ΣΑΠΦΩ
απ. 2 Lobel-Page
δεῦρύ μ’ ἐκ Κρήτα̣ς ἐπ[ὶ τόνδ]ε ναῦον
ἐν δ᾽ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι᾽ ὔσδων
ἐν δὲ λείμων ἰππόβοτος τέθαλε
ἔνθα δὴ σὺ στέμ‹ματ᾽› ἔλοισα Κύπρι |
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . (Αφροδίτη), από τα ουράνια πλάτη εδώ κατέβα,
στης Κρήτης τον αγνό ναό [ Χαριτωμένο άλσος εδώ γύρω όλο μηλιές· εδώ οι βωμοί καπνίζουν απ᾽ το λιβάνι·
εδώ νερά κατάκρυα μες στα κλώνια κελαηδούν· από τα ρόδα ο τόπος ολόσκιωτος· βαθύ τον ύπνο ρίχνουν τα φύλλα, ως σειούνται.
Στο λιβάδι που βόσκουν τα πουλάρια οι ανοιξιάτικοι ανθοί θρασομανούνε· γλυκά ευωδιάζει το άνηθο [ (και το τριφύλλι).
Έλα, Αφροδίτη, ανθοστεφανωμένη, το νέχταρ να κεράσεις ένα γύρο, για της γιορτής που ετοίμασαν το γλέντι, σε χρυσές κούπες! |
Κατέβα από τον ουρανό κι έλα στον ιερό ναό σου, όπου δάσος οι μελιές ανθούν και από τους βωμούς υψώνεται ευωδιαστό το θυμίαμα. Κρύο νερό μουρμουρίζει ανάμεσα στα κλαδιά της μελιάς και τριαντάφυλλα σκεπάζουν όλο τον τόπο. Καθώς θροΐζουν τα φύλλα μού έρχεται ύπνος που με παραλύει. Το λιβάδι που τρέφει τ᾽ άλογα σκεπάζεται πέρα ώς πέρα από τ᾽ ανοιξιάτικα λουλούδια και γλυκιά ευωδιά απλώνεται. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έλα, Κύπριδα, και κέρσα στις χρυσές κύλικες νέκταρ ανάμεικτο με κεφι. |
Έλα δω, από την Κρήτη, σ᾽ αυτό τον ιερό ναό, όπου είναι τ᾽ όμορφο περιβόλι σου με τις μηλιές, και βωμοί, όπου καίγεται θυμίαμα. Εδώ πέρα αχολογεί το δροσερό νερό μέσα από τα κλαδιά των δέντρων· ολόκληρος ο τόπος είναι κατάσκιος απ᾽ τα τριαντάφυλλα, και απ᾽ τα τρεμουλιαστά φύλλα σταλάζει ύπνος. Εδώ πέρα ένα λιβάδι λουλουδίζει μ᾽ όλα τ᾽ άνθια της άνοιξης· άλογα βόσκουν, κι οι αύρες ανασαίνουν γλυκά … Εδώ, Κύπριδα, πάρε γιρλάντες και γέμισε απαλά με νέκταρ τις κούπες τις χρυσές, για το γιορτινό τραπέζι μας. |