Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ευγένιος Αρανίτσης

Δοκίμιο για τον Ορφέα


Ι
Το ρήμα Ορφέας σημαίνει «φαντάζομαι την πιθανότητα
της περιέλιξης σε μια εικόνα από παλιά προορισμένη
να ’ναι αντικείμενο του έρωτα στην ορατή
αθωότητα του απατηλού»: η σημασία υπήρξε καταραμένη.
Έτσι το όνομα Ορφέας δεν θα χρησίμευε στο σκοτάδι
για κείνον που ’χε μέσα του ζεστόν ακόμη τον αρραβώνα,
κλεισμένο στα λόγια μιας περιπέτειας χρεωμένης στον άδη·
όμως, στο φως, ήταν το ίδιο το πρόσχημα του αγώνα
μεταξύ ονειρευόμενου και ονείρου. Τέλος, μπορεί
κι αυτός ακόμη του «φαντάζομαι» ο αβρότατος ήχος
να ’ναι εντέλει η βεβαιότητα ενός λόγου που υστερεί
σε αληθοφάνεια. Ούτως ή άλλως, το κάπως αδέξιο «μήπως»
μοιάζει αρκετό για το ταξίδι του Ορφέα στη διάρκεια
ενός έρωτα δίχως τριβές, απλώς ονοματισμένου
με το προσωπείο κάποιας Ευρυδίκης. Η επάρκεια
δεν είν’ υπόθεση της αγάπης, ούτε καν του ερωτευμένου
παιδιού που μεγάλωσε μέσα στο όνομα Ορφέας· αντιθέτως
είν’ η ανάγκη για μιας υπόσχεσης παρωχημένης
το νανούρισμα. Η όραση έτρεξε οριζόντια και, καθέτως,
είδε το πταίσμα τής διασταύρωσης αυταπάτης και ειμαρμένης
εκεί που ανοίγει στο φως η επώδυνη κατωφέρεια.
Έτσι θα το ’λεγα. Κλέβοντας πόθους απ’ τον ίσκιο του αέρα
και ζηλεύοντας της παιδικότητας την ευχέρεια
να ονειρεύεται ονόματα και ν’ αποφεύγει τη μέρα,
ο Ορφέας δίδαξε στη γυναίκα που ήταν σκιά εξαρχής·
την ονειρεύτηκε ζωντανή: την αντίκρισε όταν είχε πεθάνει,
τότε που έπαψε να ’ναι φάντασμα: το αριστείο της διδαχής
αλλοιώθηκε γρήγορα απ’ την έλξη της γύρης που φτάνει
στη λέξη «βλέπω»: μικρό στολίδι της αμάθειας του παιδιού.
Μ’ αυτήν τραγούδησε ο Ορφέας το δισυπόστατο του άνθους
τότε που δέχτηκε η Ευρυδίκη το δάγκωμα του φιδιού,
έχοντας δει τη νύχτα να την υποδέχεται με του πάθους
την απόλυτη ανάγκη, την ώθηση, την τρεμίζουσα ηδονή.
Η ζωντανή Ευρυδίκη ήταν λιγότερο αληθινή απ’ τη λάμψη
που σημάδευε την κλίση της επιφάνειας. Οι οιωνοί
ύφαιναν δίχτυ από άρρωστο φως, και με την κάμψη
μιας ζωής μαθημένης ανέκαθεν να κουράζει
τον εαυτό της, ήρθε η λεπτή, η διάτρητη οπτασία
που πνίγει το λίγο στη φωλιά της θέλησης και μας μοιράζει
το πολύ. Έτσι ερωτεύτηκε ο Ορφέας την αθανασία.

ΙΙ
Αγαπώ μιαν εικόνα θα πει εικονογραφώ μιαν αγάπη·
αυτό ήταν πάντα. Μένει λοιπόν η απλή ερώτηση:
της Ευρυδίκης την εικόνα αγαπώντας, ο Ορφέας, στη θάλπη
του φθινοπώρου, ποιάν αγάπη εικονογραφούσε; Η φώτιση
σ’ αυτό εδώ ήρθε πολύ αργότερα. Μήπως απλώς αναπολούσε
στον επίμονο λυρισμό την άπνοια ενός κόρφου; Ή μήπως
στη γυναίκα είχε δώσει ένα «φαντάζομαι» που κυνηγούσε
το είδωλό του στο κάτοπτρο; Ήταν άραγε ο κτύπος
ενός σφυγμού που αντηχούσε στις ευγένειες του νερού;
Όχι! Αυτός εικονογραφούσε κληρονομιές σε απάτητες νήσους
και την αναίμακτη σχέση με τα γυρίσματα του καιρού.
Στης Ευρυδίκης το σχήμα ζωγράφισε το μυστήριο του μίσους
για ό,τι δεν ήταν ο ίδιος: νά τί μου λένε τα χρώματα
μέσα σε τούτο το αφήγημα. Πρέπει ο καθένας να το διαβάζει
σαν παραμύθι, πολύ αργά, όπως διαμορφώνονται τα πετρώματα
στην κλίμακα του δικού τους φορτίου. Ένα αηδόνι στο περβάζι
δεν τραγουδούσε καλύτερα απ’ τον Ορφέα: αλλά η εικόνα
της Ευρυδίκης ήταν απούσα από το μέτρο της πίστης
πως τα τραγούδια ανήκουν σ’ έναν άλλο αιώνα.
Γι’ αυτό μες στο ποίημα ο Ορφέας εργαζόταν σαν χτίστης
φτιάχνοντας μια σύζυγο από αόρατες σκαλωσιές,
με διαδρόμους από πάχνη και με τους φθόγγους μιας πηγαίας
γλώσσας. Αυτή η ψεύτικη νύμφη τριγυρνούσε στις φυλλωσιές
χαριεντιζόμενη, αγνοώντας πως δεν θα υπήρχε αν ο Ορφέας
δεν τραγουδούσε την αντανάκλαση. Αυτός αδιάκοπα περνούσε
τη μουσική κλωστή του απ’ το βελόνι μιας κυρίας
εντελώς διαφορετικής από κείνη που πραγματικά οδηγούσε
ο χρόνος. (Αφού να βλέπεις είναι η τέχνη της οκνηρίας
που σημαδεύει τη θέληση...) Κάποιο απόγευμα στη Βοιωτία
έτρεξε επίμονα πίσω της για χάρη των δικών του ματιών
κι εκείνη σκόπιμα τον απέφυγε, μη γνωρίζοντας την αιτία
του φόβου. Αλλά ο φόβος αληθεύει σ’ όλα τα είδη των αιτιών
φυλάγοντας το ακίνητο παρελθόν σ’ ένα πυκνότατο σήμερα.
Η μουσική δεν αρκούσε για τούτο το θαύμα της απάτης,
όταν ο άντρας αγαπούσε τη σάρκα σ’ ό,τι δεν ήταν παρά χίμαιρα.
Κι αυτό είναι το νόημα του βλέπω· η εικόνα και η κυρά της
το ’χαν ξεχάσει ώσπου πάτησαν την οχιά. Το ίδιο βράδυ
ο χρόνος έγινε μια πομπή κατά μήκος ολόκληρης της Ασίας.
Η κλίση του φωτός δεν πρόβαλε αντίρρηση. Και με το χάδι
της ροής, ο χρόνος είδε πως η θέα είναι σκίρτημα φαντασίας.

ΙΙΙ
Πεθαίνοντας, η Ευρυδίκη θάφτηκε μέσα στον Ορφέα.
Εκεί εκτέλεσε τις τελευταίες πράξεις της αποτυχίας· κρυφή
όσο ποτέ, σχεδόν διάφανη, κάθε νύχτα και πιο ωραία,
δάνεισε τ’ όνομά της σ’ ενός ονείρου την υφή
που θα διαρκούσε όσο μια παιδική ηλικία. Αγαπώντας
την εικόνα της από φως ο Ορφέας δεν μπόρεσε να πενθήσει
το σκοτεινό κύτταρο της ταυτότητας, την αλήθεια κοιτώντας
στην ασύμφορη παράμετρο της απώλειας. «Αν θέλει να ζήσει»,
σκεφτόταν, «θα την κρατήσω μέσα μου στους δρομίσκους
του θέλειν· θα ’ναι δική μου και άυλη σαν στοχασμός».
Έτσι κυλούσε το έρεισμα της ζωής του μες στους ιβίσκους
γιατί η γαλήνη της Ευρυδίκης ήταν ζεστή. Ένας σπασμός
έμοιαζε να ’ναι η εικόνα της όλη κι όλη. Αυτός ζητούσε
κάτι ακόμη: κάποιαν ανάπαυση γιορταστική, έναν χορό
της φλέβας ή του δάχτυλου στην άκρη της ήβης. Αδημονούσε
για τα χείλη της που κρατούσαν το αποτέλεσμα: με τον καιρό
σκέφτηκε μια χειρονομία παραίτησης σε ανέφικτα μοιρολόγια.
Ήταν υπόθεση χαμένη ξαφνικά, δίχως χρόνο· τί κρίμα!
Όταν πέφτει το φάντασμα στο κρεβάτι τού τίποτα, τα ρολόγια
μορφώνουν τους αγράμματους μονότονα. Της εικόνας το ρήμα
ήταν «λέγομαι και υπάρχω από σένα»· όμως η πείρα
του αυτοκτόνου γνώριζε ότι μόνο στην έπαλξη δίνεται
συγχώρεση. Και αυτό μού φαίνεται λογικότερο. Στη μοίρα
να ’σαι ταυτόχρονα βωμός και θύτης και θύμα εκτείνεται
όλο το κείμενο μιας αγάπης του βλέπειν. Έτσι ο Ορφέας κινήθηκε
διακριτικά. Το τραγούδι του πένθους ήχησε κρύο και άδοξο
μπροστά στις γλώσσες του Κέρβερου γιατί ο Κέρβερος δεν νικήθηκε
παρά απ’ τη γνώση ότι ο νεκρός υπάρχει αλήθεια: το παράδοξο
τούτης της ιδέας είν’ η γυναίκα που ομορφαίνει στον θάνατο.
Ο Ορφέας δεν το ’ξερε γιατί του «βλέπω» η φύση είναι να ταξιδεύει
κι έτσι κατέβηκε να δει μιαν εικόνα ξέχειλη απ’ τον κάματο
της γνωριμίας με το πίσω του προσωπείου. Ο θάνατος ανιχνεύει
αυτό τ’ αόρατο περιεχόμενο της συγγένειας, και στο γλυκό της
ψευδώνυμο κατεργάζεται τις πιθανότητες του θεραπευμένου
συζύγου. Η νύχτα πηγαινοέρχεται με τον Αύγουστο. Στην αχλή της,
η αγάπη για ένα όνομα που ακολούθησε την Ευρυδίκη στου κειμένου
το ελαφρύ ξετύλιγμα δεν βαρύνεται απ’ του Ορφέα τη συγκυρία.
Η Ευρυδίκη βαφτίζεται στην ευθεία της μουσικής. Η περιπλάνηση
του ερωτευμένου στον κάτω κόσμο είναι απάντηση στην απορία
αν η εικόνα μπορεί ποτέ να πεθάνει: κι εδώ το ναι θα’ ταν άρνηση.

IV
Ερωτεύομαι μιαν εικόνα θα πει εικονογραφώ έναν έρωτα
όπως ο Ορφέας που κατέβηκε ώστε να δει την εξόφληση
όσων έφερε για πούλημα το μελάνι του Αχέροντα.
(Στον καθρέφτη της τότε η Περσεφόνη αισθάνθηκε την ενόχληση
μιας αμάθειας του βλέπειν τόσο πολύ πεισματικής,
και βαθιά απ’ τα σκοτεινά του εαυτού της του χαμογέλασε.)
Αυτός στη λύρα έπαιζε το τραγούδι μιας τάξης ειρωνικής
για μια νέα μορφή, αγνοώντας πως το περιεχόμενο γέρασε,
αφού αυτό ήταν το σημάδι. Οι συζητήσεις δεν τελεσφόρησαν.
Στο περιθώριο του «φωτίζομαι», η Ευρυδίκη με του στοιχήματος
την εικόνα ήταν πιο πειστική κι οι οικοδεσπότες αδιαφόρησαν
να καταλάβουν πόσο ζητούσε το βλέπειν την ορμή του ποιήματος.
Γι’ αυτό ο Ορφέας ανέβηκε το μονοπάτι τού «φαντάζομαι» μόνος,
με το ερώτημα τί να σημαίνει το όνομα Ευρυδίκη. Και μήπως
δεν εσήμαινε τη ρίζα, αυτή που ο μετρήσιμος χρόνος
καλλιεργούσε: «Ο κάτω κόσμος είναι ένας κήπος»,
σκέφτηκε έπειτα και γυρίζοντας στη φωνή που καλούσε
την ηχώ απ’ το μονοπάτι είδε όλη την περιουσία του ρημαγμένη.
Η δυσπιστία πραγματοποίησε την Ευρυδίκη που περπατούσε
γερασμένη απ’ το ξενύχτι της, αλλοπρόσαλλη, ηττημένη,
ακατάλληλη για παράδειγμα του βλέμματος που φωτίζει
ώστε το ίδιο να φωτίζεται δωρεάν. Η λεγόμενη σκοτεινιά πήρε τα δώρα
πολύ μακριά. Το επεισόδιο κάτω απ’ τη γη δεν ωφελούσε
ούτε την εικόνα ούτε τον θεατή· «αν είναι αυτή που ερωτεύτηκε
ο εαυτός μου», είπε ο Ορφέας στον κήπο, «ας μου μιλούσε
με την παλιά της εικόνα η αμφιβολία». Έτσι επαληθεύτηκε
ό,τι αποκαλούν δυσαρμονία νοήματος και συμβόλου,
ώστε όλοι να καταλάβουν επιτέλους ότι η θέα
των ζωντανών πραγμάτων είναι η αμεσότητα του Διαβόλου
στο κράσπεδο. Ν’ ανέβει τώρα, μόνος του, επάνω για μια νέα
ζωή, θα μπορούσε να το θελήσει. Όπως κι έγινε. Αλλά η
μύγα του βλέμματος έχει τρόπους να ξαναγίνεται
περισσότερους από έναν: των λουλουδιών η αλλαγή
είχε μείνει στην Ευρυδίκη. Ο κόσμος έπαψε ν’ αμύνεται
και το βλέπειν δεν ζητούσε μια περισσότερο λυπηρή αθωότητα,
παρά δίδασκε στο τραγούδι μιαν αλήθεια απλουστευμένη:
αυτό που χάθηκε στου ονόματος Ορφέας την κοιλότητα
ήταν το όνομα Ευρυδίκη, οτιδήποτε κι αν σημαίνει.

Ευγένιος Αρανίτσης. 1995. "Δοκίμιο για τον Ορφέα". Ποίηση 6 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 1995): 112-116.