[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Βασίλης Βασιλικός
Η διήγηση του Ιάσονα
(αποσπάσματα)
Ήθελε ώρα ακόμα για να φέξει. Ξαπλωμένος, με τα χέρια δεμένα πισώσβερκα, κοιτούσα τ’ άστρα που σπίθιζαν μες στο σκοτάδι της νύχτας. Όσο κι αν προσπαθούσα να ξεχαστώ στον ύπνο, εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Μόλις σφαλνούσα τα μάτια μου πρόσωπα αγαπημένα και πράγματα περνούσαν σιωπηλά, ένα-ένα από μπροστά μου σε μιαν ατέλειωτη σειρά που χανόταν στο βάθος. Όμως εγώ δεν το ’θελα, τα ’νιωθα τόσο δικά μου, που με κανένα τρόπο δεν το ’στεργα να τ’ αποχωριστώ... Απ’ την άλλη μεριά το ’ξερα πως δεν γινόταν διαφορετικά: το πρωί φεύγαμε με τον πατέρα μου για το Πήλιο όπου θα εμπιστεύονταν στα χέρια του σοφού Χείρωνα την ανατροφή μου. Γι’ αυτό τη νύχτα τούτη, για να μπορέσω να φανώ τη μέρα ψύχραιμος σαν άντρας, άφηνα να κυλήσουν ποτάμι τα δάκρυα, κι αυτά, γλιστρώντας απ’ τα μάγουλα, μούσκευαν το προσκέφαλό μου.
[...]
Μια μέρα, για μεγάλη μου απορία, με φώναξε ο πατέρας μου μες στο επίσημο δωμάτιο όπου δεχόταν μόνο τους ξένους πρεσβευτές κι αρχόντους. Πρώτη φορά ποδούσα σ’ αυτό. Και τον πατέρα μου δεν τον είχα ξαναδεί ντυμένο έτσι: η βασιλική πορφύρα του, καμωμένη από βαρύ μουντό βελούδο που αλλού βάθαινε σε σκιές κι αλλού ξάνοιγε σε φωτεινότερες αποχρώσεις, έδενε γύρω στο λαιμό του· μόλις περάτωνε τους φαρδείς ώμους του έπεφτε ολοκάθετα, δίχως ρυτίδες, κι αγγίζοντας το δάπεδο πτύχωνε σε μικρά κυματάκια. Στο μέρος που το άνοιγμά της σχημάτιζε Δ, πάνω στο στήθος του, χρύσιζε ένα άλλο ντύμα που, πλαισιωμένο απ’ το σκούρο βυσσινί της πορφύρας, έπαιρνε μια λάμψη σχεδόν εκτυφλωτική. Χαμήλωσα τα μάτια μου από σεβασμό, αλλά περισσότερο για ν’ αποφύγω αυτή τη λάμψη. Τότε ο πατέρας μου, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον ώμο μου και με φωνή αργή, σταράτη: «Ιάσονα, παιδί μου, η ώρα έφτασε που πρέπει ν’ αφήσεις πια το σπίτι». Μου είπε πού θα πηγαίναμε, μου εξήγησε σύντομα τους λόγους, αλλ’ όπως ήμουν ταραγμένος απ’ αυτή την ανεπάντεχη είδηση, δεν άκουσα παρά τα τελευταία του λόγια: «Έχεις δυο μέρες καιρό να ετοιμαστείς». Δάγκασα τα χείλια μου για να μην κλάψω και με φωνή αράχνινη: «Περίμενα από καιρό αυτή τη μέρα», είπα.
Τον πατέρα μου τον αγαπούσα από σεβασμό· τη μητέρα μου τη σεβόμουν από αγάπη. Γι’ αυτό μόλις βρέθηκα έξω απ’ το δωμάτιο, μόνος μου κι απέραντα δυστυχισμένος, ξέσπασα σ’ ασυγκράτητα δάκρυα που έτρεξα στον κόρφο της να τα πνίξω.
— Μητέρα, κρύψε με, δε θέλω να φύγω!
— Παιδί μου, δεν έχω πάνω σου καμιά εξουσία.
— Μη μ’ αφήνεις να με πάρουν από κοντά σου!
— Ό,τι και να κάνω θα ’ναι άκαρπο μια που η απόφαση του πατέρα σου βαραίνει.
— Τότε έλα κι εσύ μαζί μου, πάνω...
— Εκεί που αρχίζουν οι δρόμοι των ανδρών, οι γυναίκες πρέπει να σταματούν.
— Αλλά μητέρα... μήπως δε μ’ αγαπάς;
— Παιδί μου, σ’ αγαπώ. Είσαι σπλάχνο μου. Πήγαινε με κουράγιο. Θα σε περιμένω να γυρίσεις άντρας πια! Και μ’ ένα ελαφρό σκούντημα, που ήταν περισσότερο χάδι, μ’ απομάκρυνε απ’ τον κόρφο της, όπου είχα σφηνωθεί. Ένιωθα ότι με κόπο κι αυτή κρατούσε τα δάκρυά της. Δεν είχα κάνει παρά λίγα βήματα, όταν γυρίζοντας ξαφνικά:
— Απ’ όλα αυτά μην πεις λέξη του πατέρα.
— Οι μάνες, παιδί μου, έχουν δικά τους μυστικά.
[...]
Φτάσαμε απόγεμα πια πάνω στον Χείρωνα. Κάτω απ’ τα πόδια μας κατρακυλούσε σε συμπαγείς όγκους το Πήλιο. Μια μέρα ανάβασης, αν και με πολλούς σταθμούς, με είχε εξουθενώσει. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ τα μενεξελιά βουνά κι η νύχτα ανέβαινε στις χαράδρες. Στ’ αυτιά μου βούιζαν τα λόγια του πατέρα μου: «Μη νοιάζεσαι να μας γράφεις ταχτικά. Όσο δεν θα παίρνουμε νέα σου θα σε νομίζουμε καλά. Έλα τώρα... Ξέχασέ μας... Κοίτα να ’σαι πρόθυμος και καλός...». Έβλεπα από μακριά τον Χείρωνα, απαράλλαχτο όπως μου τον περιγράφαν, καθισμένο μπροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς, να υποδέχεται τους μαθητές του που γύριζαν απ’ το κυνήγι. Ήταν όλοι ευτυχισμένοι - το καταλάβαινες απ’ τα πρόσωπά τους που αχτιδοβολούσαν — και, δεν ξέρω γιατί, η χαρά τους αυτή μεγάλωνε μέσα μου τη θλίψη. Μείναμε κάμποσο κοιτάζοντας έτσι. Σε λίγο ο πατέρας μου: «Πήγαινε τώρα, Ιάσονα, θα σε συνοδεύω με τη ματιά μου», και λέγοντας αυτά έσκυψε να με φιλήσει. Ήταν τα υγρά του βλέφαρα που έβρεξαν αγγίζοντας τα μάγουλά μου ή μήπως να ’ταν που έκλαιγα εγώ;
[...]
Έπειτα βγήκαμε έξω απ’ τη σπηλιά, σ’ ένα μικρό ισιωματάκι, που γι’ ασφάλεια το ’χαν περιφραγμένο. Η βραδιά ήταν δροσερή κι απάνεμη. Γύρω τα βουνά γαλάζια. Μέσα στη διάφανη νύχτα ο Χείρωνας άρχισε ν’ απαγγέλνει στίχους συντροφεμένους με τους ήχους της λύρας του. Έλεγες κι ήταν οι μελωδίες του σαν τα κύματα όπου οι στίχοι έπλεαν πάνω τους, μικρές βαρκούλες. Θυμάμαι ακόμα το τέλος του πρώτου τραγουδιού του. Θα ’ταν περίπου αυτό:
Οι ωραίοι θεοί που ψηλά κατοικούν
κι έχουν τ’ άστρα για θρόνο
όπου καθένας τους λάμπει,
δεν σβήνουν τη μέρα.
Είναι οι άνθρωποι τέτοιοι
που μονάχα τη νύχτα
τη λάμψη τους βλέπουν,
που μονάχα τη νύχτα
ζητούνε θεούς...
...Κι όμως, όταν έπεσα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ, τη μητέρα μου ζητούσα, το χάδι της, το φιλί της ποθούσα και καθόλου θεούς. Κι όπως ονειροπολούσα το παλάτι μας, τους δούλους με τις παράξενες ιστορίες, τη θάλασσα, το μαλακό κρεβάτι μου που η ανάμνησή του έκανε πιο σκληρό το τωρινό μου στρώμα, κάποιος μες στο σκοτάδι με πλησίασε και με φωνή χνουδάτη: «Κι εγώ τον πρώτο καιρό... Όμως θα συνηθίσεις. Μην κλαις. Θα... Κρυώνεις;» με ρώτησε ξαφνικά, κι όπως του ένευσα, φαίνεται για να με ζεστάνει, ήρθε και πλάγιασε δίπλα μου.
Το πρωί, όταν ξύπνησα με λαχτάρα να γνωρίσω στο φως τον πρώτο μου φίλο, είδα, μ’ απογοήτευση, ότι η θέση του στο πλάι μου ήταν κενή.
[...]
Έξω η Αλκμήνη περίμενε. Φυσούσε δαιμονισμένα. Τα σύννεφα, κύματα πελώρια, κυλιούνταν στον ουρανό σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας ένα φεγγάρι που, ναυαγισμένο ανάμεσά του, πάλευε εναγώνια να σωθεί. Η Αλκμήνη στο δρόμο με ρώτησε πολλά, αλλά δεν θυμάμαι να της απάντησα τίποτε.
Το βράδυ ξάγρυπνος άκουγα έξω την αδυσώπητη βροχή. Μπουμπούνιζε κι άστραφτε μες στο πυκνό σκοτάδι. Απόψε που όλα με τους δικούς μου τέλειωσαν, δεν έβρισκα εγώ αναπαμό. Μια αντίδραση για όλα γεννιόταν μέσα μου. Και πρώτα πρώτα μισούσα αυτό το ελεεινό σκουλήκι που πόθησε φτερά, τον εαυτό μου, και που για τούτο σύρθηκε πιο βαθιά στη λάσπη. Ύστερα ερχόταν η σειρά του Πελία. Δίχως άλλο, το δάχτυλο αυτουνού, κρυμμένο, μ’ έσπρωχνε τώρα στην άβυσσο. Να έλειπε μόνο! Και τάχα τι μ’ εμποδίζει να τον βγάλω απ’ τη μέση; Τι άλλο εχτός απ’ το ότι μετά ο θρόνος θα χήρευε και θα ’μουν αναγκασμένος να παραμείνω; Δεν γίνεται, βλέπεις, να σκοτώσεις χωρίς κι εσύ λιγάκι να πληγωθείς. Ακόμη κι η αγάπη της Αλκμήνης μ’ εκνεύριζε τη νύχτα αυτή του ζόφου. Δεν ήθελα πλάσματα που να μου είναι αφοσιωμένα. Η αγάπη με τρόμαζε, γιατί κρεμούσε βαρίδια στα φτερά μου. Μισούσα την έλξη που σαν γυναίκα εξασκούσε επάνω μου και με κρατούσε σ’ αδιάκοπη άμυνα, που κουράζει περισσότερο κι απ’ την επίθεση την πιο σπάταλη. Τέλος, αγαναχτούσα με τον πατέρα μου που ζούσε «δι’ εμού», ενώ μου ήταν αδύνατο, όσο κι αν σε στιγμές το επιθυμούσα να ζήσω «δι’ εκείνου». Ίσως κι η ομοιότητα, τ’ ότι πιανόμασταν κι οι δυο από ιδέες, να ’δινε τροφή σ’ αυτό που λέω μίσος.
Όλο εκείνο το βράδυ πέρασε σε μια σκοτοδίνη καταθλιπτική. Η κάμαρα του μυαλού μου γέμισε πλουτώνεια κοράκια. Το πρωί, όταν ξύπνησα, ύστερα από ένα σύντομο ύπνο, μαύρα πηγμένα σύννεφα κρεμόταν στον ουρανό. Μια αιωρούμενη υγρασία σού έδινε την εντύπωση πως έβρεχε χωρίς να βρέχει. Κατά το απόγεμα στέγνωσε ο καιρός. Κρόσσιζαν τα δάκρυα της βροχής πάνω στα φύλλα και τα κλαδιά των δέντρων. Ανάτειλε και το ουράνιο τόξο. Η άλλη μέρα ήταν λιγότερο σκοτεινή. Ο ήλιος φαινόταν να περπατά πίσω απ’ τα σύννεφα, όπως ένα τεράστιο μαμούδι κάτω από ’να διάφανο θολωτό φύλλο. Στο γέρμα κοντά, μια λουρίδα γαλάζιου μέσ’ απ’ την σκυθρωπότητα τ’ ουρανού σκόρπιζε το δροσερό χαμόγελό της. Η ελπίδα κι η προσμονή, μουδιασμένες απ’ τη βροχή, ξαναφτέρωσαν μέσα μου. (Τι περισσότερα να πω γι’ αυτές τις μέρες; Είχα τινάξει από πάνω μου το φλούδι του σπιτιού, το περιττό, κι ελεύθερος πια μπορούσα ν’ ανασαίνω). Το επόμενο πρωινό ξύπνησε, όπως περίμενα, αναγεννημένο. Τίποτα στον κατακάθαρο ουρανό που να προδίνει παλιές στεναχώριες. Τα μάρμαρα ξεπλυμένα στραφτάλιζαν. Οι φυλλωσιές ανατρίχιαζαν στο άγγιγμα της αύρας. Μέσα στον κόλπο η θάλασσα ασήμιζε στο φως. Πέρα, τ’ ακρωτήρι, κατάφυτο από πεύκα, έλουζε την πράσινη κόμη του στα ήσυχα νερά. Κοιτούσα, όταν πίσω από δαύτο, πρόβαλε ξαφνικά, σαν κάποιο όραμα η Αργώ. Στο πρώτο κοίταγμα δεν την πίστεψα. Μου φάνηκε τόσο απίθανη, τυλιγμένη στην πρωινή αλισάχνη, που χρειάστηκε ν’ ακούσω το τρίξιμο των σκαρμών και τα τραγούδια των φίλων μου για να πετάξουν όλες μου οι αμφιβολίες. Η Αργώ τώρα η πραγματική, ψηλή, γεροδεμένη, με τα πανιά μαϊναρισμένα και τα κουπιά, σε δυο αράδες, να σηκώνονται και να πέφτουν σα φτερούγες μεγάλου πουλιού, χαμογελαστή, περήφανη, έκοψε δυο κύκλους μέσα στο λιμάνι. Δεν χόρταινα τη σίγουρη κορμοστασιά της. Το ξύλο της είχε πάρει κάτι απ’ την πνοή αυτών που τη φτιάξαν. Ολόκληρη ήταν ένα πλάσμα ζωντανό που μιλούσε αφροκοπώντας. Τα πρώτα της κύματα, σάμπως μηνύματα, δεν άργησαν να φτάσουν και να σπάσουν στ’ ακρογιάλι. Εκεί ο κόσμος καθόταν και χάζευε. Κοίταξα τον κόσμο κι ένιωσα μια ακαταδεξιά γι’ αυτούς τους ανθρώπους τους πεζούς, τους λογικούς, που περιορίζονται στο να κρίνουν, ανίκανοι με θέρμη να ποθούν. Ύστερα τα μάτια μου ξαναγύρισαν στην Αργώ που τη στιγμή εκείνη με τα κουπιά ψηλά γλιστρούσε πάνω στον καθρέφτη της θάλασσας σώνοντας την ταχύτητά της.
Α, τι χαρά όταν αντάμωσα τον Τίφυ, τον Ορφέα, τον Άργο, τον Ύλα κι όλους τους άλλους φίλους μου! Τους είπα ότι είμαστε σταλτοί του βασιλιά και πρέπει αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, να ξεκινήσουμε. Πόσο λάμψανε τα πρόσωπά τους σαν μάθανε ότι όλοι μιλούσαν γι’ αυτούς! Δυο-τρεις με παρακάλεσαν να μείνουμε ένα βράδυ. Αλλά μου ήταν αδύνατο, δεν μπορούσα ύστερα απ’ όλα αυτά να ζήσω κι άλλο εδώ. Έτσι οι τροφές μπήκαν στο καράβι. Έξω δεν έμεινα παρά εγώ.
Με σεβασμό πήγα ν’ αποχαιρετήσω τον Πελία. Αφού δεν τα ήξερα όλα γι’ αυτόν το καλύτερο ήταν να κάνω πως δεν ξέρω τίποτα. Το βλέμμα του με περιεργαζόταν ειρωνικά. Ξέραμε ότι ο ένας κοροϊδεύει τον άλλο. Αλλά τι φταίγαμε αν το ίδιο μέσο εξυπηρετούσε δυο αντίθετους σκοπούς; Πάντως μου ευχήθηκε «καλήν επιτυχία». Μετά έτρεξα να βρω την Αλκμήνη. Μες στο παλάτι άδικα την αναζήτησα. «Θα ’ναι στον κήπο», σκέφτηκα τότε. Φώναξα, σβράχνιασα να φωνάζω τ’ όνομά της. Δεν ήταν πουθενά. Μόνο γυρίζοντας στο δωμάτιό μου ζαλισμένος, βρήκα πάνω στο μαξιλάρι ένα σημείωμά της. Έλεγε: "Μη μ’ αναζητήσεις άδικα γιατί το μόνο που θα πετύχεις θα ’ναι να κάνεις πιο αισθητή την απουσία μου. Δεν έχω τίποτα το ιδιαίτερο να σου πω, όπως φαντάζομαι κι εσύ δεν θα ’χεις. Καλό ταξίδι. Αλκμήνη". Δεν ξέχασα και τον πατέρα μου. Τάχα δεν θα αισθανόμουν περήφανος αν μ’ έβλεπε, κάτω απ’ το παρθένο φως, αρχηγό μιας τόσο ιερής εκστρατείας; Δεν θα μας έδινε την ευχή του; Ενώ τώρα σάπιζε και μούχλιαζε μέσα στη γη...
Ήμουν ανίκανος πια να σκεφτώ τίποτα ή να αιστανθώ. Ένα πράγμα έμενε να κάνω: να πηδήξω στο καράβι. Αλλά τώρα που ήταν σίγουρο δοκίμαζα μια κρυφή ηδονή να τ’ αναβάλω. Άξαφνα ανοίγει η πόρτα. Στο άνοιγμα στέκεται ο Ίλος. Φορεί λευκό χιτώνα που περασμένος χιαστί από το στήθος του αφήνει ξέσκεπο τον ηλιοκαμένο αριστερό ώμο του και το δεξί γυμνασμένο του πόδι, ενώ σφίγγοντας γύρω από τη μέση δείχνει την τριγωνικότητα του στήθους του. Πέφτει στα πόδια μου, τ’ αγκαλιάζει και με φωνή πιο θερμή απ’ την αφή του:
— Πάρε με, Ιάσονα, πάρε με μαζί σου!
— Όχι, δεν μπορώ.
— Δεν θα σου είμαι βάρος, δεν θα με νταντεύεις. Κοίταξε, είμαι άντρας — και φούσκωσε για να δείξει πιο μεγάλος.
— Μα πώς να ξεγελάσω τον πατέρα σου;
— Κι εκείνος τάχατε τι σε κάνει;
— Κι εσύ το ξέρεις;
— Ναι.
— Σου το ’πε η Αλκμήνη;
— Όχι, μόνος σου το είπες. Το βράδυ προχτές, παραμιλούσες στον ύπνο σου. Έλεγες πως θέλεις να σκοτώσεις τον πατέρα μου, πως μισείς την αδελφή μου... Σ’ άκουγα κρυμμένος κάτω απ’ το κρεβάτι σου.
— !!!
— Αλλά τώρα αυτά περάσαν. Ω, πάρε με μαζί σου! Δεν θέλω να πάω στο βουνό. Μ’ αρέσει η θάλασσα, Ιάσονα, η θάλασσα, οι γλάροι...
— Ποιός θα μείνει εδώ αν κι εσύ φύγεις; Ποιός θα διαδεχτεί τον Πελία στον θρόνο; Δεν θέλω να γίνω αιτία να καταστραφεί το σπίτι μας. Γιατί κανείς δεν ξέρει αν θα γυρίσουμε ποτέ πίσω.
— Μα για μένα εδώ είναι ένας θάνατος δίχως τέλος!
— Μου φαίνεται πως ακούω τη φωνή μου στα λόγια σου — και τον έπιασα απ’ τους ώμους κοιτάζοντάς τον βαθιά μες στα μάτια.
Τα χείλια του συσπάστηκαν. Σφίχτηκε πάνω μου δυνατά, συγκινημένος. Στο άγγιγμα του σφριγηλού κορμιού του ανατρίχιασα.
— Καλά. Με κατάφερες, άθλιε, είπα. Κρύψου στον κάβο. Περνώντας από κει, θα σε πάρουμε.
Αναπήδησε τρελός απ’ τη χαρά του. Σε λίγο κι εμείς ξεκινούσαμε.
Για το ταξίδι που κάναμε θα γράψουν άλλοι. Τώρα που η σιωπή του θανάτου έχει γύρω μου απλωθεί κι η Μήδεια, αμολώντας τη μελάνη της μ’ έχει παρατήσει, δεν ξέρω άλλη παρηγοριά απ’ το να ξαναζώ στη μνήμη μου εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου. Δεν μετανιώνω για ό,τι έγινε μα για ό,τι δεν μπορεί να ξαναγίνει.
Απ’ τους συντρόφους μου μαθαίνω σποραδικά νέα: ο Ηρακλής που μας άφησε μεσοδρομίς εξακολουθεί, λέει, να φυτεύει σε κάθε καινούργια χώρα κι από έναν άθλο του. Ο Ορφέας έχασε στον Άδη οριστικά την Ευρυδίκη. Τον Θησέα τον στείλανε στην Κρήτη για να σκοτώσει κάποιον Μινώταυρο. Θα ’θελα και για τους άλλους να ξέρω τι γίνονται...
Βασίλης Βασιλικός. 1966. Η διήγηση του Ιάσονα. 3η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας.