Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Το κιβώτιο

«Με το Κιβώτιο βρισκόμαστε στο κλίμα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου — ακριβέστερα, στο τέλος του (καλοκαίρι του ’49). Μια 40μελής ομάδα "εθελοντών" και επίλεκτων κομμουνιστών μαχητών αναλαμβάνει την ύψιστη αποστολή να μεταφέρει ένα κιβώτιο από την πόλη Ν στην πόλη Κ. Κανείς δεν έχει ιδέα για το περιεχόμενο του κιβωτίου ούτε για τον τελικό στόχο των κινήσεών τους: το αρχηγείο αρκείται να τους υποδεικνύει κάθε μέρα το δρομολόγιο της επομένης. Ωστόσο, έχει γνωστοποιηθεί σε όλους ότι η "επιχείρηση-κιβώτιο" είναι τόσο σημαντική, ώστε ενδεχομένως να κρίνεται από αυτήν η έκβαση του πολέμου. Εξού και οι αυστηρές προδιαγραφές της πορείας: καμιά καθυστέρηση δεν θα γίνεται ανεκτή και κάθε τραυματίας ή απλώς βραδυπορών θα "κυανίζεται". Αυτή η επιχείρηση-εκατόμβη θα διαρκέσει δυο μήνες (μέσα Ιουλίου - μέσα Σεπτεμβρίου του 1949). Ο μοναδικός επιζών —και αφηγητής— ολοκληρώνει την πορεία, παραδίδει το κιβώτιο στους αρμοδίους, εκείνοι το ανοίγουν, και διαπιστώνεται πως είναι άδειο! Ο αφηγητής συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, ενώ επιχειρεί με συνεχείς καταθέσεις του προς τις ανακριτικές αρχές να εξηγήσει —και να ερμηνεύσει— το νόημα της παράδοξης αποστολής τους.
Έχει λεχθεί πως το Κιβώτιο είναι πολιτική αλληγορία του εμφυλίου πολέμου […]. Πρόκειται για ένα απρόσωπο αντι-έπος της ελληνικής αριστεράς, το οποίο αποστασιοποιείται από τα ανδραγαθήματα, τα εύτολμα συνθήματα και τους λαμπρούς αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια, επιλέγεται ένας καθ’ όλα "αρνητικός" ήρωας, αμοραλιστής, άφιλος, ιδιοτελής, κυνικός και δικολάβος για να διεκπεραιώσει και να ακυρώσει έναν μύθο: τον μύθο της αλάθητης κομματικής ορθοδοξίας, τον μύθο μιας ορισμένης αριστερής ιδεολογίας. […]» (Τσιριμώκου, 2000: 149-150 & 155-156).
Το έργο κατέχει μια θέση μεταιχμιακή στη λογοτεχνία, σηματοδοτώντας το πέρασμα από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό «όπου η αλήθεια παραμένει άπιαστη πίσω από τα αλλεπάλληλα πλαίσια που χρησιμοποιεί ο αφηγητής για να την προσεγγίσει, καταγγέλλοντας εντέλει ουσιαστικά την κατασκευή της από τον εξουσιαστικό λόγο του Κομμουνιστικού Κόμματος και την αναντίστρεπτη υποκατάσταση του "είναι" από το "φαίνεσθαι"» (Νάτσινα, 2012: 394-395).
Σύμφωνα με τον Δ. Ν. Μαρωνίτη (1975), «με ευφρόσυνη κατάπληξη διαπιστώνεις ότι ο Άρης Αλεξάνδρου, δίχως να εκβιάζει τη δομή του δημοτικού λόγου, διαστέλλει και συστέλλει απεριόριστα τα παραδοσιακά του όρια. Στα χέρια του ο περιοδικός λόγος και η τυπογραφική παράγραφος γίνονται όργανα εξαιρετικά ευαίσθητα και προπαντός σύνθετα και πολυεδρικά: κύκλοι μικρής και μεγάλης ακτίνας γυρίζουν άνετα στον ίδιο άξονα αλλά σε διαφορετικά επίπεδα, τόξα προτάσεων τεντώνονται ως την έσχατη αντοχή της ελαστικότητάς τους, πολύτιμες κουκίδες προφυλάσσονται μέσα σε χαραγμένες παρενθέσεις. Ύστερα από το Κιβώτιο, ο πολυδαίδαλος λόγος του Προυστ δε μοιάζει πια αμετάφραστος».
Σύμφωνα με τον Σπύρο Τσακνιά (1986), «η πορεία του αποσπάσματος αυτοκτονίας, η συνδεδεμένη με την έκβαση ενός αγώνα που στοίχισε χιλιάδες ζωές, είναι μια πορεία προς το μη-νόημα. Ή, τουλάχιστον, η καταγραφή αυτής της πορείας που διαβάζουμε στο Κιβώτιο είναι μια πορεία καταδικασμένη να καταλήξει στο κενό, στην αδειοσύνη. Αν το Κιβώτιο είναι μια τεράστια μεταφορά, μολονότι από τις σελίδες του απουσιάζει ο μεταφορικός λόγος, τότε η μεταφορά (κυριολεκτικώς) του άδειου κιβωτίου γίνεται η μεταφορά (μεταφορικώς) του κενού της Ιστορίας, της απουσίας νοήματος από τας δέλτους της».
Ο Άρης Αλεξάνδρου ενσωματώνει στο Κιβώτιο μόνο αυτά τα στοιχεία από τον μύθο του Οιδίποδα που αναφέρονται στη σχέση του ήρωα με τον Απόλλωνα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο καθοδηγητής αναφέρεται στον χρησμό που έλαβε ο Οιδίποδας από τον Απόλλωνα σε μια στιγμή ακατάλληλη και κρίσιμη, καθώς ο ήρωας πάει να συζητήσει μαζί του τις τελευταίες λεπτομέρειες ενός σαμποτάζ. Ο καθοδηγητής τον καθυστερεί πολλές ώρες και του μιλά, αυτός που σπάνια μίλαγε, για το τυχαίο και το μη τυχαίο και για την ανυπαρξία του πρώτου. Προχωρεί τον μονόλογό του με θέμα τον προσχεδιασμό της ανθρώπινης μοίρας και την αθωότητα του Οιδίποδα, καθώς ο Απόλλωνας είχε προγραμματίσει τις πράξεις του Θηβαίου βασιλιά, γεγονός που του γνωστοποίησε μέσω του χρησμού. Ο θεός έπρεπε να μην τιμωρήσει το εκτελεστικό όργανο των βουλών του. Αντίθετα, οφειλόταν έπαινος στον Οιδίποδα για την προσπάθειά του να μη σκοτώσει αυτόν που νόμιζε για πατέρα του, τον Πόλυβο της Κορίνθου. Μπορεί όμως, κατά την κρίση των θεών, να τιμωρήθηκε γι' αυτήν την προσπάθεια. Αλλά τελικά, με τον α΄ ή β΄ τρόπο, συντέλεσε στη διατήρηση της «συμπαντικής αρμονίας», όπως την όρισαν οι θεοί, και θα έπρεπε να ανταμειφθεί γι' αυτό (Γαλανάκη, 1978: 63).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Αλεξάνδρου, Άρης. [1974] 1998. Το κιβώτιο. 29η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Αλεξάνδρου Άρης.
  • Γαλανάκη, Ρέα. 1978. «Η σχέση Οιδίποδα-Απόλλωνα στο Κιβώτιο του Ά. Αλεξάνδρου». Ο Πολίτης 23 (Δεκ. 1978): 63-68.
  • Μαρωνίτης, Δ. Ν. 1975. «Τα όρια της κριτικής: η άσκηση της ανάγνωσης». ΤΟ ΒΗΜΑ (28.06.1975).
  • Νάτσινα, Αναστασία. 2012. «Για τα όρια του μεταμοντερνισμού στην ελληνική πεζογραφία κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα». Στο Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011 (επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη. 387-401.
  • Τσακνιάς, Σπύρος. 1998. «Η άδεια ιστορία». «ΤΟ ΒΗΜΑ» 02/08/1998.
  • Τσιριμώκου, Λίζυ. 2000. Εσωτερική ταχύτητα. Αθήνα: Άγρα.