ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 350 Lobel-Page
ἦλθες ἐκ περάτων γᾶς ἐλεφαντίναν |
Ήρθες από της γης την άκρια, φιλντισένιο χρυσοδετό έχοντας το χέρι του σπαθιού σου, γιατί των Βαβυλώνιων το στρατό βοηθώντας κατάφερες παλικαριά πολύ μεγάλη και γλίτωσές τον από βάσανα περίσσα, σκοτώνοντας πολεμιστή, που ήθελε ακόμη μιαν απαλάμη μοναχά για να ᾽ναι πέντε πήχες βασιλικές….. |
Ήρθες από της γης την άκρη με το χέρι της σπάθας σου από φίλντισι χρυσοδεμένο, γιατί στων Βαβυλώνιων εσύ μέσα σαν ήσουν το στρατό, μεγάλον άθλο κατάφερες κι εκείνους από μόχτους ανείπωτους λευτέρωσες, γιγάντειο πολεμιστή σκοτώνοντας, που μόνο παλάμες δυο τού λείπανε, για να ᾽χει βασιλικούς στο ψήλος πέντε πήχες. |
Μας ήρθες απ᾽ της γης την άκρη, με ένα σπαθί που ᾽ναι χρυσόδετη η λαβή του και φιλντισένια, αφού, της Βαβυλώνας βοηθώντας το λαό σε πόλεμό τους, ένα αντραγάθημα έκαμες μεγάλο· έναν εχθρό τους, μαχητή γιγάντιο, που μια παλάμη τού ᾽λειπε να φτάσει τις πέντε πήχες, σκότωσες στη μάχη κι έτσι απ᾽ τα βάσανα έσωσες εκείνους. |
Ήρθες από τα πέρατα του κόσμου με φιλντισένια λαβή χρυσόδετη στο ξίφος σου. Πολεμώντας μαζί με τους Βαβυλωνίους κατάφερες κάτι μεγάλο, γιατί τους γλίτωσες από συμφορές σκοτώνοντας έναν πολεμιστή ψηλό ίσαμε δέκα βασιλικές οργές παρά μία παλάμη. |