενά, χωρίς να το πάρουν είδηση.
Ποιά δηλαδή;
[422a] Ο πλούτος και η φτώχεια, επειδή εκείνος γεννά την ηδυπάθεια και την οκνηρία και τις διάφορες ανατροπές, και η φτώχεια πάλι, εκτός από τη διάθεση για ανατροπές, την ταπείνωση του ηθικού και κάθε προστυχιά.
Πολύ καλά· σκέψου όμως κι αυτό, Σωκράτη, πώς θα είναι σε θέση η πόλη μας, αφού δε θα έχει χρήματα, να κάμει πόλεμο, και μάλιστα αν αναγκαστεί να πολεμήσει με καμιά μεγάλη και πλούσια πόλη.
Είναι ολοφάνερο πως με μια πόλη το πράγμα θα ήταν δυσκολότερο, [422b] με δυο όμως τέτοιες μαζί είναι ευκολότερο.
Πώς είπες;
Πρώτα πρώτα, βέβαια, αν παρουσιαστεί ανάγκη να κάμουν πόλεμο, δε θα έχουν να τον κάμουν με πλούσιους ανθρώπους αυτοί που θα είναι πρωταθλητές στον πόλεμο;
Αυτό μάλιστα.
Τί λοιπόν, Αδείμαντε; ένας πυγμάχος, γυμνασμένος όσο γίνεται καλύτερα σ᾽ αυτή τη δουλειά, δε σου φαίνεται πως θα τα έβγαζε πέρα με δυο όχι πυγμάχους αλλά πλούσιους και κοιλαράδες αντιπάλους;
Δεν το πιστεύω, ίσως, τόσο εύκολα και με τους δυο μαζί.
Ούτε αν είχε την ικανότητα να υποχωρεί μπρος σ᾽ εκείνον που θα ορμούσε πρώτος [422c] κάθε φορά καταπάνω του και να γυρίζει έπειτα να τον αρχίζει στις γροθιές, και να το έκανε το ίδιο πολλές φορές μες στον ήλιο και την κουφόβραση; Δε θα μπορούσε άραγε να καταφέρει και περισσότερους τέτοιους ένας τέτοιος;
Έτσι μάλιστα, δε θα ᾽ταν και πολύ παράδοξο το πράγμα.
Μα δε θα πιστεύεις βέβαια πως οι πλούσιοι θα έχουν περισσότερη τέχνη και γύμναση στην πυγμαχία παρά στον πόλεμο.
Και βέβαια όχι.
Ώστε, καθώς βγαίνει φυσικά το συμπέρασμα, πολύ εύκολα οι δικοί μας οι αθλητές θα τα έβγαζαν πέρα και με διπλάσιους και με τριπλάσιους ακόμα.
Θα συμφωνήσω μαζί σου, γιατί μου φαίνεται πως έχεις δίκιο.
[422d] Τί δε; αν στείλουν πρεσβεία σε μιαν άλλη πόλη και τους πουν αυτό που θα᾽ ναι κι η αλήθεια: πως εμείς δε μεταχειριζόμαστε ούτε χρυσάφι ούτε ασήμι, ούτε μας είναι συχωρεμένο να ᾽χουμε· σε σας όμως δεν απαγορεύεται· βοηθήσετέ μας λοιπόν στον πόλεμο και κρατήσετε εσείς τα υπάρχοντα των άλλων· έχεις την ιδέα πως όποιοι τ᾽ ακούσουν θα το ᾽χουν καλύτερα να πάνε ενάντια σε σκυλιά λιγνά μα στεριοδεμένα, ή μαζί μ᾽ αυτά τα σκυλιά ενάντια σε πρόβατα παχιά και τρυφερά;
Δε μου φαίνεται· αν όμως μαζευτούν σε μια πόλη [422e] τα χρήματα των άλλων, κοίταξε μήπως γίνει επικίνδυνη σε κείνη που δεν έχει πλούτη.
Μακάριος είσαι, αφού φαντάζεσαι πως αξίζει να ονομάσει κανείς πόλη άλλη καμιά εκτός από την τέτοια, καθώς την κατασκευάζομε εμείς.
Μα τότε πώς;
Πρέπει να βρούμε κανένα μεγαλύτερο όνομα για τις άλλες· γιατί η καθεμιά τους είναι πάμπολλες πόλεις κι όχι μια πόλη, όπως στο γνωστό παιγνίδι. Δυο τουλάχιστο, οπωσδήποτε και να ᾽ναι, η μια σε πόλεμο [423a] με την άλλη: η μια των φτωχών η άλλη των πλουσίων· και σε καθεμιά τους πάλι μέσα άλλες πολλές, που αν τους φέρνεσαι σαν να ήταν μια, τότε θα χάσεις το παν, αν όμως σαν να ήταν πολλές και δίνεις τούτων τα υπάρχοντα και τη δύναμη ή κι αυτούς τους ίδιους στους άλλους, θα ᾽χεις πάντα σύμμαχους πολλούς κι εχθρούς ολίγους. Και όσον καιρό η πόλη η δική μας θα σου κυβερνιέται με τη σωφροσύνη, όπως πρωτύτερα την ορίσαμε, θα είναι η πιο μεγάλη απ᾽ όλες, και μεγάλη λέγω όχι σύμφωνα με την κοινή αντίληψη, αλλά πραγματικά μεγάλη, κι αν χίλιους μονάχα πολεμιστές έχει να την υπερασπίζονται· γιατί μιαν έτσι μεγάλη πόλη δε θα βρεις εύκολα ούτ᾽ ανάμεσα στους Έλληνες ούτ᾽ ανάμεσα στους βαρβάρους, [423b] πολλές όμως που περνούν για τέτοιες και πολλές φορές ακόμη μεγαλύτερες από την τέτοια τη δική μας. Ή μήπως έχεις διαφορετική ιδέα;
Όχι, μά την αλήθεια.
Ώστε λοιπόν αυτό θα ήταν για τους δικούς μας τους άρχοντες το καλύτερο όριο, που επάνω του να κανονίζουν πόσο μεγάλη πρέπει να κάνουν την πόλη τους και σύμφωνα μ᾽ αυτό της το μέγεθος να της χωρίζουν όσον τόπο της χρειάζεται, κι ούτε να γυρίζουν να δουν άλλον παραπάνω.
Και ποιό είναι αυτό το όριο;
Το ακόλουθο, κατά την ιδέα μου: να την κάνουν να μεγαλώνει ως εκεί που μεγαλώνοντας να θέλει να μένει μία, παραπέρα όμως όχι.
[423c] Και καλά θα κάνουν.
Ώστε λοιπόν κι αυτή την άλλη προσταγή θα δώσομε στους άρχοντες, να φυλάγουν με κάθε τρόπο να μην είναι μήτε μικρή μήτε μεγάλη φαινομενικά, αλλά αρκετή και μια.
Και δε θα είναι ίσως πολύ δύσκολη η προσταγή που θα τους δώσομε.
Κι ακόμη ευκολότερη απ᾽ αυτήν ετούτ᾽ η άλλη, που την αναφέραμε και πριν, εκεί που λέγαμε πως πρέπει, αν κανενός από τους φύλακες το παιδί γεννηθεί έκφυλο, να ξαποστέλλεται [423d] στις άλλες τάξεις, κι αν πάλι απ᾽ τους άλλους γεννηθεί κανένα που ν᾽ αξίζει, να κατατάσσεται στους φύλακες· κι αυτό ήθελε να δηλώσει πως πρέπει και τους άλλους πολίτες να τοποθετούμε καθένα τους σ᾽ εκείνη τη μια δουλειά που είναι προορισμένος από τη φύση του, και αυτή τη μια να εξασκεί πάντα, για μη γίνεται ο ένας πολλοί, αλλά να μένει ένας, κι έτσι κι ολόκληρη η πόλη να διατηρεί τη φυσική της ενότητα και να μη χωρίζεται σε πολλές.
Μα είναι βέβαια αυτή η προσταγή μικρότερη από την άλλη.
Κι αλήθεια, καλέ μου Αδείμαντε, δεν είναι, καθώς θα φαντάζονταν κανείς, πολλά και μεγάλα αυτά που τους προστάζομε, αλλά [423e] όλ᾽ ασήμαντα, φτάνει να φυλάγουν το ένα που το λέμε μεγάλο, ή καλύτερο αρκετό αντίς μεγάλο.
Και ποιό είναι αυτό;
Η εκπαίδευση και η ανατροφή· γιατί αν με την καλή εκπαίδευση γίνουν άνθρωποι μετρημένοι, όλ᾽ αυτά θα τα διακρίνουν και μόνοι τους και τα άλλα βέβαια, που εμείς τώρα τα παραλείπομε, για την απόκτηση των γυναικών, για τους γάμους των, για την τεκνοποίηση, πως [424a] πρέπει δηλαδή όλ᾽ αυτά, όπως λέει και η παροιμία, να τα θεωρούν ολωσδιόλου κοινά ανάμεσα σε φίλους.
Θα ήταν πολύ σωστό βέβαια έτσι να γίνονται τα πράγματα.
Και πραγματικώς μια πολιτεία, αν εξαρχής πάρει ένα καλό σπρώξιμο, εξακολουθεί να αυξαίνει σαν ένας κύκλος· γιατί η καλή εκπαίδευση κι η ανατροφή, αν διατηρείται, γεννά καλές φύσεις, και πάλι οι χρηστές αυτές φύσεις, όταν λάβουν μια τέτοια ανατροφή, θα γίνουν ακόμα καλύτερες από τις προηγούμενες και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα και στην [424b] τεκνοποίηση, όπως γίνεται με τα άλλα ζώα.
Πολύ φυσικά.
Με λίγα λόγια λοιπόν, πρέπει οι επόπτες της πολιτείας να επιμένουν προπάντων πώς να μη διαφθαρεί χωρίς να το καταλάβουν αυτή η ανατροφή και περισσότερο απ᾽ όλα να φυλάγουν να μην μπαίνει κανένας νεωτερισμός στη γυμναστική και τη μουσική, έξω από την ορισμένη τάξη, αλλά να την κρατούν όσο γίνεται αυστηρότερα και να φοβούνται, όταν λέγει ο ποιητής πως οι άνθρωποι βρίσκουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση στο τραγούδι,
που πιο καινούργιο αντιλαλά γύρω στ᾽ αυτιά π᾽ ακούνε,
[424c] μήπως φανταστεί κανείς πως εννοεί όχι τα νέα τραγούδια, αλλά ένα νέο τρόπο ωδικής και συμφωνεί σ᾽ αυτό· ενώ πρέπει μια τέτοια σκέψη ούτε να την επιδοκιμάζει ούτε να την παραδέχεται κανείς. Γιατί πρέπει με μεγάλη ευλάβεια ν᾽ αποφεύγομε κάθε νέα αλλαγή στο είδος της μουσικής, επειδή τρέχομε έτσι τον κίνδυνο να χάσομε το παν· γιατί, όπως το λέει ο Δάμων και τον πιστεύω κι εγώ, πουθενά δεν γίνεται να μετακινηθούν οι τρόποι της μουσικής χωρίς μαζί να μετακινηθούν και οι μεγαλύτεροι πολιτικοί νόμοι.
Βάλε λοιπόν κι εμένα με κείνους που το πιστεύουν αυτό.