Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Ρίτσος

Αγαμέμνων


(Ακόμη μια φορά, απ’ την κορφή της μαρμάρινης σκάλας, που ’ναι στρωμένη ολόκληρη με πορφυρούς τάπητες, ο πολέμαρχος χαιρετάει τ’ αλαλάζοντα πλήθη, με μια κίνηση σχεδόν αδημονίας. Μες στην κρυστάλλινη χειμωνιάτικη λιακάδα ακούγονται τα τύμπανα στην πιο κάτω πλατεία, οι κρότοι απ’ τις οπλές των αλόγων, το πλατάγισμα των σημαιών και οι φωνές των δούλων που ξεφορτώνουν τα λάφυρα απ’ τ’ αμάξια. Μόνο οι φρουροί μένουν ασάλευτοι στα προπύλαια σα ν’ ανήκουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Ένα άρωμα στυφό κυματίζει στον αέρα απ’ τις πολλές πατημένες δάφνες. Ανάμεσα στις επευφημίες και στην γενική οχλαλοή, ξεχωρίζουν κάθε τόσο οι μεγάλες μαντικές φωνές μιας παραλοϊσμένης γυναίκας που κείτεται σωριασμένη στη βάση της σκάλας — φωνές ανεξήγητες, σε ξένη γλώσσα. Ο πολέμαρχος κι η γυναίκα του αποσύρθηκαν. Πέρασαν το μακρύ διάδρομο. Μπαίνουν στην αίθουσα όπου είναι στρωμένο το τραπέζι με το πρόγευμα. Εκείνος γδύνεται την πολεμική του στολή. Το μεγάλο του κράνος με την αλογοουρά το ακουμπάει στην κονσόλα, μπροστά στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης αντανακλά το κράνος, έτσι σα να συντρόφεψαν δυο άδεια, παραμορφωμένα, μετάλλινα κρανία. Γέρνει σ’ ένα ανάκλιντρο. Κλείνει τα μάτια. Έξω ακούγονται πάντα οι επευφημίες του πλήθους κι οι κραυγές της ξένης γυναίκας. Φράζει με τις παλάμες του τ’ αυτιά του. Η γυναίκα του, ωραία, αυστηρή, επιβλητική, σκύβει, με μιαν αταίριαστη στο ύφος της ταπεινοφροσύνη, να του λύσει τα σανδάλια. Αυτός αποθέτει τ’ αριστερό του χέρι στα μαλλιά της, προσεχτικά μην της χαλάσει την ωραία χτενισιά. Εκείνη αποτραβιέται. Στέκεται όρθια, λίγο πιο πέρα. Αυτός χαμογελάει μακρινά, κουρασμένα. Της μιλάει. Δεν ξέρεις, αν τον ακούει).

Δώσε την προσταγή σου, σε ικετεύω, να σωπάσουν. Τί φωνάζουν ακόμη;
Για ποιόν χειροκροτούν; Τί επευφημούν; Τους δημίους τους τάχα; τους νεκρούς τους;
ή μήπως για να βεβαιωθούν πως έχουν χέρια και μπορούν να τα χτυπάνε,
πως έχουν φωνή και μπορούν να φωνάζουν και ν’ ακούν τη φωνή τους;

Κάνε τους να σωπάσουν. Κοίτα, ένα μερμήγκι κατεβαίνει τον τοίχο —
τί σίγουρα και απλά που περπατάει σ’ αυτή την κάθετο,
χωρίς καθόλου αλαζονεία πως τάχα επιτελεί έναν άθλο — ίσως γιατί ’ναι μόνο,
ίσως γιατί ’ναι ασήμαντο, αβαρές, σχεδόν ανύπαρκτο· — το ζηλεύω.

Άσε το· μην το διώχνεις· ανεβαίνει στο τραπέζι· πήρε ένα ψίχουλο·
το φορτίο του πιο μεγάλο απ’ το ίδιο· —κοίταξέ το,— έτσι πάντα
το βάρος που σηκώνουμε όλοι μας πιο μεγάλο απ’ το μπόι μας.

Δε λένε να σωπάσουν. Κι οι φωτιές στους βωμούς — τούτη η κάπνα
κι η κνίσσα των ψητών· —ναυτία,— όχι, καθόλου απ’ τη φουρτούνα —
κάτι στυφό στο στόμα, ένας φόβος
στα δάχτυλα, στο δέρμα· — όπως τότε, μια νύχτα, καλοκαίρι,
τινάχτηκα απ’ τον ύπνο — ένα σύρσιμο γλοιώδες σ’ όλο μου το σώμα·
δεν έβρισκα τα σπίρτα· σκόνταψα· άναψα το κλεφτοφάναρο:
στ’ αντίσκηνο, στο χώμα, στα σεντόνια, στην ασπίδα, στο κράνος,
χιλιάδες γυμνοσάλιαγκοι· τους πατούσα ξυπόλυτος· βγήκα έξω — είχε λίγο φεγγάρι,
γυμνοί στρατιώτες είχαν στήσει μάχη, γελώντας, χωρατεύοντας
με κείνα τα ειδεχθή ερπετά — ειδεχθείς και κείνοι· οι φαλλοί τους
σαλεύανε σα γυμνοσάλιαγκοι. Έπεσα στη θάλασσα· το νερό δε με ξέπλυνε·
στ’ αριστερό μου μάγουλο σερνόταν το φεγγάρι, γλοιώδες και κείνο,
κίτρινο, κίτρινο, παχύρευστο. Κι αυτές οι επευφημίες τώρα —

Ετοίμασέ μου ένα ζεστό λουτρό, πολύ ζεστό· — το ετοίμασες κιόλας;
με φύλλα σκίνου και μυρτιάς; Θυμάμαι τ’ άρωμά τους,
αψύ, τονωτικό — μια εγκατάλειψη· σα να οσμίζεσαι πάλι
την παιδική ηλικία με δέντρα, με ποτάμια, με τζιτζίκια. Οι κόρες μας
σα χαμένες μου φάνηκαν· —το πρόσεξες;— η μια τους
μου ’πιανε σαν τυφλή μέσ’ απ’ τα γένια το σαγόνι. Καλά έκανες
και τις ξαπόστειλες στα δωμάτιά τους, — δεν μπορούσα να τις βλέπω.

Τα λάφυρα όλα κρατήστε τα ή μοιράστε τα — τίποτα δε θέλω.
Και τη γυναίκα αυτή που ουρλιάζει στα σκαλιά, πάρ’ την για δούλα σου
ή για τροφό του γιου μας (— πού ’ναι, αλήθεια; — δεν τον είδα) — όχι στην κλίνη μου, όχι,
μια κλίνη ολότελα άδεια μού χρειάζεται τώρα, να βουλιάζω, να χάνομαι, να είμαι,
να ’χω τουλάχιστον τον ύπνο ανεπιτήρητον, να μη νοιάζομαι
αν μου είναι το πρόσωπο όσο πρέπει αυστηρό ή αν χαλάρωσαν
οι μυώνες στην κοιλιά μου και στα μπράτσα μου. Τώρα
μονάχα η μνήμη του έρωτα λειτουργεί ερωτικά, διαγράφοντας
εκείνη τη μεγάλη δυσαναλογία, την ανάρμοστη, ανάμεσα
στο μαρασμό του σώματος και στο αμετάπειστο της επιθυμίας.

Και, βέβαια, τη δική μας κλίνη σ’ την παραχωρώ. Δε θα το ’θελα διόλου
να γίνω μάρτυρας των αλλαγών του χρόνου πάνω στην ωραία μορφή σου,
στους μηρούς και στα στήθη σου. Κανένα μίσος δεν έχω να θρέψω
με μια τέτοια παράσταση. Αντίθετα, μάλιστα, θα ’θελα
να διατηρήσω ανέπαφο (για χάρη δική μου — όχι δική σου)
το ερωτικό παράστημά σου έξω απ’ το χρόνο, σαν άγαλμα υπέροχο
που κάπως συντηρεί και της δικής μου νεότητας το θάμβος και τη δόξα.

Μόνον εκείνο το σταχτοδοχείο με τον λαξευμένο τρίποδα (αν σώζεται)
που άφηνα κάποτε τις νύχτες το τσιγάρο μου να καπνίζει μονάχο του
σαν μακρινός καπνοδόχος σε μιαν ελάχιστη Ιθάκη ή σαν ένα
προσωπικό μου αστέρι, όταν εσύ κοιμόσουν πλάι μου, θα το ’θελα.

Τ’ άλλα κρατήστε τα· και το βαρύ, αδαμαντοποίκιλτο σκήπτρο —
προπάντων αυτό —δε μου χρειάζεται·— ασήκωτο. Σήμερα νιώθω
το θυμό του Αχιλλέα· — όχι καθόλου αντιδικία μαζί μου — κούραση ήταν,
μια κούραση προδρομική που εξίσωνε τη νίκη με την ήττα,
τη ζωή με το θάνατο. Μονάχος του κάτω στ’ ακρογιάλι,
με συντροφιά το μαύρο σκυλί που προσκολλήθηκε σ’ αυτόν ανεξήγητα
μια νύχτα φθινοπωρινή με μεγάλο φεγγάρι (έτσι λέγαν).

Μπορεί και να ’χε ανάγκη απ’ αυτή τη βουβή παρουσία
που δε ρωτάει, δεν αρνιέται, αλλά πιστεύει κι επιδοκιμάζει πάντα
με μια κίνηση της ουράς, μ’ ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων
ή κάποτε ακουμπώντας τη μουσούδα του μ’ ευγνωμοσύνη
στα σαντάλια του αφέντη του, περιμένοντας με την ίδια ευτυχία
το χάδι ή το λάχτισμα· κι άλλοτε πάλι λαχανιάζοντας, όχι απ’ το τρέξιμο,
αλλά απ’ την αφοσίωσή του, κρεμώντας έξω την κόκκινη γλώσσα του
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του ένα κομμάτι ματωμένο απ’ την ψυχή του
κι ήθελε να το δώσει. Μια τέτοια απέραντη αφοσίωση, φαντάζομαι,
μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο ή κι έναν θεό. Ο Πάτροκλος ζήλευε·

κι ίσως γι’ αυτό να τον παρακινούσε να ξαναπάρει μέρος στη μάχη
κι ίσως γι’ αυτό και να σκοτώθηκε. Πόσο αίμα χύθηκε —
δεν έμαθα γιατί —δεν ξέρω·— στιγμές στιγμές δεν τολμούσα
ν’ αγγίξω το ψωμί — το ψωμί ήταν κόκκινο. Κι εκείνο το σκυλί,
όταν σκοτώθη ο Αχιλλέας, γυρνούσε μόνο στο ακρογιάλι,
κοιτούσε τα καράβια, τα σύννεφα, οσμιζόταν τις πέτρες
όπου πατήσαν τα πόδια του κυρίου του, οσμιζόταν τα ρούχα του μέσα στο αντίσκηνο,
νηστικό, θεονήστικο —ποιός να το νοιαστεί;— γινόταν εμπόδιο,
μπλεκόταν στα πόδια μας· πολλοί το κλωτσούσαν· καθόταν
και κοίταζε τους στρατιώτες την ώρα που τρώγαν· δε γρύλιζε.

Μια μέρα, κάποιος του πέταξε ένα κόκαλο· δεν το ’φαγε·
το πήρε ανάμεσα στα δόντια του και χάθηκε. Σε λίγο το βρήκαν
στον τάφο του Αχιλλέα, — και το κόκαλο αφημένο κει πάνω
σα μια μικρή σπονδή· κι έκλαιγε με μεγάλα δάκρυα
μπορεί για το χαμό του αφέντη του, μπορεί και να ντρεπόταν που πεινούσε.
Ύστερα πήρε πάλι το κόκαλο, κρύφτηκε πίσω απ’ τις πέτρες
κι άρχισε να το ροκανίζει. Μαζί με το ροκάνισμα ακουγότανε
και τ’ αναφιλητό του, — ίσως και να ’τανε το βογγητό της αιώνιας πείνας.

Παράξενα που ’ναι τα μάτια σου· κι η φωνή σου παράξενη, όταν είπες:
«Δούλες, τί μου στεκόσαστε έτσι; Την ξεχάσατε, λοιπόν, την προσταγή μου;
Είπα να στρώστε τα χαλιά απ’ την άμαξα ώς το σπίτι για να γίνει ο δρόμος
κόκκινος όλος, να περάσει ο αφέντης μου». Μες στη φωνή σου
ήταν ένα βαθύ ποτάμι, κι ήταν σα να πλέω εντός του. Όταν πάτησα
πάνω στα πορφυρά χαλιά μού λύγισαν τα γόνατα. Πισώστρεψα
κι είδα τα σκονισμένα χνάρια απ’ τα σαντάλια μου πάνω στο μέγα κόκκινο
σαν τους ψαράδικους φελλούς εκείνους που επιπλέουν
επάνω απ’ το κρυμμένο, βυθισμένο δίχτυ. Κι είδα μπρος μου τις δούλες
να ξεδιπλώνουν κι άλλα κόκκινα χαλιά σα να ’σπρωχναν
τους κόκκινους τροχούς της μοίρας. Ένα ρίγος
μου πέρασε τη ραχοκοκαλιά. Γι’ αυτό σου ζήτησα να μου ετοιμάσεις
ένα ζεστό λουτρό. Κείνο το ρίγος —γυάλινο, γυάλινο,— ξέρεις,
κανείς δε θέλει να πεθάνει, όσο και κουρασμένος.

Ετούτη η κούρασή μου είναι ο χώρος μου τώρα, είμαι εγώ· σα ν’ ανεβαίνω
χωρίς προσπάθεια, χωρίς πόδια σχεδόν, το γαλανότατο όρος
απ’ όπου θ’ αγναντέψω (κι αγναντεύω κιόλας) προς τα κάτω
λόφους, πεδιάδες, πολιτείες —λίγος καπνός χρυσίζει στον ήλιο— λιμάνια
και τα καράβια της πικρής επιστροφής μας στο ημικύκλιο
του ερημικού γιαλού, — λευκά καράβια, μακρινά, σμικρυμένα
σαν κομμένα παιδιάστικα νύχια —όπως της άλλης κόρης μας— θυμάσαι; —
που της τα ’κοβες στην πόρτα του λουτήρα· — δεν ήθελε· φώναζε· — πριν πόσα χρόνια.

Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα
να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα
δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε
τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης
σε μια πάγχρυση θάλασσα· — μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε
για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.

Ώρες ώρες, μου φαίνεται πως είμαι ένας ήσυχος νεκρός που κοιτάζει
εμένα τον ίδιο να υπάρχω· παρακολουθεί με τ’ άδεια του μάτια
την κίνησή μου, τις χειρονομίες μου· — όπως τότε, μια νύχτα του χειμώνα,
κει κάτω, έξω απ’ τα τείχη, μ’ ένα απερίγραπτο, ψυχρό φεγγαρόφωτο
κι έμοιαζαν όλα σα μαρμαρωμένα, καμωμένα από ασβέστη και φεγγάρι.

Παρατηρούσα ολόγυρα με την απάθεια του αθάνατου, που πια
δε φοβάται το θάνατο κι ούτε τον νοιάζει η αθανασία του. Ναι, σαν ένας
ωραίος νεκρός που σεργιανεύει μες στη νυχτερινή λευκότητα, κοιτάζοντας
τα γύψινα στολίδια των σπιτιών, τα κάγκελα των κήπων,
τις σκιές των καταρτιών στ’ ακροθαλάσσι. Και τότε, ένα βέλος
σφύριζε πλάι στ’ αυτί μου, μπήχτηκε στα τείχη πάλλοντας
σαν μια μονή χορδή σ’ ένα άγνωστο όργανο, σαν ένα νεύρο
μέσα στο σώμα του κενού, σημαίνοντας με ακατανόητη ευφροσύνη.

Έτσι, καμιά φορά, μας σταματούσε κάτι κι εκεί πέρα —δεν ήξερες τί τρέχει—
μια ανταύγεια στο σπαθί σου απ’ την αυγή, το μικρογραφημένο
καθρέφτισμα ενός ήσυχου σύννεφου πάνω σ’ ένα κράνος
ή εκείνη η συνήθεια του Πάτροκλου ν’ αγγίζει με τα δυο του δάχτυλα
την άκρη του αυτιού του, ενώ σιωπούσε, βυθισμένος σε ρέμβη
μονήρη, ερωτική. Μια μέρα ο Αχιλλέας του ’πιασε το χέρι, κοίταξε
τα δάχτυλά του σα μάντης, ύστερα κοίταξε τ’ αυτί του. «Πλησιάζει το φθινόπωρο» είπε·
«θα πρέπει ν’ ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας». Κι είχε μια σχέση παράξενη
αυτό το «ανασυντάξουμε» με την όμορφη κίνηση του Πάτροκλου.

Και τότε ο Πάτροκλος βγήκε απ’ τ’ αντίσκηνο, πλησίασε τ’ άλογα του φίλου του,
τον Βάλιο και τον Ξάνθο, στάθηκε ανάμεσά του, πέρασε τα δυο του χέρια
τριγύρω στους λεπτούς λαιμούς τους, κι έτσι οι τρεις τους, πρόσωπο με πρόσωπο,
μείναν ασάλευτοι κοιτάζοντας το λιόγερμα. Αυτήν την παράσταση
την έχω δει θαρρώ σε κάποιο ανάγλυφο αετώματος, κι άξαφνα εννόησα
πώς γίνεται να θυσιάσεις έναν άνθρωπο για λίγον ούριο άνεμο.

Λίγο λίγο, γυμνώθηκαν όλα, γαλήνεψαν, έγιναν γυάλινα,
οι τοίχοι, οι πόρτες, τα μαλλιά σου, τα χέρια σου —
μια εξαίσια γυάλινη διαφάνεια — μήτε το χνότο του θανάτου τη θολώνει· διακρίνεις
πίσω απ’ το γυαλί αδιαίρετο το τίποτα —κάτι επιτέλους ακέριο—
η πρώτη εκείνη ακεραιότητα, άτρωτη, σαν την ανυπαρξία.

Πριν βάλω το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας, πριν ανοίξω,
πριν μπω στην αίθουσα, έχω κιόλας δει τον καναπέ, τις καρέκλες,
και τον καθρέφτη που εικονίζει τον απέναντι τοίχο μ’ ένα κάδρο
κάποιας πανάρχαιης ναυμαχίας. Πριν μπω στο λουτρώνα
βλέπω τα φύλλα της μυρτιάς να επιπλέουν στο νερό και τα πρησμένα πρόσωπα
των ατμών ν’ ανεβαίνουν στο ταβάνι, να συνωθούνται στο φεγγίτη. Ακόμη
ώς και την ώρα του θανάτου μου διακρίνω περίπου.

Συχώρεσέ μου αυτήν την όραση, προπάντων την ομολογία —
είναι ένας τρόπος να με δείτε κι εσείς· να γίνουμε ισόπαλοι —όπως και είμαστε—
όλοι μας άοπλοι δηλαδή. Μα, πάλι, αυτήν την ώρα, αναρωτιέμαι
τί τάχατε πάω να καρπωθώ, τί ν’ αποφύγω, τί να κρύψω
μ’ αυτή μου την εξομολόγηση· — ποιό τάχατε νέο προσωπείο
από άθραυστο γυαλί πάνω στο γυάλινο, το εύθραυστο πρόσωπό μου —
ένα μεγάλο κούφιο προσωπείο, συνέχεια της μορφής μου, έκφρασή μου,
κρεμασμένο ψηλά, μπροστά στ’ ανάκτορα, στη μετόπη της πύλης,
μόνος προσωπικός μου θυρεός, όχι της δυναστείας. Κάποτε, θαρρώ
πως τα πάντα δεν έγιναν παρά για να τα θυμηθώ μια μέρα
ή πιότερο ίσως για ν’ ανακαλύψω την αθάνατη ματαιότητά τους.

Ώρα καλοσυνάτη — και τη χαίρομαι. Κοιτάζω το χέρι μου —
μήτε για το σπαθί μήτε και για το χάδι· — μόνο του, δοσμένο,
—δοσμένο πού;— σε κάτι αόρατες χορδές, σαν το χέρι
του ραψωδού σε μια μεγάλη λύρα· — αν μια στιγμή του το κρατήσεις,
θα σταματήσει απορημένη η μουσική· κι ο μισοτελειωμένος ήχος
δε συγχωρεί κανέναν απ’ τους δυο· σαν ένας κρίκος ασημένιος,
κρεμάμενος στον αέρα μ’ ένα σπάγγο, σου χτυπάει ανεξήγητα τον ώμο.

Οι άλλοι πέσαν — σωστά παλικάρια, (όμως, ποιός ξέρει,
με πόση πίκρα, πόσο φόβο κι αυτοί). Δεν τους τον ζήλεψα το θάνατό τους.
αν εγκωμίασα τον ηρωισμό τους, ήταν για να κρύψω
τη μυστική μου ευγνωμοσύνη πως εγώ ακόμη ζούσα — διόλου ήρωας.

Νά με, λοιπόν, που μήτε τούτη τη χαρά δε σου ’φερα — την πολυώνυμη, όπως λένε, δόξα
που ίσως και θα μπορούσε, αλίμονο, να εξαγοράσει
με βροντερά και κίβδηλα νομίσματα, τα σιωπηλά μας γνήσια δέκα χρόνια,
χιλιάδες φόνους, κρυφούς και φανερούς, χιλιάδες σφάλματα και τάφους.

Μακριά από μένα τέτοιοι ηρωισμοί· — ένας άλλος, τώρα,
αθόρυβος και αόρατος μού νεύει. Κάποιο σούρουπο,
είδα ένα τελευταίο μαλαματένιο φύλλο σ’ ένα κατάμαυρο δέντρο
κι ήταν ο γυμνός ώμος ενός ήρεμου, ωραίου αθλητή που, γέρνοντας,
εσήκωσε το βάρος όλων μας, να τ’ αποθέσει μαλακά στο χώμα. Τότε
μια νέα πείνα, μια άλλη όρεξη μού γέμισε σάλιο το στόμα
κι ένιωσα να κυλάει από τις άκρες των χειλιών μου
γλυκύ και πραϋντικό το γάλα της ευγνωμοσύνης. Άθελά μου
ανέβασα το χέρι μου ώς εκεί να το σκουπίσω
μην προδοθώ, μήπως και δουν τη νέα παιδικότητά μου,
το νέο μου θηλασμό απ’ την πρώτη ρώγα της δημιουργίας.

Έτσι θα καταλάβαιναν πόσο ισχυρός, πόσο ανήμπορος είμαι —
προκλητικά και τα δυο. Κάποιο δείλι σεργιανούσα μονάχος στ’ ακρογιάλι·
χρυσή ησυχία· ρόδινη θάλασσα· κάποιο κουπί λαμπάδιασε. Στο βράχο
είχαν απλώσει ένα μεγάλο καραβόπανο κόκκινο. Απ’ το στρατόπεδο, πάνω,
μ’ έφτανε ένα τραγούδι ερημικό, λυπημένο,
ζεστό κι αχνό, σα ρούχο που μόλις το γδύθηκε ένα όμορφο σώμα —
ζεστό τραγούδι, το κρατούσα στις φούχτες μου καθώς σεργιανούσα
στη βραδινή δροσιά, πλάι στα καράβια. Ολόγυρα
μοσκοβολούσε κάτι σαν ψημένο καλαμπόκι και φύκια.
Λίγο νερό, κοχλάζοντας, θα ’πεσε σ’ ένα κούτσουρο αναμμένο. Έξω απ’ τ’ αντίσκηνα
μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει για το βραδινό συσσίτιο.

Ο θάνατος φαινόταν τόσο εύκολος. Θυμήθηκα τον σιωπηλό Φιλήμονα: Μια νύχτα,
που όλοι πιωμένοι, μέσα στη σκηνή, φλυαρούσαν ατέλειωτα
για άθλους, γυναίκες, άλογα, ο Αντίλοχος προκάλεσε με σκώμματα
την ηρεμία κι εγκράτειά του. Κι ο Φιλήμων: «προετοιμάζομαι», είπε· τίποτ’ άλλο·
κι έμεινε έτσι σκυφτός, χωρίς να πίνει, με τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι,
με το πρόσωπο μες στις παλάμες του. Πίσω απ’ τα δάχτυλά του
φεγγοβολούσε ένα παράξενο χαμόγελο. «Προετοιμάζομαι». Το χάραμα
ο Αντίλοχος βγήκε απ’ την τέντα, στράφηκε στην ανατολή κι απάγγειλε
με χάρη ηθοποιού και νεανικήν ασέβεια την προσευχή του στον ήλιο.

Δεν ξέρω πώς συγκράτησα τα τελευταία του λόγια. «Ω ήλιε —έλεγε—
εσύ που με το δάχτυλό σου ανοίγεις μια τρύπα χρυσή στο μαύρο τοίχο
και βγαίνουν δυο πουλιά από κει μέσα, το ’να κόκκινο, τ’ άλλο γαλάζιο —
το κόκκινο κάθεται στο γόνατό μου, το γαλάζιο στον ώμο μου —». Κι αλήθεια,
εκείνη τη στιγμή, δυο μεγάλα πουλιά πέταξαν πάνω του· —
ήτανε δυο κοράκια. Μήτε αυτός μήτε ο Φιλήμων γύρισαν πίσω.
Σε μια άσπρη λήκυθο χαράξαμε δυο ωραία πουλιά — το κόκκινο και το γαλάζιο.

Ω, βέβαια, η συμβίωσή μας θα ’ναι δύσκολη. Αύριο κιόλας
εγώ θ’ αποσυρθώ στα χτήματα. Μη νοιάζεσαι. Ξέρω:
όλα μπορεί να μας τα συγχωρήσουν κάποτε, όμως
να ξέρουν πως τους βλέπεις και πως βλέπεις τον εαυτό σου,
αυτό κανένας —ούτε εχθρός ούτε και φίλος— δεν το συγχωρεί. Κι ούτε
μπορείς και να κρυφτείς: Καταμεσής στο μέτωπό σου είναι το τρίτο εκείνο μάτι
που όσο κρυφό κι όσο κλειστό σε σημαδεύει με τη λάμψη
της μοναξιάς και της μοναδικότητας — ύστατη υπεροψία και ταπεινοφροσύνη.

Περνάν τα χρόνια. Φεύγουμε. Γερνάμε· — όχι εσύ. Ξέρεις, η Ελένη,
σαν έπεσε η πόλη, ώρες ολόκληρες, καθόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη
που έβαλε και της κουβαλήσαν μες στο πλοίο· — παράξενος καθρέφτης:
δυο χρυσοί, παμπόνηροι έρωτες, λαξευμένοι στα πλάγια του κάδρου,
γυμνοί, χωρίς φαρέτρα, χωρίς τόξο, κοιτούν με δυσπιστία
αυτόν που κοιτάζεται στο κρύσταλλο. Λοιπόν, η Ελένη

φτιάχνει το πρόσωπό της τώρα στο πρότυπο της μνήμης της — κι ίσως πιο ωραίο
με την ανάμνηση, τη γνώση και τη θέληση (και με το πείσμα ακόμη)
με μυστικές βαφές —ολόκληρη αλχημεία— με ώχρα, ρόδινο, μαβί, ασημένιο,
με ισχυρό μαύρο τριγύρω στο γλαυκό των ματιών της,
με βαθύ βυσσινί στα μαλακά, σαρκώδη χείλη.

Βάφει τώρα το στόμα της μεγάλο, σα να ’ναι να εκφωνήσει απ’ τον εξώστη
ένα ανεξήγητο «όχι», ή να φιλήσει ένα Θεό. Μα, τί τα θες, το πρόσωπό της
δεν είναι κείνο πια που γι’ αυτό ξεκινήσαμε, γι’ αυτό πολεμήσαμε
σπέρνοντας με σπασμένα κουπιά, με τροχούς και κρανία πελάγη και κάμπους.
Ένα άλλο πρόσωπο πια —μπορεί το πιο δικό της— άλλο ωστόσο.
Κάτω απ’ τα εξαίσια χρώματα της θηλυκής της τέχνης
είναι σα να καλύπτει ή να κοιμίζει πικρά το θάνατό της. Και το ξέρει.

Μια μέρα, στο τραπέζι, κάτω στην ακρογιαλιά, για τα επινίκια,
αφού είχαμε θάψει τους νεκρούς, κι η πολιτεία απ’ άκρη σ’ άκρη
κάπνιζε ακόμα στο ήσυχο φθινοπωριάτικο λυκόφως, η Ελένη
κρατώντας το ποτήρι μπρος στα χείλη της, φώναξε:
«ακούστε πώς ηχούν τα βραχιόλια μου· εγώ είμαι πεθαμένη» —
κι απ’ τα δόντια της χύθηκε ένα κάτασπρο φέγγος, που αιφνίδια
όλα έγιναν μάρμαρο και κόκαλο. Τα χέρια κι οι φωνές καρφώθηκαν στον αέρα.

Όλα άσπρα, κάτασπρα — και τα κατάρτια κι η θάλασσα· ένας γλάρος,
σαν χτυπημένος από αόρατο βέλος, έπεσε άηχα
καταμεσής στο τραπέζι, πλάι στους αμφορείς. Η Ελένη
τον πήρε στα χέρια της, τον κοίταζε αμίλητη,
έβρεξε το μικρό της δάχτυλο στο αίμα του κι έγραψε στο τραπεζομάντιλο
έναν άψογο κύκλο — ίσως μηδέν, ίσως ολόκληρο. Ύστερα,
μαδώντας, με μια κίνηση απίστευτης χάρης, μια τούφα πούπουλα
απ’ την κοιλιά του πουλιού, τα σκόρπισε γελώντας στα μαλλιά μας. Ξεχάσαμε.
Έμεινε μόνο μια γεύση λευκότητας κι εκείνος ο ανεξήγητος κύκλος.

Στο γυρισμό, στο Αιγαίο πέλαγος, μια νύχτα με μεγάλη φουρτούνα,
έσπασε το τιμόνι. Τότε αισθάνθηκα μια τρομαγμένη ελευθερία
μέσα σ’ αυτό το ακυβέρνητο ακριβώς. Παρατηρούσα
με μιαν απίστευτη όραση μες στο σκοτάδι. Ξεχώρισα
μια ναυτική κουλούρα να τινάζεται στα κύματα. Κατόρθωσα, μάλιστα,
στο λίγο φέγγος των πυρσών, να διακρίνω πάνω της τη λέξη «Λάχεσις».

Κι αυτή η κουλούρα, εκείνο το όνομα, και το ότι τα είδα,
μου ’δωσαν μια περίεργη ισχύ και γαλήνη· κι είπα μέσα μου:
«και μόνο αυτή η κουλούρα να σωθεί, δε χάθηκε τίποτα».

Την άλλη μέρα, γαλήνεψε το Αιγαίο· την είδα να επιπλέει
ανάμεσα στους ναυαγούς και στα σπασμένα ξύλα. Τη μάζεψα.
Την έχω ακόμη μες στον μπόγο μου σα μυστικό σωσίβιο. Αν θέλεις
μπορείς να την κρεμάσεις σα θυμητικό σ’ όποια κάμαρα
ή και να την πετάξεις —δε μου χρειάζεται πια— «Λάχεσις» λέει.

Ακατανόητα όλα, απατηλά· — κείνος ο Δούρειος Ίππος μπρος στα τείχη,
αμείλικτος· με τα τεράστια γυάλινα μάτια του αντανακλώντας τη θάλασσα —
ένα άλογο ξύλινο, με μάτια γαλάζια, ολοζώντανα. Θα νόμιζες
πως η ίδια η θάλασσα κοιτούσε τον εαυτό της με τα μάτια του αλόγου,
κοιτούσε ταυτόχρονα και τα σπλάχνα του αλόγου, θεοσκότεινα, κούφια,
με τους κλεισμένους, πάνοπλους πολεμιστές. Ωστόσο διατήρησα
εκείνη την γαλάζιαν όραση της θάλασσας, απέραντη,
ευσπλαχνική, κατάκοπη. Καμιά μνησικακία για τη μοίρα·
μονάχα η αίσθηση ενός ξένου αναπότρεπτου νόμου που έχει καταργήσει
τα λάθη και τις αμαρτίες καθενός χωριστά και την ευθύνη ολωνών μας.
Καμιά φορά κι η κούραση σού αφήνει ένα προαίσθημα αφθαρσίας, — έτσι δεν είναι;

Σ’ ένα συμπόσιο, εκεί κάτω, σε μια τρίμερη ανάπαυλα της μάχης,
όταν οι πάντες μεθυσμένοι (όχι τόσο από κρασί, όσο από θάνατο),
έσπαζαν τα ποτήρια τους στα βράχια, μου φάνηκε σα να ’δα τα σπασμένα ποτήρια
ακέρια πάλι κι αράγιστα να λάμπουν σε μιαν έξοχη σειρά ώς την άκρη του ορίζοντα,
σπιθίζοντας στις φλόγες των πυρσών· τελευταίο τελευταίο
έλαμπε το μισό φεγγάρι — μια ασημένια κούπα, αχνίζοντας γαλήνια
γεμάτη γάλα χλιαρό.
Και τότε ο Ίων, ο εικοσάχρονος,
πέταξε το χιτώνα του, κι ολόγυμνος σα θεός, πήδησε πάνω στο τραπέζι,
κλώτσησε πιάτα κι αμφορείς, έχυσε μιαν υδρία κρασί στη σγουρή κόμη του,
μούσκεψε ακέριος, έσταζε, έλαμπε. «Υπάρχει το ασύντριφτο»,
«υπάρχει το ασύντριφτο», φώναζε. Πέταξε το ποτήρι του — δεν έσπασε·
του το ’δωσαν ξανά· σημάδεψε μιαν άγκυρα· το ξαναπέταξε·
τέταρτη, πέμπτη, δέκατη φορά, — δεν έσπασε· (ίσως να ’ταν φτιαγμένο
από άλλη ουσία — ψεύτικο, — ποιός ξέρει; — ίσως πάλι
η ίδια η μέθη μας να μας επέβαλε την πειθώ του ακατόρθωτου).
Την άλλη μέρα
ο Ίων σκοτώθηκε στη μάχη. Ζήτησα το ποτήρι του μες στη σκηνή του, στο γυλιό του·
ερεύνησα παντού. Δεν το βρήκα. Όμως τα λόγια του εκείνα τα θυμάμαι.

Θαρρώ πως δε μ’ ακούς· — σα να βιάζεσαι. Μα, ναι, όλοι βιαζόμαστε
να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας
μονάχα τα δικά του λόγια ακούει. Τί σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη
μετριέται και μετράει, — όπως τόνιζες πάντα.
Λες να ’χει κρυώσει
το νερό που μου ετοίμασες; Δε χρειάζεται νά ’ρθεις μαζί μου·
τα καταφέρνω μόνος μου — συνήθισα κει κάτω· κι ίσως καλύτερα έτσι.
Και, να σου πω, σα να ντρέπομαι κιόλας μπροστά σου.

Πέρασαν τόσα χρόνια — ξεμάθαμε· ξεχάσαμε. Το σώμα
(όχι μονάχα η ψυχή) σα να ’χει χάσει την παλιά του εκείνη βεβαιότητα:
κρουστό κι ολόρθο μες στην ίδια του χαρά να υπάρχει και να βλέπεται. Τώρα
μονάχα βλέπει (δύσπιστο αυτό και γερασμένο) με μιαν άλλην όραση
την έμπιστη κι αγέραστη ομορφιά του κόσμου, που πια δεν του ανήκει.
Τούτη την όραση, κανένας δεν τη συγχωρεί. Κι αλήθεια, έτσι ανεξάρτητη,
έτσι βαθιά κι αυτάρκης κι απεριόριστη, θαρρώ πως εμποδίζει
κι εμάς και τους άλλους — ανώφελη.
Τούτο το ρίγος — όχι γυάλινο τώρα,
εδώ στη ραχοκοκαλιά μου, — αλλιώτικο. Πριν λίγο ακόμη,
όλα ήταν γυάλινα —πρόσωπα, σώματα, αντικείμενα, τοπία, εσύ, εγώ, τα παιδιά μας—
γυάλινα, ακάλυπτα, στιλπνά — από σκληρό, διαυγές γυαλί. Παρατηρούσα μέσα τους μ’ ενδιαφέρον,
σχεδόν με αγαλλίαση — σαν σ’ ενυδρείο την κίνηση όμορφων, μικρών παράξενων ψαριών
ή και μεγάλων, άσκημων, σκυθρωπών κι αιμοβόρων — παράξενων πάντα. Κι έτσι, αιφνίδια,
σα να ’χει μαλακώσει το γυαλί — δεν παίρνει σχήμα, δεν έχει διαφάνεια,
σα να μην είχε σχήμα και διαφάνεια ποτέ· — σωριάστηκε χάμου
μαζί μ’ εκείνα που περιείχε — μια μάζα θολή, σα λερωμένο τσουβάλι
όπου μαζέψαν όπως όπως βρώμικα εσώρουχα για να τα πλύνουν μια μέρα
και δεν τα πλένουν· — βαρέθηκαν· τα ξεχάσαν εκεί (θέλουν να τα ξεχάσουν), πεταμένα
στο πάτωμα, σιμά στην πόρτα· — πέφτουν πάνω του, το κλωτσούν καθώς βγαίνουν
και πιο πολύ καθώς μπαίνουν στο σπίτι. Κι αλήθεια, τα ξεχάσαν,
και τί θα κάνουν να τα θυμηθούν; — έχουν σαπίσει κιόλας κλεισμένα
μέσα στην ίδια τους τη μυρωδιά από πανάρχαιους ιδρώτες, ούρα και αίμα.
Στο λουτρό, στο λουτρό,

Θα κρυώσει το νερό, θα ’χει κρυώσει. Πηγαίνω. Εσύ μείνε· — δε χρειάζεται. Επιμένεις; — Έλα.

(Ο άντρας σηκώθηκε. Προχωρεί — προφανώς για το λουτρώνα. Αμίλητη η γυναίκα τον ακολουθεί. Έφυγαν. Η αίθουσα, άδεια τώρα, φαίνεται πιο μεγάλη. Ανέγγιχτο στο τραπέζι το πρόγευμα. Τα ποτήρια έχουν θαμπώσει κάπως. Το κράνος πάντα εκεί, μπροστά στον καθρέφτη. Βαριά ησυχία μέσα κι έξω απ’ το σπίτι. Ένα μερμήγκι σεργιανάει πάλι στ’ άσπρο τραπεζομάντιλο. Παρακολουθώντας το μερμήγκι, προσέχεις στο κέντρο του τραπεζιού ένα κυκλικό κέντημα — ένα στεφάνι κόκκινα λουλούδια. Άξαφνα, ακούγεται έξω, απ’ τη μαρμάρινη σκάλα, η φωνή της ξένης γυναίκας, σε καθάρια ελληνικά: «Πολίτες του Άργους, πολίτες του Άργους, το μεγάλο χρυσόψαρο μέσα στο μαύρο δίχτυ, και το σπαθί υψωμένο. Πολίτες τους Άργους, το σπαθί υψωμένο, δίγλωσσο, πολίτες του Άργους, πολίτες—». Δυνατά τύμπανα, σάλπιγγες, θόρυβος, πνίγουν τη φωνή τους. Ένας άντρας, ωραίος, ασκεπής, με πολεμική στολή, μ’ ένα μεγάλο, ματωμένο σπαθί στο χέρι, μπαίνει στην άδεια αίθουσα. Με τ’ αριστερό του χέρι παίρνει το κράνος απ’ την κονσόλα. Το φοράει ανάποδα. Η αλογοουρά στο πρόσωπό του. Σαν προσωπείο. Βγαίνει. Η φωνή της παραλοϊσμένης γυναίκας: «Πολίτες του Άργους, αργά πια, αργά, πολίτες του Άργους—». Σταματάει. Τα τύμπανα δυναμώνουν. Η πρώτη γυναίκα μπαίνει στην αίθουσα. Ωχρή, υψηλή, πανέμορφη. Ανεβαίνει σε μια καρέκλα. Κρεμάει στο καρφί του τοίχου μια ναυτική κουλούρα. "Λάχεσις", λέει. Ύστερα πλησιάζει τον καθρέφτη και διορθώνει τα μαλλιά της).

ΑΘΗΝΑ, ΣΙΚΥΩΝ, ΗΡΑΙΟΝ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1966–Οχτώβρης 1970

Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.