ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ
απ. S15
στρ.
]ν̣[
αντ.
]κ̣ρ̣α̣ταιῶι·
]ων̣ στυγε[ρ]οῦ
αντ.
ὀλεσάνορος αἰολοδε[ίρ]ου [
επωδ.
ἀπέκλινε δ᾽ ἄρ᾽ αὐχένα Γ̣α̣ρ̣[υόνας |
[Ο Ηρακλής σκοτώνει τον Γηρυόνη.] στήλη 1 … εναντίον … με δόλο … αποφάσισε με το νου του … ότι είναι πολύ συμφερότερο … να επιτεθεί κρυφά … με το δυνατό … του σκάρωσε(;) … επώδυνο τέλος … κρατούσε ασπίδα … από το κεφάλι του … την περικεφαλαία με αλογόφουντα … στο έδαφος … στήλη 2 (φέρνοντας το τέλος) του μισητού θανάτου … για το κεφάλι(;) του … μολυσμένος με αίμα … και με το δηλητήριο, τις οδύνες της ανθρωποκτόνας παρδαλόλαιμης Ύδρας· και σιωπηλά με δόλο το ᾽χωσε στο μέτωπό του· και του ξέσκισε τη σάρκα και τα κόκκαλα με τη θέληση του θεού· και το βέλος διαπέρασε στο ακρότατο σημείο της κεφαλής, και με το κόκκινο αίμα όπως θα περίμενε κανείς λέκιασε το θώρακα και τα ματωμένα μέλη· κι ο Γηρυόνης όπως ήταν φυσικό έκλινε τον αυχένα στη μια μεριά, όπως όταν η παπαρούνα ντροπιάζει το απαλό της σώμα ευθύς μόλις αποβάλει ξαφνικά τα πέταλά της … |