[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Κώστας Βάρναλης
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης
(αποσπάσματα)
Κεφάλαιο Α΄ Ο μισεμός
Πρωταπριλιά!... Σαν ψέμα. Ακόμα να το πιστέψω. Κι όμως έφυγε στ’ αληθινά. Τώρα δα, μπροστά στα μάτια μου. Βουίζουν ακόμα τα μελίγγια μου και γυρίζει το νησί σα μυλόπετρα. Έφυγε! Ας με συντρέξουν οι θεοί και πρώτ’ απ’ όλους η Αιδώς.
Βαστάω το φτερό της χήνας στον αέρα δω και μιαν ώρα. Το μελάνι στέγνωσε στην άκρη του δέκα φορές. Δεν ξανάκαν’ αυτή τη δουλειά. Να γράψω; Να μη γράψω; Και τι; Κι ως πότε;
Είμαι τόσο θλιμένη κι αδειανή, που για να παρηγοριέμαι και να γεμίζω κάπως τη ζωή μου, θα κρατήσω τούτα τα σημειώματα. Μα θα τα συνεχίσω; Θα τα τελειώσω!... Θα τα διαβάσω μεθαύριο του Δυσσέα; Ουφ! Τούτ’ η αρρώστια, που μου τηνε κόλλησε Κείνος: να χωρίζω το τίποτα σε πολλά!
Από σήμερις ανοίγεται μπροστά μου καινούριος κόσμος. Και θα ’μαι μοναχή μου πλάστης του κι οδηγητής. Η πράξ’ είναι πράμα δύσκολο· το γράψιμο — καθένας γράφει!
Μ’ άφησε νια γυναίκα μ’ ένα νευρικό παιδί στα φουστάνια μου. Κι ούτε με φίλησε, για να μη δείξει τάχατες αδυναμία μπροστά σε παρακατιανούς. Σα να με φιλούσε δηλαδή στο σπίτι! Ντογρού στο ψητό... Ορτός απάνου στο μπαστούνι του φλόκου, σίντας σαλπάρισε το καράβι του, μου κίνησε την τριχωτή του χέρα βλέποντας αλλού. Ξέρει τις γυναίκες! Ψηλός και μαύρος σαν τα πουρνάρια του Πεταλέικου του βουνού, ξυπόλυτος και ξεμανίκωτος γέμιζε με το μπόι του και με τη μαυρίλα του τον ουρανό και το πέλαγο. Και νόμιζες, πως βαστούσε πάνου στο χοντρό του το σβέρκο το μέγα βάρος τ’ ουρανού με τον ήλιο του και με τα πνέματα! Ήταν όλος χωμένος μέσα στα κόκκινα γένια του και στ’ άκουρα τα μαλλιά του — και στα πηχτά του τα φρύδια. Και της φωνής του το βρόντημα ξεπετιότανε μεσ’ από τα στήθια του σαν του χαλκού μεσ’ απ’ τη σπηλιά των Κορυβάντων.
Τον είπανε: «τρομάρα των ανθρώπων». Και ποτές του δεν ήτανε τόσο τρομερός, όσο σήμερις, όντας τον αγκάλιαζε και τον έπαιρνε μαζί του ο μέγας ήλιος.
[...]
Την άλλη μέρα το πρωί.
Πώς τα ξέχασα! Κρίμα! Μα μήπως είχα τα συλλοϊκά μου; Όταν σήμερα το πρωί τα είδα ξαφνικά μπροστά μου, πολύ στεναχωρέθηκα!...
Χθες, μόλις έφυγε, γύρισα βαρυόθυμη στο παλάτι κι έδωσα διαταγή να κλείσουνε τα παντζούρια της κάμαράς μου: πόρτες και παράθυρα. Να πάρουν από το μπαλκόνι κι από τα πρεβάζια τις γλάστρες με τα γεράνια και τους βασιλικούς. Να σκεπάσουνε τους καθρέφτες με τούλι. Να διώξουνε και το Φήμιο — δε μας χρειάζονται πια τραγούδια. Να μάσουνε και τα σκυλιά και να τα στείλουν όξω στον Εύμαιο, στο βράχο του Κόρακα με τις αγριαπιδιές, κοντά στην Αρέθουσα. Όλα βουβά και σκοτεινά κι ανάνθιστα γύρω μου και μέσα μου. Να μη βλέπω, να μην ακούω τον κόσμο. Να στοχάζομαι μονάχα τον καλό μου. Και τον εαυτό μου.
Έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι κι έσφιξα τις φούχτες μου στα μάτια, που γεμίσανε σπίθες και χρώματα. Πώς θα ’θελα να κλάψω! Μα κρατιέμαι, μην κοκκινίσουνε τα μάτια μου και χαλάσει το δέρμα μου — τόσο βελουδένιο που τ’ αγγίζω με το χέρι μου και μου φαίνεται το χέρι ξένο.
[...]
Με πήρε παιδάκι από τη μάνα μου. Όντας με ξεμονάχιασε στον κήπο και με ρώτησε με βραχνιασμένη φωνή: «Θέλεις;» σκέπασα το κεφάλι μου με τον πέπλο και πνίγηκα στο κλάμα. Στον τόπο που πέσανε τα δάκρυά μου, φύτρωσε την άλλη μέρα τ’ άγαλμα της Αιδώς.
Ήμουν άμαθη του κόσμου, μα πολύ ωραία. Κι όσο και να ’ταν άγουρο το κορμί μου, παραήταν ώριμ’ η φαντασία μου. Και πλαστουργούσε κόσμους εξαίσιους, καλύτερους από της Φύσης. Όντας, χειμώνα καλοκαίρι, λουζόμουνα στον Ευρώτα, πίσου από τα ψηλά τα καλάμια, μου φωνάζανε σαστισμένες οι φιλενάδες μου: «Εσύ δεν είσαι γυναίκα! Είσαι αγόρι»!
Ήταν έτσι εφηβικό το σώμα μου, που, σαν εσήκωνα τα χέρια μου, μου χανότανε το στήθος. Σαν και τώρα. Όλη λαστιχένια και σβέλτη σαν τη γουστέρα και σαν τη νυφίτσα. Κι όταν ξαπλωνόμουνα στην αμμουδιά για να λιαστώ και δίπλα μου η ξαδέρφη μου το Λενιό, πώς με ζήλευε! Αυτή. Κεινής το σώμα κάτασπρο κι αφράτο, πλούσια δεμένο, στρογγυλό κι αράθυμο και βαρύ — σώμ’ ανατολίτισσας σουλτάνας. (Τώρα με τα χρόνια, με τις γέννες και με τους έρωτες θα βάρυνε περισσότερο). Το δικό μου λιγνό και σκούρο. Κεινής τα μαλλιά κατάξανθα σαν το ψιλό το μετάξι. Τα δικά μου κατάμαυρα πηχτά σάμπως σκαλισμένα στον αμπανό· μου σφίγγανε το κεφάλι μέσα στ’ αστραφτερό τους το σκοτάδι, καθώς τα κάρβουνα τη θράκα. Κείνη φαινότανε μεγαλύτερη παρ’ όσο ήτανε· κι εγώ μικρότερη. Ύλη το Λενιό, Πνέμα το Πηνελοπάκι.
Τότες δεν την έπαιρνα στα σοβαρά. Δεν το φανταζόμουνα, πως μια μέρα τούτ’ η χήνα («η κόρη του Κύκνου») θα γέμιζε την Ελλάδα κι ούλον τον κόσμο με τ’ όνομά της και με τις μπομπές της. Και πως θα τρέχανε στην άκρα της γης τόσοι βασιλιάδες και παλικάρια να σκοτωθούνε για δαύτη. Την είπανε την ομορφότερη γυναίκα που στάθηκε στους αιώνες. Την κάνανε σύμβολο κι ιδέα. Τιμή της Ελλάδας! Τυχερή γυναίκα!... Αν μ’ έκλεβε και μένα κάποιος, θ’ άναβε και για λόγου μου πόλεμος σκληρότερος ανάμεσα στους δυο κόσμους; Ανατολή και Δύση. Και θα γινόμουνα κι εγώ μεγαλύτερο σύμβολο κι ιδέα και τιμή. Μα δεν τήνε θέλω τέτοια τιμή. Θα γίνω κι εγώ κορυφή, πολύ ψηλότερη. Αποθέωση της γυναίκιας φρονιμάδας και πίστης.
Κάνω μια σκέψη: Αν ο Πάρης άξαφνα περνούσε πρώτ’ από το Θιάκι πριχού σκαλώσει στη Σπάρτη, θα κλεβ’ εμένα κι όχι την Ελένη. Κι αν ο γιος του Πρίαμου δε δυσκολεύτηκε να διαλέξει την ομορφότερη από τις τρεις θεές της Ομορφιάς και να της δώσει το χρυσόμηλο, πολύ λιγότερο θα δυσκολευότανε να διαλέξει κι από μας τις δυο την ομοφρότερην — Εμένα!
Έτσι το λέω. Δεν τηνε θέλω τέτοια νίκη. Εγώ μπορώ να κάνω το κακό, μα δεν το κάνω. Κείνη δε μπορεί να το κάνει. Αδύνατη θέληση κι αδύναμο μυαλό. Γι’ αυτό κι αδίσταχτη. Κι ας χαλάσει ο κόσμος. Και χάλασε!
Μου πήρε τον άντρα μου στο λαιμό της!
[...]
Κεφάλαιο ΙΓ΄ Το παραμύθι
Τέσσερα χρόνια. Τα καλύτερα χρόνια. Τα πιο νοικοκυρεμένα του κόσμου. Από κείθες ο ίδρωτας κι από δώθες ο Νους· από κείθες η μουγγαμάρα κι από δώθες ο χορός· από κείθες η θεά Εστία κι από δώθες η θεά Νίκη.
Ο τρίτος θιακιώτικος πολιτισμός.
Σαν παραμύθι.
Είναι τώρα πάλι τέσσερ’ άλλα χρόνια. Τα χειρότερα χρόνια. Τα πιο ταραγμένα του κόσμου. (Γιατί να υπάρχει κόσμος, μια και δεν υπάρχει βασιλεία;) Γκρεμιστήκαν οι ουρανοί κι ο ήλιος και πέσανε με το κεφάλι μπρος και την ουρά τ’ αψήλου στ’ άπατα των αβύσσων. Γιατί κόπηκε η κολόνα, που τους βάσταγεν: ο θρόνος μας.
Σαν παραμύθι...
Τέσσερα χρόνια τώρα κυλάμε στα ξένα, κομμένοι από τη ρίζα μας. Και ποιός ο ξυλοκόπος; Ο λαός! Ποιός άλλος!
Έλεγα του Δυσσέα (του Ψεφτοδυσσέα):
— Δεν κάνεις τίποτα, που τους παραχαϊδεύεις και τους παστρεύεις έναν έναν ή πέντε πέντε. Ξαναφυτρώνουνε δέκα φορές τόσοι. Και χειρότεροι. Κόψε τους ολωνώνε μονοκοπανιά τα δυο μεγάλα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών. Να μη μπορούνε να τρέχουνε στα βουνά, σίντα τους κυνηγάμε· και να μη μπορούνε να πιάσουνε σπαθί και δοξάρι, σίντα μας κυνηγάνε.
—Μα πρέπει να πιάνουνε την τσάπα, το σφυρί και το δρεπάνι.
[...]
Ο λαός πολεμούσε στα βουνά και στο πέλαγο, κι ο Δυσσέας δεν είχε καιρό. Ετοίμαζε τα μπαούλα του. Και πριν καλά καλά νικηθεί ο στρατός, οι αρχηγοί του τον παραδώσανε στους οχτρούς. Και τότες ο Δυσσέας, τί να κάνει! Πήρε το Ταμείο, τα τζοβαϊρικά μας και την τράπουλα· πήρε κι εμένα και τον Τηλέμαχο και τη Μυρτούλα (ο γέρο Λαέρτης μάς είχεν αφήσει χρόνους)· πήρε και τους πιστότερους συβουλάτορές του, μπήκε σ’ ένα τσακαλιώτικο καράβι κι έφυγε. Φύγαμε... να συνεχίσουμε τον αγώνα καλύτερα. Ώς το τέλος. Ήμασταν η μαγιά του έθνους... Και χωρίς μαγιά δε γίνεται ψωμί.
Την άλλη μέρα που φύγαμε, μπήκανε στο Θιάκ’ οι Λύκοι. Ο λαός κλείστηκε στα σπίτια του. Όμως οι πρίγκιπες, οι στρατηγοί κι όλ’ οι ανώτεροι οφφικιάλοι του κράτους βγήκανε με τα παρασήματά τους και χωρίς σπαθιά, μ’ επικεφαλής τον Πρωτόπαπα που ’σφιγγε στα στήθια του την Ιερή Μυθολογία· με τη φανφάρα μπροστά και τα κορίτσια της αριστοκρατίας πίσου, να βαστάνε στα κρινένια τους τ’ αχνοδάχτυλα λουλούδια και στεφάνια· κι υποδεχτήκανε μ’ αγαλλίαση και περηφάνια τους νικητάδες. Τους «σωτήρες».
Ο Ευρύμαχος τους ευχαρίστησε για τη μεγάλη χάρη που κάνανε στο Θιάκι να το σώσουν από τους Τσάκαλους· και για τη μεγάλη τιμή να λέγονται προγόνοι των Ελλήνων.
[...]
Έχω μέρες που δεν έγραψα. Και τώρ’ ακόμα κυλάνε τα δάκρυά μου στο χαρτί και σβήνουνε τα ψηφιά... Έχασα τον Οδυσσέα μου· τον άντρα! Απ’ τις πολλές τις έγνοιες και τις αγρύπνιες (έτρωγε και πολύ, για να ξεσκάει και να ξεκουράζεται) του ’θρε νταμλάς. Έπεσεν ο Πρώτος Στρατιώτης της Λεφτεριάς, ορθός στα πόστα του. Μακρής ο λάκκος, που άνοιξε και κλει το γίγαντά μου. Τονε κλάψανε κι οι φίλοι, τονε κλάψανε κι οι οχτροί. Κι οι κροκόδειλοι, Τα στερνά του λόγια ήτανε: «Ισονομία!... Ελευθερία!» Οι μαϊμούδες του!... Είμαι καταλυπημένη. Δεν πρόλαβε να μου μπιστεφτεί τα μυστικά της Κίρκης. Μα και με τα παλιά τα μέσα (θεούς, ψευτογράμματα, πείνα, φυλακές) μπορεί κανείς να μεταμορφώνει τους λαούς σε γουρούνια...
Κώστας Βάρναλης. 1947. Το ημερολόγιο της Πηνελόπης. Σατιρική μυθιστορία. Αθήνα: Κορυδαλλός. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Κώστας Βάρναλης. 1956. Πεζός λόγος. Αθήνα: Κέδρος.