Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΣΑΠΦΩ

απ. 44 Lobel-Page

Κυπρο̣.[c. xxii litt. ]ας̣·
κάρυξ ἦλθε̣ θε̣[ c. x litt. ]ελε̣[. . .].θεις
Ἴδαος ταδεκα. . .φ[. .].ις τάχυς ἄγγελος
› [3a]
τάς τ᾽ ἄλλας Ἀσίας .[.]δε.αν κλέος ἄφθιτον·
5 Ἔκτωρ καὶ συνέταιρ̣[ο]ι ἄγ̣οι̣σ᾽ ἐλικώπιδα
Θήβας ἐξ ἰέρας Πλακίας τ᾽ ἀπ’ ἀ[ιν]νάω
ἄβραν Ἀνδρομάχαν ἐνὶ ναῦσιν ἐπ᾽ ἄλμυρον
πόντον· πόλλα δ᾽ [ἐλί]γματα χρύσια κἄμματα
πορφύρ[α] κὰτ ἀύτ[με]να, ποί̣κ̣ι̣λ᾽ ἀθύρματα,
10 ἀργύρα̣ τ̣᾽ ἀνά̣ριθ̣μα ποτήρια κἀλέφαις.
ὢς εἶπ᾽· ὀτραλέως δ᾽ ἀνόρουσε πάτ[η]ρ̣ φίλος,
φάμα δ᾽ ἦλθε κατὰ πτ̣όλιν εὐρύχο̣ρ̣ο̣ν φίλοις·
αὔτικ᾽ Ἰλίαδαι σατίναι[ς] ὐπ᾽ ἐυτρόχοις
ἆγον αἰμιόνοις, ἐ̣π̣[έ]βαινε δὲ παῖς ὄχλος
15 γυναίκων τ᾽ ἄμα παρθενίκα[ν] τ’ [ἀπαλο]σφύρων,
χῶρις δ᾽ αὖ Περάμοιο θυγ[α]τρες [
ἴππ[οις] δ᾽ ἄνδρες ὔπαγον ὐπ᾽ ἀρ̣[μα-
π[]ες ἠίθ̣εοι, μεγάλω[σ]τι δ̣[
δ[]. ἀνίοχοι φ[. . . . .].[
20 π̣[ʹ]ξα.ο[
desunt aliquot versus
[ἴ]κελοι θέοι[ς
[] ἄγνον ἀολ[λε-
ὄ̣ρ̣μαται []νον ἐς Ἴλιο[ν
αὖλος δ᾽ ἀδυ[μ]έλης̣ [κίθαρις]τ᾽ ὀνεμίγνυ[το
25 καὶ ψ[ό]φο[ς κ]ροτάλ[ων, λιγέ]ως δ᾽ ἄρα πάρ[θενοι
ἄειδον μέλος ἄγν̣[ον ἴκα]νε δ᾽ ἐς α̣ἴ̣θ̣[ερα
ἄχω θεσπεσία̣ γελ̣[
πάνται δ᾽ ἦς κὰτ ὄδο[
κράτηρες φίαλαί τ᾽ ὀ[. . .]υεδε[. .]. .εακ[.].[
30 μύρρα καὶ κασία λίβανός τ᾽ ὀνεμείχνυτο,
γύναικες δ᾽ ἐλέλυσδον ὄσαι προγενέστερα[ι,
πάντες δ᾽ ἄνδρες ἐπήρατον ἴαχον ὄρθιον
Πάον᾽ ὀνκαλέοντες ἐκάβολον εὐλύραν,
ὔμνην δ᾽ Ἔκτορα κἈνδρομάχαν θεοεικέλο[ις.
====

. . . . . . . . . . . . .

Κήρυκας ήλθε τρέχοντας κι ως στάθη ανάμεσά τους

ο Ίδαος, τούτα φέρνοντας γοργός μαντατοφόρος,

κι απ᾽ όλη της Ασίας τη γη την άλλη, άφθαρτη δόξα·

«Ο Έκτορας και οι σύντροφοι τη γλυκομάτα φέρνουν

από τη Θήβα την ιερή κι απ᾽ την Πλακία, τις βρύσες

οπὄχει τις αστείρευτες, την τρυφερή Ανδρομάχη,

πάν᾽ απ᾽ τα πέλαα τ᾽ αρμυρά με τα γοργά καράβια·

κι ολόχρυσα πολλά μαζί στριφτά βραχιόλια φέρνουν

και πορφυρά φορέματα και κεντητά λουλούδια,

και φέρνουν πλουμοσκάλιστα στολίδια κι απ᾽ ασήμι

ποτήρι᾽ αντάμ᾽ αμέτρητα κι ελεφαντόδοντο άσπρο».

Έτσ᾽ είπε· κι ο ακριβός γονιός ορμητικά εσηκώθη·

κι η φήμη στην ευρύχωρη πόλη τούς φίλους ήβρε.

Κι αμέσως στα καλότροχα του Ίλιου οι γιοι τ᾽ αμάξια

γοργά τις μούλες ζεύανε κι ανέβαινε το πλήθος

όλο σ᾽ αυτά των γυναικών κι ορθόκορμων παρθένων

και χώρια πάλι πήγαιναν και του Πριάμου οι κόρες.

Από την άλλη στ᾽ άρματα τ᾽ άλογα ζεύαν οι άνδρες·

τα παλληκάρια ήταν μαζί κι όλο το μέγα πλήθος

έξω απ᾽ την πόλη φέρνανε . . .

οι αμαξηλάτες . . .

. . . . . . . . . . . . .

οι γλυκόλαλες σμίγανε φλογέρες τις κιθάρες

και τα ηχερά τα κρόταλα κι ολόγλυκα οι παρθένες

ιερό τραγούδι εψάλλανε κι ως στον αιθέρα επάνω

αχός θεσπέσιος έφτανε . . .

παντού στους δρόμους . . .

κρατήρες και φιάλες [] λιβάνι

σμύρνα, κανέλα ολόγυρα την ευωδία τους σμίγαν

και οι γυναίκες έκραξαν οι προεστές, κι οι άντρες

όλοι τον όρθιο ψάλλανε μαγευτικόν παιάνα

καλώντας τον μακρόβολο με την πανώρια λύρα

κι υμνούσαν τους θεόμορφους Έκτορα κι Ανδρομάχη.

 

Τρεχάτος πήγε εκεί, γοργός μαντατοφόρος,

ο Ιδαίος ο κράχτης, στάθηκε στη μέση και είπε

το νέο που δόξα αθάνατη φέρνει στην Τροία

και σε όλες της Ασίας τις χώρες: «Απ᾽ την Πλάκο,

που αστέρευτα νερά τη βρέχουν, κι απ᾽ την άγια

τη Θήβα φέρνουν ο Έχτορας κι οι σύντροφοί του

τη μαυρομάτα εδώ, την τρυφερή Αντρομάχη

με πλοία που τ᾽ αρμυρό το πέλαο σκίζουν· και είναι,

μες στ᾽ άρμενα, πολλά χρυσά βραχιόλια, ωραία

και πορφυρά σκουτιά, πολύχρωμα στολίδια,

κι είν᾽ ελεφαντοκόκαλο κι είν᾽ ασημένια

πολλά ποτήρια, αμέτρητα.» Μίλησε ο κράχτης,

κι απάνω ευθύς γοργά τινάχτηκε ο πατέρας.

Στη χώρα την πλατιά το νέο τ᾽ ακούνε οι φίλοι.

Οι Τρώες, σ᾽ αμάξια ωριότροχα, μουλάρια ζεύουν·

εκεί ανεβαίνει το πολύ γυναικομάνι,

μαζί κι οι λιγναστράγαλες εκεί κοπέλες,

μα χωριστά απ᾽ αυτές του Πρίαμου πάνε οι κόρες.

Άλογα στα άρματα έζευαν τα παλικάρια

και μεγαλόπρεπα ύστερα οι αρματολάτες

στολίζανε τους δίφρους τους.

. . . . . . . . . . . .

Με τον αχό γλυκόλαλων αυλών, της άρπας

έσμιγε κει ο αχός, κι ο βρόντος των κροτάλων·

οι κοπελιές αγνό τραγούδι τραγουδούσαν

με καθαρές φωνές, κι εξαίσια μελωδία

ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Κρατήρες

και κούπες αργυρές παντού στους δρόμους· σμύρνας,

κασίας και λιβανιού χυνόταν η ευωδία.

Εκεί προεστές ξεφώνιζαν, με παιάνα οι άντρες

ηχερό και χαρούμενο δοξολογούσαν

το σαϊτευτή θεό, το Φοίβο το λυράρη,

και υμνούσανε τον Έχτορα και την καλή του,

την Αντρομάχη, που έμοιζαν θεοί κι οι δυο τους.

 

Ήρθε ο διαλάλης τρέχοντας (κι εμπρός στον Πρίαμο) στάθηκεν,

ο Ιδαίος, γοργά να δώσει τα μαντάτα:

. . . . . . . . (στην Τροία απλώνει σήμερα)

και στην Ασία την άλλη δόξα αθάνατη:

Ο Έχτορας κι οι σύντροφοί του στο κύμα πάνω τ᾽ αρμυρό

τη λυγερή Αντρομάχη φέρνουνε την αστρομάτα!

Τη φέρνουν απ᾽ την άγια Θήβα, απ᾽ της πολύβρυσης

Πλακίας τα μέρη. Τα χρυσά βραχιόλια μύρια,

κι ευωδιαστά, βαμμένα στην πορφύρα ρούχα, φίλντισι,

κι ασημοπότηρα αλογάριαστα και τζοβαΐρια!

Είπε, και δίχως άργητα πετάχτη πάνω ο κύρης τους,

κι έτρεξε η φήμη στην πλατιά την Τροία παντού να φτάσει,

κι οι Τρώες τις μούλες στα καλότροχα ζεύαν ευτύς αμάξια τους,

κι όλες μαζί ανεβαίνανε με βιάση

πλήθος γυναίκες και παρθένες λιγναστράγαλες

—του Πρίαμου οι κόρες χωριστά κινούσαν—,

κι οι άντρες εζεύαν στ᾽ άρματά τους τ᾽ άλογα —

όλοι τους νιούτσικοι —, κι οι αμαξολάτες τα λαλούσαν

φωνάζοντας…

(κενό)

] θεόμορφοι

] αγνό (τραγούδι;), όλοι μαζί

πίσω στης Τροίας το κάστρο (ν᾽ ανεβούν) τραβούσαν·

κι άκουες (κιθάρες) και γλυκόλαλους αυλούς ανάκατα

και καστανιέτες· κι οι παρθένες τραγουδούσαν

γάμου τραγούδια με ψιλή φωνή, κι ανέβαινε

στα ουράνια ο θείος αχός, και γέλια [

παντού στους δρόμους [

κροντήρια (με κρασί) και κούπες [

λιβάνι και κασία και σμύρνα ανάκατα·

κι ακούστηκε η ιερή κραυγή των γυναικών,

όσες τους πιο τρανές στα χρόνια, κι οι άντρες έσμιξαν

τις δυνατές φωνές τους, κι όλοι ανακαλιούνταν

τον που κρατεί τη λύρα Απόλλωνα, τον σαγιτάρη·

και δόξαζαν την Αντρομάχη και τον Έχτορα,

το νέο, των θεών την ομορφιά που θύμιζε ζευγάρι.

 

Έφτασε ο κήρυκας δρομαίος και γρήγορος μαντατοφόρος

μπροστά στον Πρίαμο ο Ιδαίος αγγέλλει:

«…και της λοιπής Ασίας άφθαρτη δόξα. Ο Έκτορας

κι οι σύντροφοί του, σχίζοντας τα αλμυρά πελάγη με καράβια,

από τη Θήβα την ιερή και την αστείρευτη Πλακία

την Ανδρομάχη φέρνουν, αβρή και μαυρομάτα. Βραχιόλια

αμέτρητα κι ολόχρυσα, αέρινα και πορφυρά φαντά,

περίτεχνα στολίδια, κύπελλα αναρίθμητα, και φίλντισι…».

Αυτά τα νέα φέρνει. Κι ευθύς ορθός πετάχτηκε του Έκτορα

ο γονιός. Έτρεξε η φήμη στην πόλη την απλόχωρη,

το νέο να φέρει σ᾽ όλους τους καλούς. Σύσσωμοι οι Τρώες

δεν αργούν. Μουλάρια ζέψαν σε άμαξες· των γυναικών το σμάρι

επιβαίνει, μαζί τους οι παρθένες, τόσο αλαφροπάτητες·

χώρια ξεκίνησαν οι θυγατέρες του Πριάμου·

οι άντρες στα άρματά τους άλογα προσδένουν…

αγόρια μεγαλόπρεπα… ηνίοχοι.

. . . . . . . . . . . .

Κι όταν με το θεόμορφο ζευγάρι σμίγουν, πλημμύρα ο κόσμος

ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, οδεύοντας στο Ίλιο.

Ο αυλός γλυκόφωνος με την κιθάρα συντονίζεται· κρόταλα

υπόκωφα και μέλος, αγνό κι οξύφωνο, που τραγουδούσαν

οι κοπέλες· η ηχώ θεσπέσια στον ουρανό ψηλά

ανεβαίνει, χαρμόσυνο το γέλιο.

Παντού στους δρόμους φιάλες και κρατήρες, μυρωδικά

ανάμεικτα· σμύρνα, κασία και λιβανωτός. Γυναίκες ώριμες

ανέκραξαν ολολυγή χαράς· οι άντρες όλοι με φωνή βαριά

ψάλλουν τον ιερό ψαλμό, καλώντας τον μακρόβολο Παιάνα,

που κυβερνά τη λύρα όπως κανείς.

Την Ανδρομάχη υμνούσαν και τον Έκτορα —

πανέμορφο ζευγάρι, σαν θεοί.

 

 

στ. 5-16

«Ο Έκτορας και οι συντρόφοι του φέρνουν τη μαυρομάτα, τρυφερή Ανδρομάχη από τις ιερές Θήβες και την αστείρευτη Πλακίη μέσα σε καράβια, πάνω από τη θάλασσα την αρμυρή· πολλά τα χρυσά βραχιόλια τους και πορφυρά τα ρούχα που ανεμίζουν στον αέρα, τα παιχνίδια τα φτιαγμένα με τέχνη κι οι αναρίθμητες ασημένιες κούπες και το ελεφαντόδοντο.» Έτσι μίλησε εκείνος, και γοργά σηκώθηκε ο πατέρας ο αγαπημένος του Έκτορα· τα νέα έφτασαν στους φίλους του περνώντας μέσα από τις πλατείες της πόλης. Παρευθύς οι γιοι του Ίλου έζεψαν μουλάρια στα καλότροχα αμάξια, και πλήθος ολόκληρο γυναίκες και κορίτσια με τους τρυφερούς αστράγαλους ανέβηκαν πάνω, και χύθηκαν μπροστά, χωριστή συντροφιά, οι κόρες του Πριάμου…

 

στ. 24-34

οι γλυκοί τόνοι του αυλού έσμιξαν με τη λύρα και με τους ήχους των κυμβάλων· οι κοπέλες έψαλαν με καθάρια φωνή ένα ιερό μέλος κι ο θαυμαστός ήχος άγγιξε τους αιθέρες […] σμύρνα, κασία και λιβανωτός ανακατεύτηκαν. Οι ωριμότερες γυναίκες έσυραν όλες μαζί κραυγή χαράς, κι οι άντρες έπιασαν ένα τραγούδι δυνατό, ένα τραγούδι όλο πόθο· καλώντας τον Παιάνα τον μακροδόξαρο, τον άρχοντα της λύρας, τραγούδησαν τον Έκτορα και την Ανδρομάχη σαν θεούς.