ΣΑΠΦΩ
απ. 17 Lobel-Page
πλάσιον δή μ[οί ποτ᾽ ὄναρ παρέστα,
ἐκτελέσσαντες [γὰρ Ἄρευος ἔργον
πρὶν σὲ καὶ Δί᾽ ἀντ[όμενοι κάλεσσαν
ἄγνα καὶ κά[λον κατάγοισι πέπλον |
Μες στ᾽ όνειρό μου, στάθηκε κοντά μου, Ήρα μου σεβαστή, η ωραία μορφή σου, όπως οι ξακουσμένοι βασιλιάδες, οι γιοι του Ατρέα,
κατά το τάμα που έκαμαν σε στήσαν· γιατί, όταν σε άκρη το έργο φέραν του Άρη κι απ᾽ το γοργό του Σκάμανδρου το ρέμα εδώ πρωτόρθαν,
στον τόπο τους να φτάσουν δεν μπορούσαν χωρίς ευκή σ᾽ εσένα και στο Δία, μα και στο λατρεμένο γιο της Θυώνης· τώρα οι πολίτες,
όπως παλιά, θυσίες αγνές προσφέρνουν, και πυκνές στο βωμό σου γύρω στέκουν παρθένες και γυναίκες, κι έναν πέπλο ωραίο σού δίνουν. |