[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Γιάννης Ρίτσος
Τα μήλα των Εσπερίδων, Ι
Δε μας αρέσαν τα ημιθεϊκά, τα θεϊκά, τα υπερανθρώπινα. Ο μύθος
πολύ μπλεγμένος, με πολλές εκδοχές, — δεν ξέραμε το τί εννοούσε·
απλώς μαντεύαμε πως έκρυβε πολλά και μικρόλογα· του ’λειπε
κείνη η καθάρια γυμνότητα του άγνωστου κι ανεξήγητου. Ωστόσο
μας άρεσε η τοποθεσία — εκεί που σμίγουν η μέρα κι η νύχτα,
κι οι μηλιές να λευκάζουν ανθισμένες στο λυκόφως, ή κατάφορτες
με τα χρυσά τους μήλα. Μας άρεσε ακόμη που οι Αργοναύτες είδαν
μέσ’ απ’ το πλοίο τους, λίγο πιο πέρα απ’ τη λίμνη Τριτωνίδα,
του Δράκοντα το πτώμα και τις Εσπερίδες λυπημένες. Μα πιότερο απ’ όλα
εκείνο το «μαξιλαράκι» που ζήτησε ο Ήρωας να βάλει στο κεφάλι του
για ν’ αλαφρώνει απ’ το βάρος τ’ ουρανού. Τούτη η μικρή πονηρία,
η τόσο ανθρώπινη, που ’χε νικήσει την κακοβουλία του Άτλαντα,
όλο το μύθο τον έφερνε στα μέτρα μας, δίνοντάς του ταυτόχρονα
κάποιον αόριστο και οικείο φωτισμό, μια αισθητική σχεδόν λαμπρότητα.
Λέρος, 30. III. 68
Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.