Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Ρίτσος

Περσεφόνη


(Έχει γυρίσει, όπως κάθε καλοκαίρι, απ’ την ξένη σκοτεινή χώρα, στο μεγάλο, εξοχικό, πατρικό της σπίτι, — πολύ ωχρή, σαν κουρασμένη απ’ το ταξίδι, σαν άρρωστη απ’ τη μεγάλη διαφορά κλίματος, φωτός, θερμότητας. Σαν ένα στρώμα προφυλακτικής σκιάς σκεπάζει ακόμα το πρόσωπό της και τα χέρια της. Μένει ξαπλωμένη στον παλιό καναπέ, σ’ ένα ευρύχωρο, φρεσκοασβεστωμένο δωμάτιο, στο πάνω πάτωμα, με κλεισμένα τα παντζούρια στα τρία παράθυρα και στην μπαλκονόπορτα. Ωστόσο η αντηλιά φωτίζει έντονα τους τοίχους με τρεμάμενα ραβδωτά φέγγη. Στο πάτωμα, ένα σωρό πανέρια, γεμάτα αγριολούλουδα, όμοια μ’ εκείνα που δεν είχε προφτάσει να πάρει μαζί της, τότε, στο πρώτο ξαφνικό ταξίδι της. Φαίνεται πως, πριν από λίγο, της τα ’χαν φέρει οι φιλενάδες της για τα καλωσορίσματα. Τώρα, μένει κοντά της μονάχα μια νέα με ανάλαφρο κυανό φόρεμα, με κυανή ταινία στα μαλλιά, σα να ’ναι η πιο πιστή, η θυσιασμένη της φίλη, η υδάτινη Κυάνη. Πλάι στον καναπέ, πάνω σε μια καρέκλα, ένα πιάτο με δροσερό νερό. Η φίλη της, κάθε τόσο, βρέχει εκεί ένα βατιστένιο, κεντητό μαντιλάκι, το στύβει και το αποθέτει χαμηλά στο μέτωπο της ταξιδιώτισσας, κρύβοντάς της τα φρύδια. Πότε πότε, καμιά σταγόνα κυλάει λοξά στο μάγουλό της, νοτίζει το φαρδύ πολύχρωμο μαξιλάρι, — έτσι κάπως σα να κλαίει με ξένα δάκρυα. Και τα μαλλιά της είναι λίγο βρεγμένα. Έξω, μόλις ακούγεται η θάλασσα —γαλήνια, λάδι— και κάποτε η φωνή κάποιου κολυμβητή. Η αντηλιά τότε δυναμώνει στο δωμάτιο. Μιλάει η ταξιδιώτισσα):

Αλήθεια σού λέω, — ήμουν καλά εκεί πέρα. Συνήθισα. Εδώ δεν αντέχω·
είναι πολύ το φως —μ’ αρρωσταίνει— απογυμνωτικό, απροσπέλαστο·
όλα τα δείχνει και τα κρύβει· αλλάζει κάθε τόσο — δεν προφταίνεις· αλλάζεις·
αισθάνεσαι το χρόνο που φεύγει — μια ατέλειωτη, κουραστική μετακίνηση·
σπάζουν τα γυαλικά στη μετακόμιση, μένουν στο δρόμο, αστράφτουν·
άλλοι πηδούν στη στεριά, άλλοι ανεβαίνουν στα πλοία· — όπως τότε,
έρχονταν, φεύγαν οι επισκέπτες μας, έρχονταν άλλοι·
μέναν για λίγο στους διαδρόμους οι μεγάλες βαλίτσες τους —
μια ξένη μυρωδιά, ξένες χώρες, ξένα ονόματα, — το σπίτι
δε μας ανήκε· — ήταν κι αυτό μια βαλίτσα μ’ εσώρουχα καινούρια, άγνωστά μας —
μπορούσε κάποιος να την πάρει απ’ το πέτσινο χερούλι και να φύγει.

Εκείνο τον καιρό, χαιρόμασταν βέβαια. Μια κίνηση τότε
έμοιαζε κάπως σαν ανέβασμα· — κάτι έρχονταν πάντα·
και μόλο που και τότε φοβόμασταν πως θα ’φευγε, δεν ξέραμε ακόμη
το κρυφό πήδημα του πλοίου απ’ τ’ άλλο μέρος του ορίζοντα
ή του χελιδονιού και της αγριόχηνας απ’ τ’ άλλο μέρος του λόφου.

Επάνω στο τραπέζι αστράφταν τα ποτήρια, τα πιάτα, τα πιρούνια
χρυσά και γαλάζια απ’ την ανταύγεια της θάλασσας. Το τραπεζομάντιλο
άσπρο, καλοσιδερωμένο, ήταν μια λάμψη επίπεδη· δεν είχε
διόλου εσοχές να καταφεύγουν άλλα νοήματα, άλλες εικασίες. Τώρα
τούτο το φως αβάσταχτο, — παραμορφώνει τα πάντα, τα δείχνει
μέσα στην παραμόρφωσή τους· κι η φωνή της θάλασσας
κουραστική, μ’ εκείνο το ασταθές της απέραντο, τα φευγαλέα χρώματά της,
με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις της. Κι αυτοί οι ανόητοι βαρκάρηδες
με τα βρακιά τους ανασκουμπωμένα, μουσκεμένα, σ’ εξοργίζουν·
χώρια οι κολυμβητές, σαν καρβουνιάρηδες, πασαλειμμένοι με άμμο,
γελώντας, φωνασκώντας (χαρούμενοι τάχα) μόνο για να τους ακούσουν
σα να μην επαρκούν στον εαυτό τους.

Κει πέρα,
κανείς δεν πέφτει στο νερό· κανείς δε φωνάζει. Τα τρία ποτάμια,
σταχτιά, ακατάδεχτα, καθώς συρρέουν τριγύρω στο μεγάλο βράχο,
έχουν ολότελα άλλο θόρυβο —ισχυρό, ομοιόμορφο—
εκείνον τον ακίνητο θόρυβο της αιώνιας ροής· — τον συνηθίζεις·
σχεδόν δεν τον ακούς.

Όταν πρωτόρθε στο σπίτι ο αδελφός της μητέρας
είχε κάτι σταχτί, σαν αυτά τα ποτάμια. Ξαφνικά είχε αρρωστήσει.
Τον βάλαν στο μεγάλο κρεβάτι· του πήραν βεντούζες (θαρρώ είχε κρυώσει
απ’ το μεγάλο φως κι απ’ τη ζέστη) · — θυμάμαι τις πλάτες του
μελαχρινές, φαρδιές, δυνατές, σα χλοϊσμένο λιβάδι. Φοβόμουν
μην πάρει φωτιά το τρίχωμά του, — τόσο σιμά το σπαρματσέτο,
άσπρο το σπαρματσέτο στο ασημένιο κηροπήγιο. Μετά το ακουμπήσαν
στο μάρμαρο του νιπτήρα. Το δωμάτιο μύριζε καμένο μπαμπάκι.
Τα ρούχα του, ακόμη ζεστά, ριγμένα στην καρέκλα. Κοιτούσα
το σπαρματσέτο να στάζει μεγάλες σταγόνες στο μάρμαρο.

Ο θείος
έπιασε τη ματιά μου. Ντράπηκα. Ήθελα να φύγω. Δεν μπορούσα.
Είχε γυρίσει ανάσκελα· είχε κατεβάσει τη φανέλα του·
και μόλο που το στήθος του ήταν σκοτεινό, κι η φανέλα του κάτασπρη,
είχες ωστόσο την εντύπωση πως μια κατάμαυρη κουρτίνα
είχε σκεπάσει κάτι πολύ φωτεινό κι επικίνδυνο. Έτσι, τότε,
ο θείος, με το σεντόνι ανεβασμένο ώς πάνω στο πηγούνι,
χαμογελούσε ωραία μέσ’ απ’ τον πυρετό του. Κάτω απ’ το σεντόνι
ξεχώριζαν τα δυνατά του πόδια ώς τη ρίζα. Βγήκα απ’ το δωμάτιο.
Δεν τον ξανάδα όσο έμεινε· γυρνούσα στους αγρούς.

Τρεις μήνες αργότερα
έστειλε στη μητέρα, από μια ξένη χώρα, ένα σωρό παλιά του ρούχα
για τους φτωχούς. Αμέσως αναγνώρισα το σώμα του. Ένα παντελόνι
το αφήσαν αρκετές ημέρες στην κρεμάστρα του διαδρόμου. Το κοιτούσα
ώρες ολόκληρες, τ’ άγγιζα με τα χέρια μου· σκεφτόμουν να το κλέψω,
να το κρύψω κάτω απ’ το στρώμα μου, να το φορέσω. Φοβόμουν. Μια μέρα,
έβαλα μια καρέκλα· ανέβηκα· έχωσα το πρόσωπό μου και το οσμιζόμουν.
Έπεσα απ’ την καρέκλα. Τρόμαξα. Δε χτύπησα. Με το θόρυβο τρέξαν.
Δεν είπα τίποτα. Καθόλου πόνος. Μια γεύση μονάχα βαθιάς αμαρτίας.

Το παντελόνι εκείνο το ’δωσαν σ’ ένα δικό μας υπηρέτη.
Ίσα ίσα του ερχόταν. Οι υπηρέτες (θα το ’χεις προσέξει)
έχουν έναν παράξενο δικό τους τρόπο, μια δική τους ζωή, ολότελα ξέχωρη,
κλειστή κι επίβουλη, παρόλη τη βουβή αφοσίωση, που δείχνουν,
παρόλο μάλιστα το σεβασμό τους· κάποια εχθρότητα κι αδηφαγία
στα μάτια τους, στα χείλια τους και, προπάντων, στα χέρια,
τα ρωμαλέα, τα αυστηρά, τα επιδέξια, τα αυτοέμπιστα,
βαριά, χοντροκομμένα σαν αρκούδες,
αργόπρεπα, παρότι τόσο σβέλτα, όταν ξύστριζαν τ’ άλογα,
όταν ζεύαν το αμάξι ή τεμαχίζαν ένα βόδι
ή κάρφωναν ένα τραπέζι ή σκάβανε τον κήπο —

Θε μου, πόσο κουτοί και πόσο ανίδεοι, — μήτε που ξέρουν τί όμορφοι που ’ναι
μες στο κρουστό, ιδρωμένο δέρμα τους, δοσμένοι στη δουλειά τους
ανάμεσα σε σφυριά, σε καρφιά, σε πριόνια, — ένα σωρό εργαλεία
με άγνωστα ονόματα, — τρομαχτικά στη χρησιμότητά τους,
τρομαχτικά στη μυστικότητά τους, ή τη συνωμοτικότητά τους μάλλον,
ξύλα και σίδερα πολύπλοκα, λάμες ακονισμένες, λάμψεις —

Κι όλοι τους έχουν μια βαριά μυρωδιά από ασάλευτο νερό και από πεύκο
ή γάλα συκιάς. Ποτέ δεν ξεκουμπώνουν μπροστά μας
ούτε ένα κουμπί της πουκαμίσας τους. Ποτέ δε γελάνε. Όμως, το ξέρεις
πως μεταξύ τους μένουνε γυμνοί, χωρατεύουν, παλεύουν
τα μεσημέρια του καλοκαιριού, στα κάτω δωμάτια.
Μια μέρα τους είδα
μέσ’ απ’ την κλειδαρότρυπα. Ο ένας κοιμόταν, κατάχαμα στο στρώμα·
οι άλλοι τον γύμνωσαν αθόρυβα, του βάψαν με καπνιά τη φύση
λουρίδες λουρίδες, σαν όρθιο φίδι. Εκείνος ξύπνησε· τους πήρε στο κυνήγι·
τρέχανε κάτω απ’ τις αψίδες, γύρω στις κολόνες, γελούσαν
ένα μεγάλο γέλιο ιστορικό.
Τρόμαξα. Το ’βαλα στα πόδια. Θε μου,
λουρίδες λουρίδες, μια φως, μια σκιά, σε μιαν απέραντη κάθετη σήραγγα,
κάτι κλειστό, προδοτικό. Πνιγόμουνα. Κι ήθελα να φωνάξω. Δε φώναξα.
Ανέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια· — βούιζε το κλιμακοστάσιο δροσερό, ισκιωμένο,
κι έξω ακουγόταν το χρυσό λιοπύρι κι οι φωνές των βαρκάρηδων
μακρινά μακρινά, σκοτεινά, σαν τρίχωμα αντρικής μασκάλης. Πνιγόμουν.
Έτρεξα επάνω, στο μεγάλο δωμάτιο, άνοιξα την μπαλκονόπορτα·
μπήκε μια μυρωδιά από κατράμι και χαρούπι, μια μυρωδιά από κόκκινο·
το σκυλί της μητέρας κοιμόταν στον ίσκιο της μεγάλης μουσμουλιάς
με τη μουσούδα του πάνω στα δυο πόδια του. Σφάλισα πάλι την πόρτα.

Ίσως γι’ αυτό διαλέγουμε στο τέλος τη σκιά. Το σκοτάδι είναι μαύρο —
μαύρο, στιλπνό, αναλλοίωτο, χωρίς αποχρώσεις. Γλιτώνεις
απ’ την προσπάθεια να διακρίνεις, — προς τί;
Ο υπηρέτης εκείνος
ήταν φτιαγμένος σαν από σκοτάδι. Θυμάσαι; — Όταν μ’ άρπαξε
μαζεύαμε λουλούδια στο μεγάλο λιβάδι. Τα κανίσκια γεμάτα
κρόκους, βιολέτες, κρίνους, ρόδα, αμάραντα, υακίνθους· — εγώ είχα σκύψει
πάνω σ’ ένα παράξενο λουλούδι —σα νάρκισσος έμοιαζε,— ένας νάρκισσος
πρωτόφαντος, μ’ εκατό χρώματα, μ’ εκατό μίσχους·
σπίθιζαν πάνω του οι σταγόνες της δροσιάς. Κι εγώ εκεί, θαμπωμένη,
γερτή, σαν αναδιπλωμένη εντός μου, σα σκυμμένη σ’ ένα πηγάδι,
να βλέπω τη μορφή μου (αυτάρκης σχεδόν), ερωτευμένη
με την τριανταφυλλένια σκιά στις άκρες των χειλιών μου,
με την κρουστή, φιλντισένια κοιλότητα ανάμεσα στα στήθη.

Πάνω απ’ την πλάτη μου πλατάγιζε σαν σημαία το λιοπύρι·
μου ’καιγε τα μαλλιά· χιλιάδες άστρα λεπτότατα αναβόσβηναν,
ένα σε κάθε τρίχα μου, με πεντάχτινα χρώματα. Τα ’βλεπα
μέσα στο δροσερό νερό (ή μέσα σ’ εκείνον τον νάρκισσο; — δεν ξέρω), αμέτρητα
σπιθίζανε γύρω στο πρόσωπό μου, σα να ’χα πιάσει φωτιά, και σα να ’θελα
να πέσω μέσα στο νερένιο είδωλό μου να τη σβήσω.

Κι άξαφνα
είδα ορθωμένα μπρος στα μάτια μου τα δυο κατάμαυρα άλογά του
σαν τυφλωμένα απ’ το φως, (τα ’δα μες στο νερό κι εκείνα). Φώναξα,
όχι από φόβο αλλά από θάμπος, σαν να με κατάπιε το λουλούδι εκείνο,
σα να ’πεσα μες στο πηγάδι, σα να πήδησα μεμιάς όλη τη σκάλα
ώς τα δωμάτια των υπηρετών· κι ένιωσα στο γυμνό μου πέλμα
το εξαίσιο γλίστρημα του κάτω ημικύκλιου. Μόλις που πρόφτασα
να δω που πέφτανε σ’ αυτό το ρήγμα τα κανίσκια σας με τα λουλούδια,
η κρήνη του κήπου, το πέτρινο λιοντάρι, η χάλκινη χελώνα.

Θυμάμαι αυτή την αυστηρή, εσωτερική πυκνότητα, και πάνω της
σας άκουσα να με φωνάζετε με τ’ όνομά μου·
και τ’ όνομά μου ήταν ξένο· κι οι φίλες μου ξένες·
ξένο το επάνω φως με τα τετράγωνα, κάτασπρα σπίτια,
με τους σαρκώδεις, πολύχρωμους καρπούς, προσποιητούς κι αυθάδεις,
μ’ εκείνο το εύθραυστο, αδηφάγο στόμα των δημητριακών. Δε φοβήθηκα διόλου.

Την απώλεια μόλις την ένιωσα στην άκρη των χειλιών μου
που ξαφνικά στεγνώσαν· — δε σχημάτιζαν φθόγγο ή διάθεση φθόγγου,
μονάχα η μακρινή, σκοτεινή ελευθερία, ανταμωμένη
σώμα με σώμα — εγώ κι εκείνη — η μια μέσα στην άλλη — ένα απίστευτο σώμα.
Κι ένιωσα τότε το χέρι του τυλιγμένο στη μέση μου
τραχύ, δασύτριχο, μυώδες, να δαμάζει την αντίστασή μου· —ποιάν αντίσταση;—
εγώ δεν ήμουν εγώ· — κανένας φόβος λοιπόν για μια ταπείνωση· τα πάντα
είχαν ακινητήσει σε μια απέραντη διαύγεια
ενός συντελεσμένου ακατόρθωτου.
«Φοβάσαι;», μου είπε
(τί ανίσχυροι που ’ναι οι πολύ δυνατοί· — φοβούνται πάντα
μήπως δεν τους φοβόμαστε όσο πρέπει, — οι ωραίοι, οι ανύποπτοι
μέσα στην παιδική αλαζονεία τους). «Ναι, του είπα, — φοβάμαι»,
κι εκείνος μ’ έσφιξε πάνω του πιότερο, τόσο που αισθάνθηκα του χεριού του το τρίχωμα
να εισδύει μέσ’ απ’ τους πόρους μου σα να ’μουν δεμένη στο σώμα του
με χιλιάδες λεπτότατες ρίζες — καθόλου δεσμευμένη, μια κι ήμουν αφημένη.

Εκεί, τα σπίτια είναι υπόγεια, τα ποτάμια υπόγεια, ο ουρανός υπόγειος·
λίγες λεύκες μονάχα τεφρές στο υπόγειο περιβόλι,
τα μαύρα κυπαρίσσια, οι άγονες ιτιές, η άγρια μέντα
και μερικές ροδιές.
Μου καθάριζε ρόδια με τα ίδια του τα χέρια.
Τα δάχτυλά του μαύριζαν ακόμη πιο πολύ. Τα κουκιά του ροδιού θαμποφέγγαν
σα γυάλινα φιαλίδια γεμάτα μ’ αίμα. Με τάιζε στην παλάμη του
ανάμεσα στα μεγάλα πιθάρια και στα πέτρινα σκαμνιά, μη και ξεχάσω
και δε γυρίσω πάλι κοντά του. — Πώς να μη γυρίσω; Τούτη η θάλασσα
σου τινάζει το φέγγος της, τριμμένο γυαλί, στα μάτια, στο στόμα,
μες στο πουκάμισο μες στα σαντάλια.
«Κράτησέ με, —του έλεγα·— άφησέ με
να ’‘μαι μονάχα το ένα —έστω μισό·— τ’ ολόκληρο μισό (όποιο να ’ναι),
όχι τα δυο, τα χωριστά και τα άσμιχτα, γιατί δε μου μένει
παρά να ’μαι η τομή —δηλαδή να μην είμαι—
μια κάθετη μονάχα μαχαιριά κι ο συθέμελος πόνος —»·
και το μαχαίρι, ούτε κι αυτό να μην είναι δικό σου. «Δεν αντέχω, —του έλεγα·— κράτησέ με».

Εκείνος είναι η μεγάλη, σκοτεινή βεβαιότητα — η μόνη. Κατηφής πάντα
με τα χοντρά του φρύδια να του κρύβουν τα μάτια,
τόσον όρθιος, κι ωστόσο σα σκυμμένος,
κλεισμένος στον εαυτό του, μες στο τρίχωμά του, αόρατος σχεδόν,
δαγκώνοντας ένα φύλλο ή καπνίζοντας την πήλινη πίπα του
κι η μικρή φλόγα να φωτίζει απ’ τα κάτω τα ρουθούνια του
σα ν’ αστράφτει μακριά σ’ ένα έρημο, σάρκινο τοπίο,
ένα τοπίο απορροφητικό· — μ’ απορροφούσε.
Στον τυφλό τοίχο του υπογείου
ήταν δυο χάλκινοι κρίκοι κρεμασμένοι. Γυαλίζαν
μ’ ένα φως μυστικό, μαυροπράσινο· — ίσως εκεί να γυμναζόταν κάποιος
ή να κρεμάστηκε ένας όμορφος νέος. Μ’ άρεσε να τους βλέπω —
δυο τρύπες ανοιχτές στο πουθενά — της γέμιζα μ’ ό,τι ήθελα.

Θυμάσαι
εκείνο το άγαλμα που το χαζεύαμε ένα μεσημέρι στο Γυμνάσιο,
φτιαγμένο με χρυσάφι, ασήμι, μόλυβδο, χαλκό, κασσίτερο
βαμμένο σε χρώμα σκοτεινό (τώρα το νιώθω πόσο του έμοιαζε) —
θαρρώ πως ήταν του Σεράπιδος —έργο του Βρύαξη του Αθηναίου—
ω, κάτι θα ’ξερε κι αυτός. Πολύ μας άρεσε με τη δάφνη στο μέτωπο,
ωραίος, με την εξαίσια κούραση διαχυμένη στο σώμα του
σαν νικητής του πεντάθλου που εμφανίζεται μετά τους αγώνες,
γυμνός, λίγο πριν μπει στο λουτρώνα, στο στενό κύκλο των φίλων του
(πάντοτε οι νικητές έχουν ελάχιστους φίλους ή κανέναν).
Στεκόταν
κάπως αμήχανος μέσα στη νίκη του, μην ξέροντας πώς ν’ απαντήσει,
ενδοτικός κι απρόσιτος. Τότε ένα σύννεφο θαρρώ τριανταφυλλένιο
σκίασε ακέριο το αμφιθέατρο. Το μεγάλο του νύχι του αντίχειρα
πλάταινε λίγο λίγο (αυτό το πρόσεξα ιδιαίτερα· δε σου το ’πα)
σαν ακρογιάλι ακατοίκητο, περιχυμένο
εκείνη την απέραντη μελαγχολία των ηρώων. Κι εκεί, σε μια κερκίδα,
έμενε ένα άδειο μπουκάλι λεμονάδας, αντιφέγγοντας
μ’ επίπλαστη οικειότητα κάτι αυστηρό και τελειωμένο.
Παράξενο, τώρα, να μιλώ και ν’ ακούω τη φωνή μου. Άλλοτε τρόμαζα
μην προδοθώ. Μονάχα μέσα μου έλεγα, ξανάλεγα
αργά, βαθιά τ’ όνομά του. Τον φώναζα βουβά τις νύχτες,
«Νυχτερινέ, Νυχτερινέ», στραμμένη προς τον τοίχο.
Πώς έγινε
κι έσμιξαν όλα, κει κάτω, στο χαμηλό ουρανό, που, κάποτε,
η φωνή ενός πουλιού τον τρυπάει; — ο υπηρέτης, το άγαλμα, ο θείος —
όλα άηχα, από σάρκα και σκιά.
Εδώ σε καταδιώκει
μια μυρωδιά από ρετσίνι ζεστό και καμένο κριθάρι. Τα νησιά, σκόρπια
μέσα στη λάμψη της θάλασσας, πάντοτε κάτι σου αξιώνουν,
κάτι σου παίρνουν ή σου απαγορεύουν. Εδώ, τα μεσημέρια,
πηγμένα μες στο φως, μοιάζουνε με νεκρή λουτρόπολη. Μια αλλόφρονη γυναίκα
τρέχει γυμνή, φωνάζοντας ανάμεσα σε ασβεστωμένα θεόκλειστα σπίτια,
μες στον κίτρινο αέρα· κι η θάλασσα λαμποκοπάει μαρμαρωμένη
με κατάρτια κι ασάλευτες σημαίες. Κι εκείνη η γυναίκα να τρέχει
τρελή· — στιγμές στιγμές ακούγεται η κινούμενη κραυγή της πάνω στο λόφο
κι άλλοτε το λαχάνιασμά της εδώ, κάτω απ’ τις γρίλιες.

Κει πέρα
τίποτα δεν ταράζει τη σιωπή. Μονάχα ένας σκύλος (κι αυτός δε γαβγίζει),
άσκημος σκύλος, ο δικός του, σκοτεινός με στραβά δόντια,
με δυο μεγάλα μάτια αόριστα, πιστά και ξένα,
σκοτεινά σαν πηγάδια, — κι ούτε ξεχωρίζεις μέσα τους
το πρόσωπό σου, τα χέρια σου ή το πρόσωπό του.
Ωστόσο
διακρίνεις το σκοτάδι ακέριο, συμπαγές και διάφανο,
πλήρες, παρηγορητικό, αναμάρτητο. Κάνει πως δε σε βλέπει
κι όμως οσμίζεται διαρκώς τα πάντα.
Την ώρα που ονειρεύομαι,
νιώθω άξαφνα η ανάσα του ν’ αχνίζει κάτω απ’ το πηγούνι μου
ή να περνάει απ’ τους κροτάφους μου σα να μου παρακολουθεί τη σκέψη,
το ρίγος, την επιθυμία, (και τα βλέπω κι εγώ). Οι κινήσεις μου όλες
κι οι πιο ήσυχες κι απλές, όταν χτενίζομαι, όταν πλένομαι,
νιώθω ν’ αντιχτυπούν μέσα στη λίμνη της αναπνοής του,
να γράφουν κύκλους ατελείωτους ώς το μεγάλο εκείνο βάθος
το αδιαπέραστο σαν την ανυπαρξία. Κάθε λέξη αποσιωπημένη,
κάθε χειρονομία αναβλημένη, μπαίνουν στο δικό του χώρο,
στη δική του εξουσία, — τις εισπνέει.
Κάποτε,
καθώς περπατώ ξεχασμένη στον κήπο, κάτω απ’ τις λεύκες,
ή πλένω ένα πουκάμισο στην πέτρινη γούρνα,
ή αφήνω το χέρι μου στο στήθος μου,
ή κρατώ ένα λουλούδι, με μια δική μου μοναχική τρυφερότητα,

αισθάνομαι άξαφνα γυμνή, καρφωμένη στον τοίχο,
ή στον κορμό ενός δέντρου, ή στο μετάλλινο καθρέφτη της εισόδου,
προπάντων εκεί, στον καθρέφτη, διπλά καρφωμένη,
δίπλα ορατή, χωρίς κρησφύγετο, χωρίς ένα φύλλο,
σε μια συμπυκνωμένη διαφάνεια, από μέσα κι απέξω φωτισμένη
απ’ τους δυο προβολείς της ανάσας του που τινάζονται
απ’ τα στενά του υπονοητικά ρουθούνια
τα μαντικά, αισθησιακά, θρησκευτικά ρουθούνια.
«Διώχτον· διώχτον»,
του φώναζα καμιά φορά, καθηλωμένη εκεί, οργισμένη,
σε μια ακαθόριστη ενοχή κι αθωότητα, μην έχοντας
τίποτα πια να κρύψω — ελεύθερη στην ανημπόρια μου. Μονάχα τα μαλλιά μου
να τρέχουν πέρα δώθε, να μπαίνουν, να βγαίνουν
μες στα ρουθούνια του, σαν αεικίνητες ρίζες, να φεγγοβολάνε
ολόγυρά μου σα φτερά και σαν κύματα. Τα ’βλεπα. Αυτά μου ξανάδιναν
μιαν άλλη περηφάνια —τη δική μου— μιαν ανεξαρτησία
απέναντι στο σκυλί και στον αφέντη του.
Κι άλλωστε
από ποιόν και για ποιόν με φυλάει; Για τον αφέντη του τάχα; Για μένα; Ένα βράδυ, στον κήπο
πήδησε και μου αγκάλιασε τη μέση με τα μπροστινά του πόδια. Στο δεξί μηρό μου
έμεινε κάτι υγρό, χλιαρό. Φοβήθηκα τότε. Κι αλήθεια,
αντίκρυ μου ορθωνόταν το μεγάλο φίδι, με τη γλώσσα του έξω. Μήπως
απ’ αυτό με προφύλαξε; Από ποιόν και για ποιόν με φυλάει;

Το στίγμα μένει ακόμη στο μηρό μου, στιλπνό, γαλατώδες,
σαν το καινούργιο δέρμα μιας κλεισμένης πληγής. Εκσπερμάτωση τάχα
ή μήπως δάκρυ; Κλαίνε κι οι σκύλοι· —το ξέρω — τόσο που κάποτε
μου γίνεται και συμπαθής, — όταν κοιτάζει στο ποτάμι την ασκήμια του
το βράδυ, με φεγγάρι· όταν αφήνεται πειθήνια να του περνώ στο τραχύ τρίχωμά του
ανθούς από ασφοδήλια, μαργαρίτες, μέντα· — τόσο αστείος
μες στη χοντροκομμένη υποταγή του, — παίρνει κάτι
απ’ την αδυναμία των ανθρώπων.
Αλλά μήπως κι αυτός
δε νικήθηκε κάποτε από άνθρωπο; Τον σύραν έξω στο φως, τον χλευάσαν·
πλήθος παιδιά και κακοί γέροντες περιεργάστηκαν, μες στο καταμεσήμερο,
καταμεσής του δρόμου, το σκοτεινό του ρύγχος, τα στραβά του δόντια,
το μαύρο σκονισμένο τρίχωμά του, όπου έμενε ακόμη
μια μαργαρίτα δική μου.
Δε θέλω να τον διώξει.
Είναι μια συντροφιά κι αυτός· — διαρκώς παραμονεύει,
υποχρεώνοντάς με να παραμονεύω τον εαυτό μου, να τον βρίσκω.

Δω πέρα, ένα σωρό φωνές κι ανταύγειες, απ’ αντίθετες μεριές, σε καλούν, σε μοιράζουν,
σαν όταν μπαίναμε στο Στάδιο —θυμάσαι;— καυτερά απογεύματα,
το μάρμαρο ζεστό — μας έκαιγε τα πόδια· οι κερκίδες αχνίζαν· δεν ξέραμε
ποιό απ’ όλα εκείνα τα γυμνά κορμιά ν’ απομονώσουμε· — ένα ατέλειωτο τέντωμα·
πληθαίνανε τα μάτια μας, μας κύκλωναν το πρόσωπο
πασκίζοντας να δουν κυκλικά, γύρω γύρω τα σώματα. Τ’ ακόντια ζυγιάζονταν·
ένα πόδι τινάζονταν στον αέρα· ο δίσκος άστραφτε·
χιλιάδες πέλματα έλαμπαν πετώντας· ένα κάθιδρο στήθος
άγγιζε λαχανιάζοντας το νήμα· — δεν πρόφταινες.

Ποτέ δεν επαρκούμε στις επιθυμίες μας. Η επιθυμία δεν επαρκεί. Απομένει
η κούραση, η παραίτηση, — μια ευτυχισμένη σχεδόν αβουλία,
ο ιδρώτας, η διάσπαση, η ζέστη. Ώσπου φτάνει, επιτέλους, η νύχτα
να σβήσει τα πάντα, να τα σμίξει σ’ ένα στέρεο και άυλο σώμα, δικό σου,
να φυσήξει μια στάλα απ’ το πευκοδάσος ή κάτω απ’ τη θάλασσα,
να βουλιάξουν τα φώτα, να βουλιάξουμε.
Έξω απ’ τα παράθυρα
ακούς να περνάει ο πλανόδιος βιολιστής, ο κουτσός φανοκόρος,
εκείνοι οι αμίλητοι, αργοπορημένοι οδοιπόροι κρατώντας στα χέρια τους
δρύινα κιβώτια δεμένα με κόκκινες ταινίες, και οι άλλοι
πεσμένοι μπρούμυτα, χτυπώντας με τις δυο παλάμες τους το χώμα.

Ακούς και τ’ άλογα στο στάβλο, και το νερό που πέφτει
καθώς υψώνουν οι προσκυνητές δυο πήλινα δοχεία,
το ’να προς την ανατολή και τ’ άλλο προς τη δύση, χύνοντας υδρομέλι
ή κριθαρόνερο ανακατεμένο με άγρια μέντα
πάνω στο λάκκο με τις δάφνες, ενώ μουρμουρίζουν
διφορούμενα λόγια, παρακλήσεις και ξόρκια. Κι η φωνή της μητέρας
κάτι να λέει για τ’ «ολόχρυσο στάχυ, το θερισμένο στη σιωπή». Μήτε η νύχτα
δεν ξεκουράζει· — ένας απέραντος διάδρομος, κρυψίνοος,
με αγάλματα τεράστια, με ζωγραφιστά παραπετάσματα, προσωπίδες, καθρέφτες,
απάτες οπτικές, μεταλλικά αντικείμενα, κρύσταλλα, πόρτες, πέτρες,
μια στο σκοτάδι, μια στο φως, — η ίδια εκείνη σκάλα,
το ’να σκαλί χρυσό και τ’ άλλο μαύρο.
«Σπάσ’ την», του ’λεγα.
Κι οι τρεις γυναίκες πάντα εκεί, με γυρισμένες πλάτες,
με σκεπασμένα πρόσωπα, σκυμμένες πάνω απ’ το άδειο πηγάδι,
φωνάζοντας λόγια ακατανόητα· κι οι αντίλαλοι πολλαπλασιάζοντας
την ανεξήγητη φωνή τους μες απ’ το πηγάδι. Δεν αντέχω εδώ πέρα.

Τούτο το φως το αναστάσιμο, θάνατος. Τράβηξε τις κουρτίνες.
Μεγάλο, αμείλικτο, εχθρικό καλοκαίρι. Ο ήλιος
σε αρπάζει απ’ τα μαλλιά, σε κρεμάει στο γκρεμό. Ποιός με ορίζει;
Εκείνος; Το σκυλί του; Η μητέρα; Καθένας
για κάποιο δικό του σκοπό που με αφορά και που εγώ δεν τον ξέρω.

Ατέλειωτες μέρες. Αργεί να νυχτώσει. Κι η νύχτα σα μέρα — δε σε κρύβει.
Η θάλασσα φεγγοβολάει και τα μεσάνυχτα, ρόδινη ή χρυσοπράσινη.
Τρίζει το αλάτι, πήζοντας στους βράχους. Κάποιος βαρκάρης
κατουράει απ’ το καΐκι στη θάλασσα. Ακούγεται ο ήχος
ανάμεσα σε μουγγά βογκητά· — είναι τα καραβόσκοινα
δεμένα σε μετάλλινους γάντζους — μια διελκυστίνδα
ανάμεσα στο νερό και στο χώμα, — η ίδια σκάλα. Πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι
ο δρόμος πάει ανάμεσα σε δυο σειρές σκονισμένες πικροδάφνες. Ένα αγκάθι
τρέμει βαθιά, στον αγρό, σαν κιονόκρανο έτοιμο να πέσει.
Το σφύριγμα ενός κουνουπιού μετατοπίζεται μέσα στην κάμαρα
δίνοντας σήματα παραπλανητικά, γράφοντας γρήγορους ρόμβους,
κουράζοντας την προσοχή σου με οξείες και αμβλείες γωνίες. Ο αέρας
μυρίζει δυνατά ρετσίνι και σπέρμα. Δεν μπορείς ν’ ανασάνεις.

Μετά τα μεσάνυχτα ακούγονται βήματα, — μπορεί και να ’ναι οι υπηρέτες·
ρίχνουνε τα παλιά σιδερικά στο πίσω μέρος του κήπου. Λίγο λίγο,
τα πνίγουν οι τσουκνίδες, — ένα πιάτο αλουμινένιο, ένα κουτάλι,
ένα σπασμένο αγαλμάτιο, ένα τσίγκινο τραπέζι. Με το έμπα του φθινόπωρου
ξεφανερώνονται πάλι, — ο τροχός, ένα κουπί, το τιμόνι,
εκείνος ο άξονας απ’ το παμπάλαιο αμάξι — πράματα της μνήμης,
δικά μας πράματα, άχρηστα, τυραγνισμένα, σκουριασμένα
κι ωστόσο σχεδόν στρογγυλά, σαν τα πιθάρια στο υπόγειο ή σαν τ’ αστέρια.

Γίνεται τότε μια μεγάλη ησυχία, μαλακή, ευγενική, νοτισμένη,
ώς πέρα απ’ τον κήπο, ώς την άκρη της θύμησης, σα να ’χει μεμιάς φθινοπωριάσει.
Κάπου, στο βάθος, ακούγονται κρότοι νωποί, σε μακρινά ξυλουργεία
σα να καρφώνουν μακριά πλανισμένα σανίδια. Τα εσώρουχα
τ’ απλωμένα στο σκοινί της αυλής αργούν πολύ να στεγνώσουν.

Την ώρα εκείνη κατεβαίνουν οι λαγοί στο δρόμο. Αστράφτουν τα μάτια τους
στους προβολείς των τελευταίων αμαξιών. Μεγάλη ησυχία,
επίπεδη, απλωμένη, — δεν μπορείς να τη διπλώσεις·
η μια γωνιά της βρέχεται μες στο ποτάμι,
η δεύτερη ανυψώνεται προς το νοτιά, πέρα, στη θάλασσα,
η τρίτη χάνεται στο απέναντι νησί, στο δάσος,
η τέταρτη μες στο φεγγάρι με τα κίτρινα χόρτα.

Είναι όμορφα με το φθινόπωρο. Ανασαίνω. Ο ήλιος χάνει
τη δεσποτεία του, την τρομερή έπαρσή του. Τα πάντα ημερεύουν·
τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους, τόσο που λέω
μην είναι ο θάνατος ο πιο αληθινός εαυτός μας. Το άστρο της εσπέρας
ανατέλλει πολύ πιο ψηλά, κρυστάλλινο, διάφανο· μαρμαίρει
ευοίωνο πάνω απ’ το μαύρο δάσος, σαν μια ελάχιστη
σταγόνα πεντακάθαρο νερό, αχτινοβολώντας
πολύ κοντά, σαν κολλημένο στο τζάμι του παράθυρου και ταυτόχρονα
απέραντα μακριά, — μια λευκή λάμψη, ένα δάκρυ
διυλισμένο, όλο διαύγεια, ανεξαρτησία κι ευφροσύνη ματαιότητα —
μια σιωπηλή, βαθιά βεβαιότητα του τέλους και του πάντα.

Τότε είναι η ώρα να επιστρέψω κοντά του, σχεδόν λυτρωμένη,
ή μάλλον για να λυτρωθώ μες στον ίσκιο του. Τράβηξε τις κουρτίνες. Κοίτα
μια μέλισσα στάθηκε ασάλευτη στο δαχτυλίδι μου,
βομβίζει κιόλας —την ακούς;— μια ηχητική δαχτυλιδόπετρα.

Κλείσε, λοιπόν, τις κουρτίνες. Δεν αντέχω εδώ πέρα.
Τούτο το φως με τρυπάει με χιλιάδες βελόνες,
μου τυφλώνει τα μάτια. Δεν το αντέχω. Τράβηξέ τες, σου λέω, τις κουρτίνες.

(Η φίλη της σηκώθηκε να τραβήξει τις κουρτίνες. Μα εκείνη τινάχτηκε απ’ τον καναπέ. Το βρεγμένο μαντίλι έπεσε στο πάτωμα. Έφτασε με δυο βήματα στο παράθυρο. Έπιασε το κορδόνι. Σταμάτησε εκεί, με το χέρι υψωμένο. Και, μεμιάς, άνοιξε διάπλατα τις γρίλιες. Έμεινε έτσι, μες στο εκτυφλωτικό φως, σαν άγαλμα που λίγο λίγο ζωντανεύει. Κινεί το χέρι της. Νεύει προς τα έξω. Μια βάρκα γεμάτη νεαρές κολυμβήτριες περνάει. Φωνάζουν. Χαιρετούν. Στο δρόμο της ακρογιαλιάς, που αχνίζει απ’ τη ζέστη, περνάει ένα μεγάλο μαύρο σκυλί (μήπως εκείνο;) κρατώντας ανάμεσα στα δόντια του ένα καλάθι με πολύχρωμους καρπούς. Κοιτάζει αόριστα, σαν τυφλό, προς το παράθυρο. Ένας ωραίος, ηλιοκαμένος κολυμβητής, περνώντας πλάι του, του δίνει μια κλωτσιά στην κοιλιά με το γυμνό του πόδι. Η κόρη, στο παράθυρο, γέλασε. Το σκυλί συνέχισε το δρόμο του. Η νέα γύρισε μέσα. Χτύπησε το κουδούνι. Ένας υπηρέτης, με ριγωτό γκριζόμαυρο παντελόνι, πολύ εφαρμοστό (ίσως εκείνο του θείου της), παρουσιάστηκε στην πόρτα. "Να ετοιμαστεί το τραπέζι", του είπε. Εκείνος έφυγε. Οι δυο φίλες άνοιξαν την μπαλκονόπορτα και τ’ άλλα δυο παράθυρα. Το δωμάτιο πλημμύρισε φως. Μοσκοβολάνε τα λουλούδια στα καλάθια. Ακούγονται πιο δυνατές οι φωνές απ’ τη θάλασσα, ανάμειχτες με τους χτύπους απ’ τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα κάτω στην τραπεζαρία. Το νοτισμένο μαντίλι μένει στο πάτωμα σαν ένα μικρό, πονηρό, άσπρο πουλί, ήμερο τάχα και υπάκουο. Λίγο λίγο στεγνώνει κι αχνίζει).

ΑΘΗΝΑ, ΕΛΕΥΣΙΝΑ, ΔΙΜΗΝΙΟ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1965–Δεκέμβρης 1970

Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.