Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΟΜΗΡΟΣ

4. – Ἰλιὰς Ρ 424-458

Ο Πάτροκλος, πάνω στο άρμα που το σέρνουν τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα, φορώντας τα όπλα εκείνου, προχωρά πέρα από το σημείο που του είχε υποδείξει ο Αχιλλέας, φτάνει ως τις Σκαιές πύλες, εκεί όμως φονεύεται από τον Έκτορα (Π, Πατρόκλεια). Γύρω από το νεκρό σώμα του, που το διεκδικούν Έλληνες και Τρώες, ξεσπάει πεισματώδης μάχη που παραμένει επί πολύ αμφίρροπη και θα κριθεί τελικά υπέρ των Ελλήνων με την επέμβαση του ίδιου του Αχιλλέα. Στη διάρκεια της μάχης, κατά την οποία διακρίνεται ιδιαίτερα ο Μενέλαος (Ρ, Μενελάου ἀριστεία.), ο Έκτορας κατορθώνει να αφαιρέσει από τον νεκρό Πάτροκλο τα περίφημα όπλα. Ενώ οι θνητοί άνθρωποι συνεχίζουν να μάχονται, τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα μένουν μακριά από τη μάχη, στέκουν ασάλευτα και κλαίνε για τον θάνατο του Πατρόκλου.

Από τη σκηνή αυτή, που «όποιος τη διαβάσει μια φορά δεν την ξεχνάει ποτέ» (Ι. Θ. Κακριδής), εμπνεύστηκε ο Καβάφης το ποίημα του «Τα άλογα του Αχιλλέως».

ὣς οἱ μὲν μάρναντο, σιδήρειος δ᾽ ὀρυμαγδὸς
425 χάλκεον οὐρανὸν ἷκε δ᾽ αἰθέρος ἀτρυγέτοιο·
ἵπποι δ᾽ Αἰακίδαο μάχης ἀπάνευθεν ἐόντες
κλαῖον, ἐπεὶ δὴ πρῶτα πυθέσθην ἡνιόχοιο
ἐν κονίῃσι πεσόντος ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο.
ἦ μὰν Αὐτομέδων, Διώρεος ἄλκιμος υἱός,
430 πολλὰ μὲν ἂρ μάστιγι θοῇ ἐπεμαίετο θείνων,
πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ᾽ ἀρειῇ·
τὼ δ᾽ οὔτ᾽ ἂψ ἐπὶ νῆας ἐπὶ πλατὺν Ἑλλήσποντον
ἠθελέτην ἰέναι οὔτ᾽ ἐς πόλεμον μετ᾽ Ἀχαιούς,
ἀλλ᾽ ὥς τε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥ τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ
435 ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός,
ὣς μένον ἀσφαλέως περικαλλέα δίφρον ἔχοντες,
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα· δάκρυα δέ σφι
θερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν
ἡνιόχοιο πόθῳ· θαλερὴ δ᾽ ἐμιαίνετο χαίτη
440 ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγὸν ἀμφοτέρωθεν.

μυρομένω δ᾽ ἄρα τώ γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«ἆ δειλώ, τί σφῶϊ δόμεν Πηλῆϊ ἄνακτι
θνητῷ, ὑμεῖς δ᾽ ἐστὸν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε;
445 ἦ ἵνα δυστήνοισι μετ᾽ ἀνδράσιν ἄλγε᾽ ἔχητον;
οὐ μὲν γάρ τί πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον ἀνδρὸς
πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ὑμῖν γε καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν
Ἕκτωρ Πριαμίδης ἐποχήσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
450 ἦ οὐχ ἅλις ὡς καὶ τεύχε᾽ ἔχει καὶ ἐπεύχεται αὔτως;
σφῶϊν δ᾽ ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ὄφρα καὶ Αὐτομέδοντα σαώσετον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἔτι γάρ σφισι κῦδος ὀρέξω,
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκωνται
455 δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.»

ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ.
τὼ δ᾽ ἀπὸ χαιτάων κονίην οὖδάσδε βαλόντε
ῥίμφα φέρον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς.

Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης

ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ᾽ τον άδειο αιθέρα.425

Όμως τα άλογα του Αιακίδη,1 αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη,

έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος

κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο.

Ο Αυτομέδων,2 ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη,

άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο,

άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε·430

εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια

πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο

ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.

Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,435

που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,

έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,

με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·

ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρα τους στο χώμα,

καθώς εμύρονταν3 αποζητώντας τον ηνίοχο·

η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη

που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό.440

 

Όταν τα είδε που εμύρονταν, τα ελυπήθη ο γιος του Κρόνου,

κούνησε το κεφάλι του και είπε μιλώντας στην ψυχή του:

«Αχ δυστυχισμένα, γιατί να σας δώσουμε στον βασιλιά Πηλέα,

αυτός ένας θνητός, και εσείς αγέραστα και αθάνατα.

Μήπως για να γνωρίσετε τον πόνο μαζί με τους δύσμοιρους ανθρώπους;445

Γιατί από όλα τα πλάσματα που ανασαίνουν και σαλεύουν πάνω στη γη

κανένα δεν είναι πιο θλιβερό από τον άνθρωπο.

Όμως ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου, δεν θ᾽ ανεβεί ποτέ πάνω σε σας

ούτε στο λεπτοδουλεμένο άρμα· γιατί δεν θα τον αφήσω.

Δεν του αρκεί αλήθεια που έχει τα όπλα και κομπάζει όπως κομπάζει; 450

Ορμή στα γόνατα και στην ψυχή σας θα χαρίσω,

για να σώσετε και τον Αυτομέδοντα από τον πόλεμο

και να τον φέρετε στα βαθιά καράβια·

γιατί θα δώσω ακόμα δόξα στους Τρώες,

να σκορπίζουν τον θάνατο, ώσπου να φτάσουν στα καράβια με τα γερά σκαριά

και βασιλέψει ο ήλιος και απλωθεί το ιερό σκοτάδι».455

 

Είπε και στ᾽ άλογα εμφύσησε ορμή σφοδρή.

Εκείνα τίναξαν τη σκόνη από τις χαίτες τους χάμω στο χώμα

και ασυγκράτητα έφεραν το γρήγορο άρμα ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Του Αχιλλέα, του εγγονού του Αιακού.

2 Ο ηνίοχος του Πατρόκλου, ο οποίος (Πάτροκλος) ήταν ο ίδιος ηνίοχος του Αχιλλέα.

3 Θρηνούσαν.