Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Δ. Π. Παπαδίτσας

Φαινόμενα

απόσπασμα

1

Ο χαλαζίας αναμετράει χιλιάδες μίλια απ’ τη φωνή ώς την ερωτική κρωξιά του φρύνου
απ’ τη φωνή ώς τη βουβή απόκριση ότι πέθανα δέκα χιλιάδες φορές
χωρίς ούτε μια να λάμψω (εγώ όμως ξέρω το πρωί τί είμαι
και ξέρω το πολλαπλάσιό μου ότι έρχεται απ’ αλλού και προς αλλού πάει, μαζί και η άγνωστη αρτηρία μου και η δνοφερή της απειλή)

Το ένα κι ένα κάνει δύο το διαψεύδει η αφή μου
το μυαλό μου είναι ο διαιρέτης του πέντε και του εφτά
τί όμως σημαίνει πέντε ή εφτά τίποτα δεν μου το λέει
ούτε το ιλιγγιώδες κλάσμα που με συμπληρώνει

Γι’ αυτούς όλους τους λόγους περιφέρομαι στην Τροία και οσμίζομαι του Αίαντα το αίμα
Με το να λέω «ον» δεν σώζω κανένα δέντρο κι ούτε το φυτεύω
κι ούτε μιγνύω το είναι μου στη φωτοσύνθεση
γίνονται μόνο ερωτικά τα μάτια μου και με γδέρνουν θηλυκά νιάτα
Οι στίχοι μου λένε ότι είναι αστρικοί μα όποιος τους βλέπει τα χαράματα είναι φαιοί αρουραίοι που τρυπούν τη χαρά

Περιφέρομαι λοιπόν στην Τροία μακρυμάλλης Αχαιός ή ξυρισμένος Αρπαλίων
Έκτωρ στην καρδιά και Διομήδης στο χέρι, αλαλάζω κι αλαλάζω
Ο Κάλχας —φωνάζω— αχ ο Κάλχας ο ψεύτης,
κι ο Κάλχας είμαι εγώ
Και βροντούν μες στο θάνατο οι πανοπλίες που τις σκυλεύει ο αδελφός
κι ο αδελφός είμαι εγώ

Κι άκουσα τότε ένα τικ τακ, κι ήταν η τελευταία φορά που ρώτησα αν ήταν η καρδιά μου ή αν ήταν μια παλλόμενη ραδιοπηγή ή το τικ τικ τικ της φωτοσύνθεσης
αν ήταν της σμυρτιάς η φλούδα ή ένα βουνό που πρόκειται να σπάσει σε δέκα αιώνες

Περιφερόμουν λοιπόν στην Τροία όπως περιφέρομαι τώρα σε νησιά αχρηστεύοντας κάθε συμβατική μου συμπεριφορά και πρώτα απ’ όλα χειρονομίες και λόγια
και τα βαθιά μου τα μάτια που κλείνουν το φεγγάρι τους καθρεφτισμένο

Αν θέλω να δείξω ότι τώρα έφτασα από κάπου, δεν θέλω να μου το πουν ούτε οι μικρές ρυτίδες των ημίκλειστων ματιών των άλλων, ούτε τα χρώματα, ούτε οι αδιόρατες εκκρίσεις που συρρικνώνουν μέχρι δακρύων τα χείλη
απλώς δανείζομαι το δολιχόσκιον έγχος του Ατρείδη
φαντάζομαι θαμμένα γέλια Δρυάδων σε απάτητες χαράδρες
κι αυτό σημαίνει «έφτασα από κάπου» χωρίς να το αποδείχνουν μ’ όλους τους τρόπους τους οι άλλοι˙
κι όχι μονάχα έφτασα από κάπου, αλλά το κορμί μου ξαναγεννημένο αχολογάει στις επίγειες κερήθρες του και στο άσβηστο μυαλό μιας Βάκχης
αχολογάει ζωές επερχόμενες

Σήμερα είναι η χιλιοστή μέρα που τα χέρια μου ζεστάθηκαν σε δάση παλαιολιθικά
ω πόσο με καινούριες αισθήσεις συνδαυλίζω τον κόσμο

Ανακάλυψα το αριθμητικό μου αντίστοιχο, βρήκα τα νιτρικά μου σφαιρίδια και τα σθένη του άνθρακα,
σαλέψανε στις δρασκελιές μου φτέρες κι εκατομμύρια δροσοστάλες,
ο νους μου είναι ο πρώτος κεραυνός που ορθάνοιξε τα μάτια ενός βρέφους
είναι το αντίβαρο αναπόφευκτων κύκλων

Όλα τα ζώα και τα πετρώματα μ’ έχουν δικό τους σαν να ’χω βγει από μέσα τους
οι κομήτες και τα λουλούδια με κάνουν θρήσκο

Είμαι πια αγνός
και τα φυλλοκάρδια μου διαιωνίζουν τη ζωή
[...]

1981

Δ. Π. Παπαδίτσας. 1983. Η Ασώματη. Αθήνα: Γνώση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Δ. Π. Παπαδίτσας. 1997. Ποίηση. Αθήνα: Μέγας Αστρολάβος-Ευθύνη.