ΜΙΜΝΕΡΜΟΣ
απ. 2 West
ἡμεῖς δ᾽, οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη |
Εμείς τα φύλλα μοιάζομε, που η άνοιξη τ᾽ ανοίγει και μεγαλώνει τα γοργός ο ήλιος απαλά, μα τους ανθούς χαιρόμεθα της ήβης ώρα λίγη χωρίς να δοκιμάσομε κακά μηδέ καλά. Οι μαύρες Μοίρες καθεμιά φέρνει κακό δικό της· η μια με τέλος τα φρικτά σιμώνει γερατειά κι η άλλη με τον θάνατο! Πώς ο καρπός της νιότης πώς ωριμάζει σύντομα στου ήλιου την φωτιά! Μόν᾽ άμα ᾽ρθει το τέλος της και πάει κι ώρα τούτη, καλύτερος ο θάνατος παρά να ζει κανείς· χίλια κακά μάς έρχονται· άλλοτε παν τα πλούτη κι η φτώχια είν᾽ ένα βάσανο π᾽ αδιάκοπα πονείς! Πάλι άλλος ονειρεύεται παιδάκια αγαπημένα και πάει στον τάφο του μ᾽ αυτόν τον πόθο τον πικρό· άλλος αρρώστια έχει βαριά· και δεν θωρώ κανένα που να μη δίνει του ο θεός κακά, σωρό, σωρό. |
Όμοιοι κι εμείς μ᾽ όσα γεννά φύλλα η πολυανθισμένη άνοιξη, όταν αξαίνουμε με τις αχτίδες του ήλιου, λίγον καιρό χαιρόμαστε τα λουλούδια της νιότης χωρίς να ξέρουμε απ᾽ τους θεούς καλό ή κακό· κι οι Μοίρες οι μαύρες στέκουν δίπλα μας τα τέλη η μια κρατώντας των πικραμένων γηρατειών και του θανάτου η άλλη· μα και της νιότης ο καρπός λιγόωρος είναι τόσο όσο το φως του ο ήλιος στη γη σκορπίζει κάθε μέρα. Όμως κι αυτό το σύνορο της νιότης σαν περάσεις, καλύτερος ο θάνατος αμέσως παρά η ζήση. Γιατί βάσαν᾽ αμέτρητα μες στην ψυχή γεννιούνται· αλλουνού χάνεται το βιος κι αλύπητες πλακώνουν της φτώχιας οι τυράγνησες· και πάλι άλλος δεν έχει παιδιά, κι ενώ πάνω στη γη πιότερο αυτά ποθούσε πεθαίνει με τον πόθο τους· και καρδιολιώτρα αρρώστια άλλον παιδεύει· κι άνθρωπος κανένας δεν υπάρχει, που συφορές αμέτρητες να μη του δίνει ο Δίας. |
Όπως τα φύλλα που η άνοιξη φέρνει η πολύανθη —τότε είν᾽ η εποχή που γοργά ο ήλιος τα θρέφει— κι εμείς λίγον καιρό, πολύ λίγο, της νιότης χαιρόμαστε τ᾽ άνθη δίχως θεϊκών συμφορών να ᾽χουμε πείρα, ούτε δα τι είναι καλό. Σκοτεινές πλάι μας έπειτα στέκονται μοίρες· των θλιβερών γερατειών η κυβερνήτρα είν᾽ η μια και του θανάτου είν᾽ η άλλη· ο καρπός λίγο μένει της νιότης, όσο μονάχα στη γη του ήλιου σκορπιέται το φως. Όταν της πλέριας ακμής την κορφή ξεπεράσει κανένας, απ᾽ τη ζωή πιο καλός τότε είν᾽ ο θάνατος πια· πίκρες πολλές την καρδιά φαρμακώνουνε· ο ένας το βιος του βλέπει να ρέβει, κι αυτόν φτώχεια τον σφίγγει βαριά· άλλος δεν έχει παιδιά, και μ᾽ αυτό τον καημό πάνω απ᾽ όλους στον άλλον κόσμο περνά, κάτω απ᾽ τη μαύρη τη γη· λιώνει η αρρώστια αλλουνού την καρδιά, και δεν είναι στον κόσμο ένας, που ο Δίας τα δεινά να μην του δίνει σωρό. |