ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 69 Lobel-Page
Ζεῦ πάτερ, Λύδοι μὲν ἐπα[σχάλαντες
οὐ πάθοντες οὐδάμα πὦσλον οὐ[δ᾽ ἒ]ν |
Πατέρα Δία, στις μαύρες συμφορές μας κοιτώντας οι Λυδοί, δύο χιλιάδες μας έδιναν στατήρες, αν μπορούσαμε στην ιερή πόλη να μπούμε,—
που τίποτε από μας καλό δεν είδαν και τίποτε δεν ξέρανε· μα εκείνος, παμπόνηρη αλεπού, τα ᾽χε προπεί, κι έλπιζε να ᾽μενε κρυμμένος. |
Πατέρα Δία, οι Λυδοί λυπήθηκαν τις συμφορές μας και μας έδωσαν δυο χιλιάδες χρυσά, για να επιχειρήσουμε να πατήσουμε την ιερή πόλη, κι ας μην είχαν δει ποτέ καλό από μας, και ας μη μας ήξεραν καν, αλλά εκείνος, η πανούργα αλεπού, πρόβλεψε εύκολη επιτυχία και νόμισε ότι η πρόθεσή του δεν θα γινόταν αντιληπτή. |