ΜΙΜΝΕΡΜΟΣ
απ. 12 West
Ἠέλιος μὲν γὰρ ἔλαχεν πόνον ἤματα πάντα, |
Ο Ήλιος κόπον έλαχε να κάμνει κάθε ημέρα κι ουδέ του γίνεται ποτέ ανάπαυλ᾽ ακριβή στον ίδιον και στους ίππους του, σαν η Αυγή από πέρα αφήσει τον Ωκεανό και στα ψηλά ανεβεί. Τον φέρνει επάνω στο νερό κλινάρι καμωμένο από τα χέρια τ᾽ ακουστού Ηφαίστου, τακτικά— ολόχρυσο και πτερωτό— στο κύμα πλαγιασμένο των Εσπερίδων απ᾽ τη γη γοργά κι αρπακτικά ως στων Αιθιόπων τα βουνά, που τ᾽ άλογα και τ᾽ άρμα στέκουν, ωσότου η δροσινή Αυγούλα να φανεί· εκεί ανεβαίνει ο βασιλιάς στ᾽ αμάξι του… |
Και του ήλιου ακόμη του έλαχε κούραση κάθε μέρα, μηδέ αναπεύονται ποτές αυτός και τ᾽ άλογά του απ᾽ τη στιγμή, που αφήνοντας τον Ωκεανόν η Αυγούλα η ροδοδάχτυλη ψηλά στον ουρανό θ᾽ ανέβει· αυτόν πάνω στα κύματα βαθουλωτό κι ωραίο κρεβάτι και με του Ήφαιστου τα χέρια δουλεμένο από χρυσάφι αμάλαγο, γοργόδρομο τον φέρνει, ενώ αρπαχτά πας στο νερό κοιμάται, από τη χώρα των Εσπερίδων ως στη γη των Αιθιόπων, όπου γλήγορο αμάξι κι άλογα στέκονται, όσο που νά ᾽ρθει η γέννα του Όρθρου η Χαραυγή. Και του Υπερίονα τότε ο γιος εκεί θε ν᾽ ανεβεί πάλι μες σ᾽ άλλο αμάξι… |
Έργο στον Ήλιο έχει πέσει βαρύ, που μια μέρα δε λείπει· απ᾽ τη στιγμή που θα βγει απ᾽ το βαθύ Ωκεανό η ροδοδάχτυλη Αυγή, τ᾽ ουρανού για να πάρει το δρόμο, αναπαμός πια κανείς για Ήλιο και για άτια του. Μια κλίνη —χρυσάφι ακριβό, που το δούλεψε ο Ήφαιστος—, κλίνη βαθουλωτή, φτερωτή, λαχταριστή, στων νερών πλέει την κορφή, και τον Ήλιο, βαθιά ενώ κοιμάται, απ᾽ τον τόπο των Εσπερίδων τον πάει στων Αιθιόπων τη γη· τ᾽ άρμα του εκεί το γοργό καρτερεί και μαζί τ᾽ άλογά του, ώσπου η Αυγή να φανεί, που ώρα πρωινή τη γεννά. Και του Υπερίονα ο γιος στο δικό του πια ανέβηκε αμάξι. |