Ο Αγαμέμνων του Γ. Ρίτσου γράφτηκε το διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1966 έως τον Οκτώβριο του 1970, όταν ο ποιητής ήταν εξόριστος στη Λέρο αρχικά και μετά σε κατ' οίκον περιορισμό στη Σάμο. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1972 στην Τέταρτη διάσταση.
Οι δεκατέσσερις συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης παρουσιάζουν μια δομική αναλογία: α) εκκινούν με μια πεζόμορφη «σκηνική οδηγία» β) συνεχίζονται με τον εξομολογητικό μονόλογο του κεντρικού προσώπου, γ) εμπλουτίζονται με ένα βουβό πρόσωπο που επιτελεί τον ρόλο του ακροατή και δ) απολήγουν σε έναν πεζόμορφο επίλογο. Από τα δομικά αυτά γνωρίσματα αποκλίνουν μόνο η Χειμερινή διαύγεια, το Χρονικό και η σύνθεση Όταν έρχεται ο ξένος (Κόκορης, 2003: 141).
Η παρουσία του μύθου στις μεγάλες συνθέσεις της Τέταρτης διάστασης θα σημάνει το όριο και την κορυφή μιας νέας εκφραστικής κατάκτησης του Ρίτσου: εδώ, η συστηματική εκμετάλλευση του μύθου συναπαρτίζει μιαν εξαιρετικά πολύπλοκη σύνθεση, στην οποία ο μύθος αποτελεί το βασικό ποιητικό φορείο, το δοχείο στο οποίο θα χυθούν και θ’ αναμειχτούν δυο ακόμα στοιχεία, το αυτοβιογραφικό και το ιστορικό (Βελουδής, 1984: 70-71).
Για τη χρήση της μυθικής μεθόδου από τον Γ. Ρίτσο στους μονολόγους της Τέταρτης διάστασης, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης (2009: 73) γράφει χαρακτηριστικά: «Χαρακτηριστικότερο είναι ωστόσο ένα νέο τεκμήριο της μεταλειτούργησης του αρχαίου μύθου στον νέο —καλλιτεχνικό— φορέα του. Η “αντικειμενική συστοιχία” ολοκληρώνεται σ’ αυτόν, θα λέγαμε από μια “υποκειμενική συστοιχία”, μια συνειρμική διεργασία, αποτέλεσμα της οποίας είναι η σύμπλεξη ή “ταύτιση» των μυθικών στοιχείων με τα βιογραφικά δεδομένα του ίδιου του ποιητή.
Στο έργο (όπως και σε όλους τους δραματικούς μονολόγους του Ρίτσου) μια «σκηνική» εισαγωγή και ένας «σκηνικός» επίλογος πλαισιώνουν έναν μονόλογο που απαγγέλλεται μπροστά σε έναν βουβό ακροατή. Χαρακτηριστικά του μονολόγου αυτού (όπως και των υπόλοιπων του Γ. Ρίτσου), που είναι εμπνευσμένος από τον κύκλο των Ατρειδών, είναι η διαχρονική υπόσταση των προσώπων, που αφηρωισμένα αποκτούν τη σημασία του συμβόλου, καθώς και η συναίρεση των τριών επιπέδων με τα οποία είναι «χτισμένος»: του μυθολογικού/ ιστορικού υπόβαθρου, της προσωπικής μνήμης και των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων (Προκοπάκη, 1980: 5-8).
Σύμφωνα με τη Μαρίκα Θωμαδάκη (1991: 80), «ο Γιάννης Ρίτσος παίρνει ερεθίσματα από τους αρχαίους μύθους και δημιουργεί με οδηγό την αμιγή θεατρικότητα ένα δικό του πλέγμα στοχασμών που οδηγούν στην ουσία της αρχετυπικής μονάδας η οποία, εντούτοις, υφίσταται την καταλυτική επίδραση της αναπόφευκτης ιστορικότητας.
Οι μονόλογοι του Γιάννη Ρίτσου, που εντάσσονται στον κύκλο των Ατρειδών, παρουσιάζουν την εξής ιδιομορφία: ο κεντρικός άξονας του μύθου μετατοπίζεται κάθε φορά που αλλάζει το μονολογούν δρων πρόσωπο. Η οπτική γωνία αλλάζει επομένως από μονόλογο σε μονόλογο, ακολουθώντας την κατάσταση του δρώντος και τα συναισθήματα που εκθέτει ο λόγος ο οποίος του έχει καταχωρηθεί».
Ο Αγαμέμνων του Γ. Ρίτσου ακολουθεί σε αρκετά σημεία τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει διαφοροποιηθεί ως προς το πρότυπό του. Ο Αγαμέμνων του Γιάννη Ρίτσου εμφανίζεται αδύναμος μπροστά στην Κλυταιμνήστρα και, σε αντίθεση με τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, δεν είναι περήφανος για τα κατορθώματά του. Ταυτίζεται, θα λέγαμε, περισσότερο με τον κουρασμένο και απογοητευμένο άνθρωπο της σύγχρονης εποχής του ποιητή, καθώς παραδέχεται τη ματαιότητα του ηρωικού παρελθόντος του, μέσα σε μια παραίτηση που προσημαίνει τη δολοφονία του. Σύμφωνα με τον Γ. Μερακλή, «αν σκεφτούμε ότι ο ποιητής είναι παντού με το μέρος της Κλυταιμνήστρας, τότε υπάρχει και μία έμμεση, πλάγια εκφραζόμενη αισιοδοξία, παρά την τραγική ουσία τούτου του θανάτου όπως την εξέφρασε ο Ορέστης, αλλά και η τελική τοποθέτηση του ποιητή απέναντι στον ίδιο τον Αγαμέμνονα, που τον εμφανίζει με την αυτοσυνειδησία του ωριμασμένου ανθρώπου. (…) Ο Ρίτσος εδώ δεν ξεπερνά οριστικά το υπαρξιακό και συνειδησιακό πρόβλημα του ήρωα: δεν τον ρίχνει κάτω για να περάσει από πάνω του, προτιμά να του αποδώσει το δίκιο του περνώντας τον από ένα λουτρό παλιγγενεσίας, δηλαδή αυτογνωσίας, καθώς εμφανίζεται μετανιωμένος στο βάθος, απελπισμένος από το γεγονός ότι άφησε τη ζωή του να χαθεί στο μάταιο κυνήγι της ατομικής δόξας» (Μερακλής, 1981: 533).
Αγαμέμνων [1966-1970]
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 20ός αι. / 1966-1970
Στοιχεία Έκδοσης:
- Ρίτσος, Γιάννης. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956-1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.
Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:
- ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ. Γιάννης Ρίτσος.
- ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Ρίτσος Γιάννης .
- ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ. 2009. Γιάννης Ρίτσος. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του (1909-2009). Σελ. 30.
- Βελουδής, Γιώργος. 1984. Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα: Κέδρος.
- Θωμαδάκη, Μαρίκα. 1991. «Ο ερωτικός λόγος στον κύκλο των Ατρειδών του Γιάννη Ρίτσου». Νέα Εστία 1547: 80-89.
- Κόκορης, Δημήτρης. 2003. «“Αποκλίσεις” της Τέταρτης Διάστασης». Νέα Εστία 1752 (Ιανουάριος 2003): 140-141.
- Μαρωνίτης, Δ. Ν. 1997. «Ρίτσος: Αφηγηματική υπόκριση». Κειμενοφιλικά. Αθήνα: Κέδρος. 36-45. Και στο ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ. 2009. Γιάννης Ρίτσος. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του (1909-2009). Σελ. 73.
- Μερακλής, Γιώργος. 1981. «Η τέταρτη διάσταση του Γιάννη Ρίτσου». Στο Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο. Αθήνα: Κέδρος. 517-544.
- Προκοπάκη, Χρύσα. 1980. «Ο κύκλος των μυθολογικών ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου». Θεατρικά τετράδια 2: 5-8.
ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, Νόστος. Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία