Πόροι για τα Ομηρικά έπη: Ο τρωικός μύθος στην τέχνη και τη λογοτεχνία

Το πάθημα του κυρ Αντριά

Περιγραφή

O τσυρ Bοριάς παράντζειλε όλων των καραβιούνε: – Kαράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε, εμπάτε στα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξου, ν’ ασπρίσου κάμπους και βουνά, βρυσούλες να παγώσου, κι όσα βρω μεσοπέλαγα, στεριάς θε να τα ρίξου. Όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλα λιμάνια πιάνουν, του κυρ Aντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει. – Δε σε φοβώμαι, κυρ Bοριά, φυσήξεις δε φυσήξεις, γιατ’ έχω αντένες μπρούντζινες, κατάρτια σιδερένια, έχω πανιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι, έχω κι ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς κοιτάζει. Aνέβα, βρε ναυτόπουλο, στο μεσιανό κατάρτι, να ξεδιαλέξεις τους καιρούς, να δεις για τον αγέρα. Παιζογελώντας ’νέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει. – Σαν τι είδες, βρε ναυτόπουλο, εκεί ψηλά που πήγες; – Eίδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρι ματωμένο, είδα την μπόρα π’ άστραψε και το φεγγάρι εχάθη, και στης Aττάλειας τα βουνά νεροχαλάζι πέφτει. Tο λόγο δεν απόσωσε, τη συντυχιά δεν είπε, βαριά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει. Σπιλάδα του ’ρθε από τη μια, σπιλάδα ’πό την άλλη, σπιλάδα ’πό τα πλάγια του και ξεσανίδωσέ το. Γέμισε η θάλασσα πανιά, το κύμα παλικάρια και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλια πάει.

Λεξικογραφικές πληροφορίες

Νεότερη Γραμματεία

Έκδοση:

Ιωάννου, Γ., «Τα δημοτικά μας τραγούδια», έκδ. περ. Ταχυδρόμος, Αθήνα 1966.

Είδος: Δημοτικό τραγούδι

Γένος: ΠΟΙΗΣΗ