Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Διήγησις του Αχιλλέως (ή Αχιλληίς)


(απόσπασμα)

(60-117)

Έφτασεν τρις και δέκατον χρόνον της ηλικίας
το κάλλος του ήτον θαυμαστόν, ανδρεία του εξαιρημένη.
Μακρύς ώσπερ κυπάρισσος, λιγνός ώσπερ καλάμι
στην μέσην του να έβανες ωραίον δακτυλιδίτσιν,
επάνωθεν και κάτωθεν εξανοικτός ως λέων.
ξαθός και σγουροκέφαλος και εύθαρμος, ωραίος.
Εφόρειεν δε και στέφανον εκ λίθου πολυτίμου·
τούτον ποσώς ουκ έρριπτεν από της κεφαλής του.
Άσπρον ήτον το στήθος του ώσπερ και το χιόνι,
είχεν βραχίονας θαυμαστούς ώσπερ βεργίν στρεμμένον.
Ήτον απλός εις έρωταν, ασύγκριτος εις κάλλος.
Εκείνη το ενίκησεν εις έρωταν και κάλλος
πλην ύστερον ενίκησεν ο Αχιλλεύς εκείνος.
Του Αχιλλέως ο πατήρ του πορφυρογεννήτου
εποίησεν ιπποδρόμιον πώς να τους δοκιμάσην
τους εκλεκτούς και κάλλιους αγούρους του φουσάτου.
Εκάθισεν ο βασιλές πάντες να δοκιμάσην,
και το παιδίον έβλεπεν και έτρεμεν η ψυχή του.
Εσπάραξεν τα μέλην του, ουκ έχει τί ποιήσει·
το θράσος το ενίκησεν, πηδά, καβαλικεύει,
φαρίν εκαβαλίκευσεν μαύρον ως την ελαίαν
σελλοχαλινοχρύσωτον μετά λυχνοταρίων,
επήρεν και στο χέριν του σκουτάριν και κοντάριν.
Είχεν γαρ έργα θαυμαστά μετά και ζωγραφίας,
η φορεσιά του κόκκινη μετά λιθομαργάρου.
Και μη τινος γινώσκοντος εσέβην εις την μέσην,
επήγεν και ήλθεν μόνος του ως το γοργόν γεράκι·
τινάς ουδέν ηπόρεσεν δια να τον εγνωρίση.
Το βλέμμαν είχεν εις αυτόν ο βασιλεύς παρ’ όλους,
και την επιδεξιότηταν εθαύμαζεν του νέου,
και όσοι τον εζήτησαν να τον μονομαχήσουν
ουδέ ποσώς δυνήθηκαν διά να τον πολεμήσουν.
Εις έναν του πιλάλημαν, εις μίαν κονδαρίαν
έτσι τους εσυνέτριψεν ως φάλκονας περδίκια,
κ’ εκ την φωνήν τον εγνώρισαν κ’ ευθύς γοργόν πεζεύουν
και δένουσιν τα χείρας των, πίπτουσιν, προκυνούν τον.
Πάντες ομού προσέρχουνταν, προς του δεσπότου λέγουν
μετά τοιαύτης ηδονής, χαράς και προθυμίας·
«Τούτον τον βλέπεις, δέσποτα, και τον θαυμάζει ο νους σου,
εμός αυθέντης πέφυκεν, εσός υιός τυγχάνει.
Από του νυν τυχαίνει μας διά να τον προσκυνούμεν
και σκλάβοι του να είμεστεν, δούλοι του ορισμού του».
Τούτων ακούσας ο βασιλεύς ευθέως των ρημάτων
αναπηδά εκ του θρόνου του μετά χαράς μεγάλης.
Ορίζει φέρνουν τον υιόν παρισταμένων πάντων,
περιλαβών εν ταις χερσίν απλήστως κατεφίλει.
Τότε και από της χαράς της τόσης γενομένης
το στέφανον εξέβαλεν από της κεφαλής του,
και εις κορυφήν το έβαλεν του νέου παραυτίκα.
Και ο νέος ως φρόνιμος φρόνιμ’ απιλογήθη·
«Εάν χρήζης, δέσποτα βασιλεύ, να χαίρομαι εις κόσμον,
φόρεσε συ το στέφανον και μέναν άφες ούτως.
Χώρισε ίππους δώδεκα, φαριά δοκιμασμένα,
διά λόγου μου ας φυλάσσουνται, ας ένε εδικά μου.
Τούτο ποθώ και ορέγομαι, θέλω το από σένα,
ότι να ζης από του νυν ατάραχος διόλου,
ποσώς μη έχεις μέριμναν ή ταραχήν καθόλου,
αλλά τρυφήν και ανάπαυσιν μετά και της μητρός μου».

Ole L. Smith, ed. 1990. The Oxford version of the Achilleid. University of Copenhagen: Museum Tusculanum Press.