[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Άρης Αλεξάνδρου
Το κιβώτιο
(απόσπασμα)
[...]
Εν πάση περιπτώσει, είναι μεν αλήθεια ότι πήρα τότε το συμβολικό μου παράσημο, τα πράγματα όμως δεν γίνανε καθόλου, μα καθόλου, όπως τα είπα στον Λυσίμαχο και στην Οργάνωση, διότι απλούστατα, τη νύχτα εκείνη, πριν πάω να ανατινάξω το φαρμακείο, πέρασα απ’ το σπίτι όπου κρυβότανε ο Φαντάρος και συζητήσαμε τις τεχνικές λεπτομέρειες της αποστολής μου, και ο Φαντάρος είχε όρεξη για κουβέντα, πράγμα που του συνέβαινε πολύ σπάνια, και πηδώντας έτσι από το ένα θέμα στο άλλο μου μίλησε θυμάμαι για την τύχη, υποστηρίζοντας ότι ονομάζουμε τύχη την άγνοιά μας και λόγου χάρη, δυο φίλοι που συναντιούνται ύστερα από είκοσι χρόνια σε μια ξένη πόλη λένε, «Για δες τι σύμπτωση», ενώ αν ξέρανε, ή αν ήξερε ο ένας εξ αυτών το δρομολόγιο που ακολουθεί ο άλλος, θα μπορούσανε, ή θα μπορούσε ο ένας εξ αυτών να προβλέψει ότι θα συναντηθούμε στο σημείο ακριβώς όπου συναντήθηκαν. Το παν, λοιπόν, είναι να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα τα γεγονότα και τα δεδομένα της αντικειμενικής πραγματικότητας, οπότε θα είμαστε σε θέση να προβλέπουμε το μέλλον, ή να διαπιστώνουμε την ύπαρξη αοράτων μεν αλλά υπαρκτών δυνάμεων, όπως εκείνος ο αστρονόμος που διεπίστωσε την ύπαρξη ενός άγνωστου, μη ορατού με τα τότε τηλεσκόπια πλανήτη, παρατηρώντας την πάρελξη ενός γνωστού και ορατού πλανήτη και υπολόγισε την ταχύτητα περιφοράς του αόρατου πλανήτη, την τροχιά του και συνεπώς το σημείο όπου θα φτάσει ύστερα από χρόνο χ. Κι έγινε ακόμα λόγος για τους χρησμούς, και ο Φαντάρος παρατήρησε πως αν ήτανε στη θέση του Οιδίποδα, όχι μόνο δεν θα αυτοτυφλωνότανε μα θα έλεγε στον Απόλλωνα πως δεν ευθύνεται για τίποτα, μια κι αυτός (ο Απόλλωνας) είχε προσχεδιάσει τα πάντα. Γιατί αυτός τον καταδίκασε τον Οιδίποδα να σκοτώσει τον πατέρα του και να κοιμηθεί με τη μάνα του, και η καταδίκη εκείνη δεν βασιζότανε σε καμιά απολύτως κατηγορία. Ναι, τον καταδίκασε, γιατί ας μην παίζουμε με τις λέξεις, τι «Πράξε αυτό που σου λέω», τι «Θα πράξεις οπωσδήποτε αυτό που λέω», η πρόβλεψη του Απόλλωνα ισοδυναμεί με διαταγή, και ήτανε πολύ φυσικό να υπακούσει ο Οιδίποδας στη διαταγή Του, μια και είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία και είχε μάθει να υπακούει στις διαταγές των ανωτέρων του. (Εδώ κι ο Αβραάμ είχε δεχτεί να σφάξει τον γιο του, γιατί να μη δεχότανε ο Οιδίποδας να σκοτώσει τον πατέρα του;) Το ότι ήτανε διαταγή και απόφαση του Απόλλωνα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εγένετο τελικώς το θέλημά Του. Ο Οιδίποδας, λοιπόν, θα μπορούσε κάλλιστα να πει ότι υπήρξε απλά και σκέτα ένα εκτελεστικό όργανο. Μα το κυριότερο, θα μπορούσε να επικαλεστεί το γεγονός πως έκανε ό,τι πέρναγε από το χέρι του για να μη σκοτώσει τον πατέρα του (δηλάδη τον Πόλυβο, γιατί για τον Οιδίποδα αυτός ήτανε ο πατέρας). Όμως, είναι φανερό ότι αν υπάκουε τότε στην έμμεση αλλά σαφέστατη διαταγή του Απόλλωνα και σκότωνε τον Πόλυβο, ο χρησμός δεν θα επαληθευότανε. Άρα, για να γίνουνε τα πράγματα σύμφωνα με τον χρησμό, σύμφωνα με τη θέληση του Απόλλωνα, έπρεπε ο Οιδίποδας να παρακούσει τη διαταγή, έπρεπε να αισθανθεί φρίκη στη σκέψη ότι θα σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν να τιμωρηθεί όπως τιμωρήθηκε; Μόνο και μόνο επειδή είχε το σθένος να αντισταθεί στην επίμονη προτροπή Του, αρνούμενος να εκτελέσει το κατ’ εντολήν Του έγκλημα; Μα κι αν ακόμα δεχτούμε ότι ο Απόλλωνας δεν είχε πρόθεση να τιμωρήσει τον Οιδίποδα αλλά επεδίωκε έναν άλλο σκοπό, αν δεχτούμε ότι για λόγους που Εκείνος γνωρίζει η επαλήθευση του χρησμού ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση της συμπαντικής αρμονίας, ότι ήτανε κι αυτή μια ελάχιστη λεπτομέρεια της προκαθορισμένης πορείας του σύμπαντος, ότι ήτανε με δυο λόγια αναγκαία και ότι χωρίς αυτήν θα γκρεμιζότανε το όλο οικοδόμημα που είχαν χτίσει οι θεοί με πέτρες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος και άρα, αν έλειπε έστω και ένας κόκκος άμμου, το κτίσμα θα έπαυε να είναι (ως οφείλει εξ υποθέσεως) τέλειο, τότε γιατί να μην ανταμειφθεί ίσα ίσα ο Οιδίποδας, μια και σκοτώνοντας, εν αγνοία του έστω, τον πατέρα του, δηλαδή τον Λάιο, εξετέλεσε ουσιαστικά τη διαταγή του Απόλλωνα και συνετέλεσε συνεπώς στη στερέωση της κτίσεως, μια και το αποτέλεσμα ήταν αυτό ακριβώς που επιδιώξανε οι θεοί;
Αυτά περίπου μου έλεγε ο Φαντάρος τη νύχτα εκείνη, κι εγώ τον άκουγα με προσοχή κι ενδιαφέρον, δεν το περίμενα, ομολογώ, πως τον απασχολούσανε παρόμοια προβλήματα, τον άκουγα και προς το τέλος άρχισα να ρίχνω πού και πού μια ματιά στο ρολόι μου, γιατί είχαμε αποφασίσει να πάω να ανατινάξω το φαρμακείο στη μία μετά τα μεσάνυχτα και σε μια στιγμή κατάλαβα πως το ρολόι μου βραδυπορούσε, θα πρέπει να ξέχασα να το κουρντίσω και ρώτησα αλαφιασμένος τον Φαντάρο τι ώρα είναι, και ήτανε ήδη μία και είκοσι. Ο Φαντάρος έβρισε τον εαυτό του, που παρασύρθηκε έτσι δα από τις «ηλίθιες φλυαρίες» του, και μου είπε να βιαστώ.
[...]
Άρης Αλεξάνδρου. [1974] 1998. Το κιβώτιο. 29η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.