[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Γιάννης Ρίτσος
Ακραίο
Κατά Οβίδιον περίπου
Περίφημα καταλαβαίνω τη σκηνή στον Τμώλο —λέει,— όταν η ωραία Μαιονία
με τα μακριά, μυρωμένα μαλλιά και τη χρυσή πόρπη στο στήθος,
σταμάτησε καταμεσής στ’ αμπέλια (κείνη τη μειλίχιαν ώρα που ο Έσπερος
έζεβε τους μενεξελιούς δρομώνες του)· —
καταλαβαίνω που ακούμπησε χάμω
τη ρόδινην ομπρέλα της, και μ’ ένα εξαίσιο χαμόγελο υποχρέωσε
τον ρωμαλέο συνοδό της ν’ αλλάξουνε ρούχα.
Εκείνη φόρεσε
τη λεοντή· πήρε το ρόπαλο και τα ελαφρότερα βέλη απ’ τη φαρέτρα του. Εκείνος
ντύθηκε το λεπτό χιτώνα της, βαμμένον μ’ αφρικανική πορφύρα. Βέβαια
που σκίρτησε ώς κάτω να περάσουν τα μεγάλα χέρια του· κι η ζώνη της
μόλις που του ’φτασε να ζώσει τον ένα του μηρό· κι ύστερα
φορώντας τα σανδάλια της — λίγο ακόμη και θα ’πεφτε.
Α, η νύχτα εκείνη, —
καταλαβαίνω, λέει. Τριγύρω οι τρυγητές δεν έκλεισαν μάτι. Τ’ αστέρια
έλαμπαν κόκκινα, ολοκόκκινα, σαν βαμμένα κι εκείνα με μούστο.
Κι ένα μικρό φεγγάρι τα χαράματα, νωπό, ασημί, λουλακί, εξαντλημένο.
Λέρος, 1.ΙV.68
Στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.