ΑΛΚΜΑΝ
απ. 26 Page
οὔ μ᾽ ἔτι, παρσενικαὶ μελιγάρυες ἱαρόφωνοι, |
Παιδούλες μου μελίφωνες, θα ψάλλετε πια μόνες· δεν με βαστούν τα γόνατα! Κηρύλος ας γενώ, που στον ανθό του κύματος πετάει με τες αλκυόνες, το ξένοιαστο της άνοιξης πουλί το γαλανό. |
Γλυκόφωνες, γλυκόλαλες παρθένες, δε μπορούνε τα γόνατά μου πια να με κρατούνε. Μακάρι τώρα να ήμουνα κηρύλος, που πετάει πα στου κυμάτου τον αφρό με τα θαλασσοπούλια, χωρίς μες στην καρδιά φόβο να κλει τ᾽ αλικοφτέρουγο της άνοιξης πουλί. |
Δε με σηκώνουν τα πόδια μου πια, κοπελιές, τραγουδίστρες με τη μελένια φωνή, τη μαγεύτρα· αχ και να ᾽μουν κηρύλος, τ᾽ άλικο εκείνο πουλί τ᾽ ανοιξιάτικο, που άφοβα, πάνω στου κυματιού τον αθέρα, πετά συντροφιά μ᾽ αλκυόνες. |
Γλυκολαλούσες παρθένες μελίφωνες, δε μου βαστούνε τώρα τα γόνατα πια! Αχ και να ᾽μουν, αχ να ᾽μουν κηρύλος, που στον ανθό των κυμάτων απάνω πετώντας οι αλκυόνες, δίχως να τρέμει το θαλασσοπόρφυρο, το άγιο πουλί κουβαλούνε! |
Όχι πια, γλυκόλαλα κορίτσια με τις ποθητές σας φωνές, τα μέλη μου άλλο πια δεν με κρατούν. Αχ και να ᾽μουν ανοιξιάτικο θαλασσοπούλι που πετά με τις αλκυόνες πάν᾽ από τον ανθό του κύματος, χωρίς φόβο στην καρδιά, μόνο χαρά — γαλάζιο σαν τη θάλασσα. |