Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΑΛΚΑΙΟΣ

απ. 129 Lobel-Page

[].ρά.α τόδε Λέσβιοι
[. . .]. . . . εὔδειλον τέμενος μέγα
ξῦνον κά[τε]σσαν ἐν δὲ βώμοις
4 ἀθανάτων μακάρων ἔθηκαν

κἀπωνύμασσαν ἀντίαον Δία
σὲ δ᾽ Αἰολήιαν [κ]υδαλίμαν θέον
πάντων γενέθλαν, τὸν δὲ τέρτον
8 τόνδε κεμήλιον ὠνύμασσ[α]ν

Ζόννυσσον ὠμήσταν. ἄ[γι]τ̣᾽ εὔνοον
θῦμον σκέθοντες ἀμμετέρα[ς] ἄρας
ἀκούσατ᾽, ἐκ δὲ τῶν̣[δ]ε̣ μ̣ό̣χ̣θ̣ων
12 ἀργαλέας τε φύγας ῤ[ύεσθε·

τὸν ῎Υρραον δὲ πα[ῖδ]α πεδελθέ̣τ̣ω̣
κήνων Ἐ[ρίννυ]ς ὤς ποτ᾽ ἀπώμνυμεν
τόμοντες ἄ . . [ ʹ. .]ν̣ . .
16 μηδάμα μηδ᾽ ἔνα τὼν ἐταίρων

ἀλλ᾽ ἢ θάνοντες γᾶν ἐπιέμμενοι
κείσεσθ᾽ ὐπ᾽ ἄνδρων οἲ τότ᾽ ἐπικ.ʹ̣.η̣ν
ἤπειτα κακκτάνοντες αὔτοις
20 δᾶμον ὐπὲξ ἀχέων ῤύεσθαι.

κήνων ὀ φύσγων οὐ διελέξατο
πρὸς θῦμον ἀλλὰ βραϊδίως πόσιν
ἔ]μβαις ἐπ᾽ ὀρκίοισι δάπτει
24 τὰν πόλιν ἄμμι δέ̣δ̣[.]. .[.].ί.αις

οὐ κὰν νόμον [.]ον̣ . .[ ]ʹ̣[
γλαύκας ἀ[.]. . [.]. .[
γεγρά.[
28 Μύρσιλ̣[ο

. . .].[
[]
[]
32 [.]. .[

Οι Λέσβιοι καθιέρωσαν αυτό το τέμενος, περίβλεπτο και μεγάλο, να το χαίρονται όλοι, και μέσα σ᾽ αυτό έστησαν βωμούς των αθάνατων Μακάρων. Τον Δία τον ονόμασαν θεό των ικετών, κι εσένα, την αιολίδα ένδοξη θεά, μητέρα των πάντων· τρίτον ονόμασαν το γιο της Σεμέλης, τον Διόνυσο, που τρώει ωμές τις σάρκες. Έλα με φιλική διάθεση και άκουσε την προσευχή μας και λευτέρωσέ μας από αυτά τα βάσανα και τη βαριά την εξορία. Ας καταδιώξει η δική τους ερινύα το γιο του Ύρρα, για να κρατήσουμε τον επίσημο όρκο που δώσαμε κάποτε … όταν ορκιστήκαμε ποτέ κανείς μας να μη … αλλά είτε νεκροί και ντυμένοι να κειτόμαστε μέσα στη γης αφανισμένοι από αυτούς που ήταν τότε στην εξουσία(;), ή αλλιώς να τους σκοτώσουμε εμείς, λυτρώνοντας έτσι το λαό από τους στεναγμούς του. Ωστόσο εκείνος ο κοιλαράς δεν νοιάστηκε για τίποτε απ᾽ όλα αυτά, αλλά, καταπατώντας μ᾽ αλαφρή καρδιά τους όρκους, λυμαίνεται τώρα την πόλη … παράνομα … Μυρσίλος …