ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 129 Lobel-Page
[].ρά.α τόδε Λέσβιοι
κἀπωνύμασσαν ἀντίαον Δία
Ζόννυσσον ὠμήσταν. ἄ[γι]τ̣᾽ εὔνοον
τὸν ῎Υρραον δὲ πα[ῖδ]α πεδελθέ̣τ̣ω̣
ἀλλ᾽ ἢ θάνοντες γᾶν ἐπιέμμενοι
κήνων ὀ φύσγων οὐ διελέξατο
οὐ κὰν νόμον [.]ον̣ . .[ ]ʹ̣[
. . .].[ |
Οι Λέσβιοι καθιέρωσαν αυτό το τέμενος, περίβλεπτο και μεγάλο, να το χαίρονται όλοι, και μέσα σ᾽ αυτό έστησαν βωμούς των αθάνατων Μακάρων. Τον Δία τον ονόμασαν θεό των ικετών, κι εσένα, την αιολίδα ένδοξη θεά, μητέρα των πάντων· τρίτον ονόμασαν το γιο της Σεμέλης, τον Διόνυσο, που τρώει ωμές τις σάρκες. Έλα με φιλική διάθεση και άκουσε την προσευχή μας και λευτέρωσέ μας από αυτά τα βάσανα και τη βαριά την εξορία. Ας καταδιώξει η δική τους ερινύα το γιο του Ύρρα, για να κρατήσουμε τον επίσημο όρκο που δώσαμε κάποτε … όταν ορκιστήκαμε ποτέ κανείς μας να μη … αλλά είτε νεκροί και ντυμένοι να κειτόμαστε μέσα στη γης αφανισμένοι από αυτούς που ήταν τότε στην εξουσία(;), ή αλλιώς να τους σκοτώσουμε εμείς, λυτρώνοντας έτσι το λαό από τους στεναγμούς του. Ωστόσο εκείνος ο κοιλαράς δεν νοιάστηκε για τίποτε απ᾽ όλα αυτά, αλλά, καταπατώντας μ᾽ αλαφρή καρδιά τους όρκους, λυμαίνεται τώρα την πόλη … παράνομα … Μυρσίλος … |