[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Άγγελος Σικελιανός
Ο τελευταίος ορφικός διθύραμβος ή Ο διθύραμβος του ρόδου
(αποσπάσματα)
Τοῦτό ἐστιν τὸ Ὀρφαϊκὸν ὁμοούσιον […]
ἐν ᾧ τῶν οὐσιῶν ποθητή τε καὶ ἐναρμόνιος
ἀποτελεῖται συμπλοκή.
[ORPHICORUM FRAGMENTA]
Τα ριζοβούνια του Παγγαίου. Βράχος που κάθεται ο ΟΡΦΕΑΣ. Δειλινό. Ολόγυρά του οι συμπολεμιστές και μαθητές του.
[...]
ΠΡΩΤΟΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, είν’ αλήθεια πως μου τρέμει τώρα
το χείλι, κι η καρδιά μου μέσα τρέμει.
Γιατί, το ξέρεις. Κι όμως θα μιλήσω.
Έτσι, λοιπόν, σκυμμένοι βλέπαμε όλοι
τον ύπνο Σου, κι αυτό το μέγα Ρόδο
οπού ανεβοκατέβαινε στην πνοή Σου.
Και κάποιος από μας, χωρίς καθόλου
να φυλαχτεί μήπως ξυπνήσεις, είπε:
«Ανάξιο γι’ άντρες είναι να ριχτούμε
σ’ ένα παιδί ως ετούτο μες στο ύπνο.
Ας πιάσουμε καλύτερα τ’ αλάφι
ζωντανό». Και γυρνώντας προς εμένα:
«Κέντα τον», μου ’πε, «λίγο με το δόρυ
για να ξυπνήσει, γιατί αλήθεια μοιάζει
ο ύπνος του αδέρφι να ’ναι το θανάτου·
κέντα τον λίγο…» Κι έτσι, όπως επήρα
τυφλά τη διαταγή, μες στο πλευρό Σου
το δόρυ μου έσπρωξα ελαφρά. Κι αμέσως
λίγο πορφύρισε ο χιτώνας… Τότε
τα μάτια ανύποπτα άνοιξες μεγάλα,
και μ’ αλαφρό αναστέναγμα σηκώθης
στην κοίτη καθιστός. Κι όπως μας είδες:
«Τί», είπες, «είναι, παιδιά; Πόσο κοιμόμουν
βαθιά μες στου Διονύσου την αγκάλη!
Και τί ήταν ξάφνου ετούτος στο πλευρό μου
ο γλυκός πόνος που με πήγε ακόμα
σιμότερα, θαρρώ, προς την ψυχή μου,
για να ξυπνήσω βλέποντάς τη; Τί είναι;»
Έτσ’ είπες· κι ως κατάλαβες το γαίμα,
που λιγοστόν εγλίστραε στο πλευρό Σου:
«Παιδιά, γιατί», μας ρώτησες, «ετούτο;»
Κι όπως κράταες το Ρόδο, στο πλευρό Σου
το πίθωσες σφιχτά, και με το νέμα
τριγύρα Σου μας κάλεσες, «Ελάτε»
σα να ’λεες, «μη δειλιάζετε… καθίστε».
Κι εμείς στο νέμα αυτό καθίσαμε όλοι
τριγύρα Σου, κι ουδ’ ένας μας το στόμα
για να μιλήσει εσάλεψε· μα πλέρια
σιγή ακολούθησε πολληώρα, ωσότου
απ’ του Παγγαίου την κορφήν αιφνίδια
εφάνη ο Ήλιος, και, το ματωμένο
Ρόδο ανασκώνοντας μπροστά Του, άρχισες έτσι:
«Δικό Σου το αίμα είν’, Ήλιε, και δικό Σου
είναι το Ρόδο, και δικός Σου είμ’ όλος,
και δικοί Σου είναι τούτοι, τη ζωή μου
που αν ήρταν για να πάρουνε, τους σμίγει
τις καρδιές τους σε μια η ανατολή Σου
με τη δική μου από την ώρα τούτη.
Ο τέλειος πια χρησμός είναι μπροστά Σου,
Απόλλων! των θεών η μάνα, η Νύχτα,
με το χέρι μου Σ’ το στέλνει,
κορφή του ανασασμού, το τέλειο Ρόδο.
[...]
»Μόνο τ’ άγιο Μυστήριο δώσ’ μου τώρα
να φανερώσω και σ’ ετούτους, όπως
μου το φανέρωσες βαθιά κι εμένα,
στον ύπνο και στον ξύπνο μου, στη μάχη
και στην ειρήνη, στη φιλιά ή στην έχτρα,
στη ζωή και στο θάνατο· αυτό δώσ’ μου».
Έτσι ύμνησες. Κι εμείς ολόγυρά Σου,
στα δόρατα ακουμπώντας και στον Ήλιο
μπροστά σκυμμένοι, ακούαμε, κι η καρδιά μας
στον ύμνο εχόρευε όλη ακούγοντάς Σε.
Και πια δεν εθυμούμαστε το λόγο
που για να Σε ’βρουμε ήρταμε, αλλά, μ’ όλη
την ακοήν ορθάνοιχτη, η ψυχή μας
το Μυστήριο του Ρόδου καρτερούσε
να της ξηγήσεις, κι είχαμε έναν κύκλο
γύρα Σου κάμει ασάλευτο, ώς την ώρα
που, κοιτώντας μας, άνοιξες το στόμα…
ΟΡΦΕΑΣ
Και τώρα πάλι εγώ θα να τ’ ανοίξω.
Τι άλλος κανείς, το ξέρετε, δεν πρέπει
του Μυστηρίου τα λόγια να τ’ αγγίξει
στα χείλη του όσο ζω… Εγώ και πάλι,
στερνή φορά, βαθιά Σας θα ξυπνήσω,
πριν χωριστώ από Σας, την τέλεια Μνήμη.
[...]
»Μα εμείς εδώ ’μαστε στη Γη. Κι ω Μάνα,
πολλά ’ναι τα σκαλιά ώσπου ν’ ανεβούμε
στην άγια κορυφή που όλα τα σμίγει
σε μια πνοή. Κι αρχίζει από τον Άδη
το πρώτο το σκαλί· και το πιο πάνω
η άγια το χτίζει Δήμητρα. Γιατί, όπως
όλοι στον Άδη εμπρός οι ανθρώποι είν’ όμοιοι,
όμοια είν’ ίδιοι κι αγνάντια από το Στάχυ
το Μυστικό, που η Ελευσίνα υψώνει.
Και σ’ όλους πλάι η Περσεφόνη, το ίδιο
ξάγρυπνη για όλους, την ψυχή χωρίζει,
σαν το μωρό απ’ τη μήτρα, απ’ το κορμί τους.
Μα ποιός αυτός που δίπλα από την Κόρη,
πριν κι απ’ το θάνατο κι ολοένα απάνω
κι από το θάνατο, βοηθάει το σώμα,
και την ψυχή βοηθάει, ανταμωμένα,
μέσα απ’ τον πόνο, πέρα από τον πόνο,
ν’ ανεβαίνουν χορεύοντας τα πλάγια
του βουνού, τα πολλά όπου γίνονται Ένα;
Ποιός, απ’ τα βάθη του Άδη, με την πνοή του
χορεύει τις ψυχές, σα μύρια φύλλα
γύρα από δρυ ξερό, να σαρκωθούνε
σε νέες γενιές, και ποιός σε τούτες μπάζει
την άγια ορμή τ’ ανήφορου; Ποιός άλλος,
Πλούτωνα-Διόνυσε, από Σε, απ’ τα βάθη
τα σκοτεινά της Γης σαν ανεβάζεις,
θεία μαρτυρία της δύναμής Σου, το Άγιο
το Κλήμα που, ως βυζαίνει τα σκοτάδια
της Γης και πίνει απ’ τα ουράνια δρόσο,
συνταιριάζει στις φλέβες του το σκότος
με το φως σ’ αίμα πύρινο, δοσμένο
την άγια Μέθη να κερνά απ’ το χέρι
των θείων Μουσών, που η καθεμία τους στέκει
κάθε σκαλί, για ν’ ανεβεί μαζί Σου
στην κορυφή, κι αλλάζει τ’ όνομά της
καθώς αλλάζει το δικό Σου; Κι έτσι,
από μέθη σε μέθη, ο λογισμός μας
κι οι αισθήσεις και το θάρρος μας κι η πνοή μας,
κι από τον ένα Διόνυσο στον άλλο,
ξάφνου ανεβαίνουμε, ώσπου πια δε φτάνει
τ’ άγιο Κρασί, τι ανοίγεται στο νου μας
η ανάπνια που όλα πια τα σμίγει σ’ Ένα,
ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,
με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
με τους αιώνες… Κι είναι τούτη η ώρα
του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά μας
που, αίμα και πνέμα, και ψυχή και σάρκα,
και λυτρωμός απέραντος, μας μπάζει
στον κύκλο όπου κι η πίστη περισσεύει,
γιατί είναι πίστη η ίδια ζωή, στη μέση
της καρδιάς μας για πάντα αναστημένη!»
Έτσι είπα· και βοηθούσεν ο παλμός μου
και της ψυχής το σκίρτημα, το Λόγο.
Κι Εσείς, ως Σας εκοίταζα, είχατε όλοι
την όψη και τον τρόπο Σας αλλάξει
καθώς και τώρα… Κι ένας είχε γείρει,
πώς γέρνει ο δισκοβόλος το κορμί του
σα φεύγει ο δίσκος, όλος ν’ ακλουθήσει,
νους και κορμί, το νόημα· κι άλλος είχε
στη γη απλωθεί, ως να βύθιζε τα μάτια
τις ρίζες νά ’βρει του Άδη· κι είχε ο τρίτος
στην όψη του μια φλόγα, ως να συγκράτει
μ’ αγώνα την ορμή, να ξεκινήσει
προς την κορφή· κι ο τέταρτος κρατούσε
κλειστά τα μάτια, ως να ’ρχιζε από τώρα
ν’ ανασαίνει το Ρόδο, κι η ψυχή του
σιγά σιγά από μέσα του λυνόταν.
Κι όλων μαζί, μια ζέστη Σάς περνούσε
τις φλέβες μυστικιά, που σταματούσε
την αναπνιά σας στα ρουθούνια, κάποιοι
που τ’ άνοιγαν πλατιά κι είχαν κλεισμένα
τα χείλη τους σφιχτά. Και ξάφνου εκείνος
που ως δισκοβόλος έγερνε να πάρει
το νόημα, το κεφάλι του τανυώντας
προς τα πίσω, ως να τίναζε ένα βάρος
τρανό, μου φώναξε έτσι: «Ορφέα, δώσε
το Ρόδο και σ’ εμάς, και δώσ’ το σ’ όλους,
τι είν’ η ζωή πικρή απ’ την ώρα τούτη
που ο ανασασμός του διάβη από μπροστά μας
και δεν απλώθη στη γην όλη. Δώσ’ το
το Ρόδο στους λαούς, Ορφέα. Τι άγιος
είναι ο αγώνας του Ψωμιού, και είν’ άγιος
ο αγώνας του Κρασιού, που, ως λιγοστεύουν
τα θάρρη της ψυχής, τη σπρώχνει πάλι
στους ζωντανούς ανήφορους. Μα τώρα
δώσ’ τον αγώνα για το Ρόδο, Ορφέα,
στους λαούς, για να κινήσουνε όλοι αντάμα
προς την κορφή που όλα τα σμίγει σ’ Ένα,
ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
μ’ αγάπη, τόπους μ’ άλλους τόπους, τ’ άστρα
με τ’ άστρα, ζωή με θάνατο, τους αιώνες
με τους αιώνες. Δώσ’ στους λαούς το Ρόδο,
Ορφέα!»
Έτσ’ είπε αυτός. Κι εμένανε η καρδιά μου
μὄτρεμε πια, και μὄτρεμε το χέρι,
τέτοια φωνή αναπάντεχη ν’ ακούσω.
Κι έτσι, χλωμός, το ματωμένο Ρόδο
το σήκωσα στο χέρι μου, ρωτώντας:
«Και πού, παιδιά, το Ρόδο θέτε πρώτα
να το φυτέψουμε στη Γη; Πού θέτε;»
Κι άργειε η απόκριση να ’ρθει… Μα αιφνίδια
αυτός που ’χε τα βλέφαρα κλεισμένα,
ανοίγοντάς τα, με φωνή που ερχόταν
απ’ άλλο κόσμο, κι όμως κύλησε όμοια
με μια βροντή, αποκρίθη: «Στην Ελλάδα!»
Και τα γκρεμά, οι πλαγιές, τα κορφοβούνια,
σα στήθη που ανασαίνοντας πλαταίνουν,
θαρρέψαμε αντηχήσαν: «Στην Ελλάδα!»
Και τότε πια μας τύλιξε ο Παιάνας,
μας γέμισε ο Παιάνας, μας επήρε
στα διάπλατά του τα φτερά ο Παιάνας!
«Το Ρόδο», όλοι, «το Ρόδο στην Ελλάδα!»
φωνάξαμε, κι ορμήσαμε. Κι ω, πόσοι
μας έχουν σμίξει από τότε αγώνες!
[...]
Άγγελος Σικελιανός. 1971. Θυμέλη. Τόμ. Α΄. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ίκαρος.