ΜΙΜΝΕΡΜΟΣ
απ. 1 West
τίς δὲ βίος, τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς Ἀφροδίτης; |
Γλύκα η ζωή μας χωρίς τη χρυσήν Αφροδίτη δεν έχει. Κάλλιο η ζωή μου ας σβηστεί, ξένα σα θα ᾽ναι για με ο έρωτας, τα ηδονικά του σμιξίματα, οι κρύφιες χαρές του, που είναι της νιότης οι ανθοί, μα τόσο εφήμεροι, αλί, και για γυναίκες και για άντρες. Τα έρμα ως πλακώσουνε γέρα, που κάθε αξιότη του αντρός λιώνουν και κάθε ομορφιά, του τυραννούν ακατάπαυστα πια την ψυχή μαύρες έγνοιες, δίχως καμιά πια χαρά του ήλιου αντικρίζει το φως· δεν τον ψηφούν οι γυναίκες, κι οι νιοι τον σιχαίνονται. Τόσα στα γερατειά απανωτά βάσανα ρίχνει ο θεός. |
Τι είναι η ζωή, και ποια η γλύκα της δίχως την Αφροδίτη τη χρυσή; Ν άφηνα την πνοή μου, όταν θα έπαυαν όλα τούτα να μ᾽ ενδιαφέρουν, οι κρυφές αγάπες, τα γλυκά σαν μέλι δώρα τους και το κρεβάτι — άνθη συναρπαστικά που στολίζουν τη νιότη αντρών και γυναικών. Μα όταν επιδράμει οδυνηρό το γήρας, αυτό που ασχημίζει τον άνθρωπο και τον εξευτελίζει, εξουθενωτικό άγχος βασανίζει την ψυχή του, και πια δεν χαίρεται να αντικρίζει το φως του ήλιου· γιατί οι άγουροι τον αποφεύγουν, και οι γυναίκες τον περιφρονούν — τόσο σκληρά έκαμε ο θεός τα γηρατειά! |