[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Κική Δημουλά
Πέρασε τόσο σώμα
Ποιό ταξίδι θα με συνοδεύσει.
Πήγαινα κάποτε συχνά
στην Ολυμπία τις Μυκήνες τους Δελφούς.
Πριν πόσες μπόρες ακριβώς
πριν πόση ακινησία δε θυμάμαι.
Θα λένε τα αγάλματα
και η καχύποπτη των τάφων βασιλεία
ότι απ’ τα πολλά και τα πολλά
συμφώνησα να μείνω με τους ζώντες
και με τα εν ολίγοις.
Αγαμέμνονα χαίρε· το ερώτημά μου
ποιό το κρυμμένο νόημα
της νεκρικής σου προσωπίδας
ποιό επιπλέον άγνωστο υπαινίσσεται
ποιάν άραγε δυσδιάκριτη ωφέλεια
παρέχει στο φθαρτό
ή αν απλώς θαμμένη κείται ως κτέρισμα κι αυτή
δίπλα στην εχεμύθεια
εκάμφθη πια.
Μετά από σένα
όσους επιφανείς και άφαντους νεκρούς
ανέσκαψα ρωτώντας
μιαν άφθαρτη ισότητα σιωπής μονάχα βρήκα.
Οι οδηγοί τεθρίππων στ’ αετώματα
—εγώ πετάλωνα τις νίκες και τις ήττες
που σήκωνε η σκόνη—
θα με κακίζουν τώρα πως διορίστηκα
σοφέρ ηλεκτροκίνητος της αχαλίνωτης παρόδου.
Θα ’χουν αλλάξει κομμωτή οι σιταρόχροες βόστρυχοι.
Χτενίζοντάς τους τότε με το βλέμμα μου
είχα κι εγώ κατά τι συντελέσει
να δείχνουν θεϊκότερο
το θείο του Αντίνοου προφίλ.
Όχι δεν είναι αυτό δεν είναι
πως ξαναπίστεψα στους ζώντες.
Αλλά μετά από τόσα έτη
μετά από τόσο σώμα
σαν κάτι να ’χει αλλάξει
κι απ’ τη μεριά των αγαλμάτων που αγάπησα.
Όσες φορές τα πλησιάζει η σκέψη μου
και το άγγιγμά μου εξ αποστάσεως διατρέχει
την ποθητή απόκρυφη ζωντάνια τους
που άλλοτε μου έδιναν μια λάγνα προθυμία
τώρα μόνο το μάρμαρο να πάρω με αφήνουν.
Ναι μεν διαχυτικό αλλά η περίπτυξή του
σάμπως μελλοντικά να με ποθεί.
Και κάτι κρύο παγωμένο με σμιλεύει.
Κική Δημουλά. [2005] 2006. Χλόη θερμοκηπίου. 2η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.