Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΟΜΗΡΟΣ
3. – Ἰλιὰς Ζ 381-502
Η μάχη που άρχισε στην τέταρτη ραψωδία (βλ. το προηγούμενο Κείμενο) συνεχίζεται. Οι Τρώες πιέζονται και υποχωρούν. Ο μάντης Έλενος προτρέπει τον αδελφό του τον Έκτορα και τον Αινεία να ανακόψουν την υποχώρηση των Τρώων και υποδεικνύει στον Έκτορα να γυρίσει στην πόλη και να ζητήσει από τη μητέρα τους την Εκάβη να συγκεντρώσει τις γυναίκες της Τροίας και να αναπέμψουν δέηση στην Αθηνά, στον ναό της θεάς. Ο Έκτορας ακολουθεί τις υποδείξεις του μάντη. Ενώ οι γυναίκες της Τροίας δέονται μάταια, εκείνος συναντάει τον Πάρη, που τον κατηγορεί σκληρά, και έπειτα σπεύδει στο σπίτι του, για να δει τη γυναίκα του και τον γιο του, σαν να πρόκειται να μην ξαναγυρίσει. Η Ανδρομάχη ωστόσο δεν βρίσκεται εκεί· γεμάτη αγωνία πήρε τον μικρό Αστυάνακτα και έτρεξε στα τείχη. Ο Έκτορας παίρνει τον δρόμο για το στρατόπεδο, όμως την ώρα που είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την πόλη, συναντάει στις Σκαιές πύλες τη γυναίκα του και τον γιο του. Η Ανδρομάχη του θυμίζει ότι εκείνος είναι γι᾽ αυτή τα πάντα και του ζητάει να παραμείνει μέσα στα τείχη. Ο Έκτορας συμμερίζεται την αγωνία της, ξέρει ότι η Τροία θα πέσει, προτιμά να μη ζει παρά να δει τη γυναίκα του να σέρνεται στη σκλαβιά, ξέρει όμως και ότι δεν μπορεί να μείνει. Έπειτα στρέφεται στον γιο του και απλώνει τα χέρια του να τον αγκαλιάσει, εκείνος όμως αποτραβιέται τρομαγμένος στην αγκαλιά της τροφού που τον κρατάει. Ο Έκτορας γελάει, αποθέτει την περικεφαλαία, που τρόμαξε τον Αστυάνακτα, τον παίρνει στα χέρια του, τον χορεύει και ζητάει από τους θεούς να δώσουν να του μοιάσει και νa τον ξεπεράσει. Ενώ ο Έκτορας φεύγει για το στρατόπεδο, η Ανδρομάχη γυρίζει στο σπίτι και μαζί με τις θεραπαινίδες τον μοιρολογούν, ενώ είναι ακόμα ζωντανός.
Η Ἕκτορος και Ἀνδρομάχης ὁμιλία είναι η περιφημότερη σκηνή της Ιλιάδας. Σ᾽ αυτή τη σκηνή, και γενικότερα στο Ζ, ο ποιητής παρουσιάζει «τον μεγαλύτερο ήρωα των Τρώων - όχι τον φοβερό πολεμιστή, αλλά τον γυιό, τον αδερφό, τον σύζυγο, τον πατέρα· μας δείχνει τους δεσμούς που τον κρατούν στην πόλη μέσα και την ίδια στιγμή τον σπρώχνουν έξω στη μάχη για να τους υπερασπιστεί» (Ι. Θ. Κακριδής).
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ ὀτρηρὴ ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπεν·
390
ἦ ῥα γυνὴ ταμίη, ὁ δ᾽ ἀπέσσυτο δώματος Ἕκτωρ
440
τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
ὣς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
ὣς εἰπὼν ἀλόχοιο φίλης ἐν χερσὶν ἔθηκε
ὣς ἄρα φωνήσας κόρυθ᾽ εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ |
Πρόθυμη η οικονόμος του σπιτιού πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε: «Έκτωρ, αφού προστάζεις την αλήθεια να σου πω· όχι, μήτε σε νύφη της, μήτε σε συγγενή της πεπλοφόρο, καν στον ναό της Αθηνάς δεν έτρεξε, όπου κι οι άλλες καλλιπλόκαμες Τρωάδες τη φοβερή θεά παρακαλούν και λιτανεύουν.385 Στο Ίλιο ανέβηκε ψηλά, επάνω στον μεγάλο πύργο, ακούγοντας πως φθείρονται οι Τρώες και πως μεγάλωσε πολύ των Αχαιών η νίκη· εκεί στα τείχη εκείνη αλαφιασμένη φτάνει, σαν παραλογισμένη, κι η παραμάνα πίσω της, με το παιδί στην αγκαλιά».
Την οικονόμο του σπιτιού του ακούγοντας, άφησε πίσω του390 το αρχοντικό του ο Έκτωρ, ορμητικός πήρε ξανά την ίδια οδό, από καλά στρωμένους δρόμους, ώσπου περνώντας τη μεγάλη, τειχισμένη πόλη, έφτανε πια στις πύλες που τις έλεγαν Σκαιές,1 από όπου κι έμελλε να βγει στον κάμπο του πολέμου. Και τότε εκεί την είδε, να τρέχει προς το μέρος του, πολύδωρη την Ανδρομάχη, τη θυγατέρα του Ηετίωνα -395 ο Ηετίων, που άλλοτε κατοικούσε στη δασωμένη Πλάκο τη Θήβα, στα ριζά της Πλάκου,2 όπου βασίλευε στους Κίλικες - η κόρη του Ηετίωνα ήταν λοιπόν στον Έκτορα δοσμένη, ντυμένον τώρα στο χαλκό. Εκεί τον συναπάντησε, στο πλάι της η παραμάνα με το αθώο παιδί στην αγκαλιά, νήπιο ακόμη, κρατώντας όμορφον400 τον ακριβό Εκτορίδη, σαν άστρο λάμποντας. Ο Έκτωρ τον αποκαλούσε πάντοτε Σκαμάνδριο,3 οι άλλοι όμως Αστυάνακτα, γιατί ο πατέρας του ήταν ο μόνος που κρατούσε της Τροίας το κάστρο. Βλέποντας ο πατέρας το παιδί, αμίλητος του χαμογέλασε· η Ανδρομάχη όμως βουρκωμένη τον πλησίασε,405 το χέρι της δένει στο χέρι του, του μίλησε, κι ήταν αυτός ο λόγος της: «Δαιμόνιε, θα σε αφανίσει το ίδιο σου το μένος - και δεν λυπάσαι το νήπιο τέκνο σου, την άμοιρην εμένα που γρήγορα θα γίνω η χήρα σου. Γιατί, όπου να ᾽ναι, θα πέσουν πάνω σου σωρός οι Αχαιοί, όλοι μαζί θα σε σκοτώσουν· τότε κι εγώ το ᾽χω καλύτερο, αν είναι410 να σε χάσω, να με σκεπάσει η μαύρη γη· γιατί δεν θα απομείνει πια στον κόσμον άλλη θαλπωρή, όταν εσύ θα βρεις τον θάνατό σου - πόνος μόνον και θλίψη. Το ξέρεις πως δεν ζει ο πατέρας μου μήτε κι η σεβαστή μου μάνα· εκείνον τον εσκότωσε ο Αχιλλέας περήφανος, όταν την πόλη των Κιλίκων, πάνω στην ακμή της,415 τη Θήβα την υψίπυλη την πάτησε· κι αν έσφαξε τον Ηετίωνα, όμως δεν τον εσκύλευσε· μέσα του τον σεβάστηκε, τον έκαψε με τα περίτεχνα όπλα του, του σήκωσε και σήμα· και γύρω εκεί εφύτευσαν φτελιές οι νύμφες του βουνού,4 κόρες του Δία, που κρατεί420 σείοντας την αιγίδα του. Είχα κι επτά αδελφούς, που ζούσαν μέσα στο παλάτι, επτά, και σε μια μέρα κατέβηκαν στον Άδη - και τους επτά τους σκότωσε ακάθεκτος, σάμπως θεός, ο Αχιλλέας, ασυναγώνιστος στο τρέξιμο, την ώρα που βοσκούσαν βόδια, με τα λοξά τους βήματα, και γιδοπρόβατα άσπρα. Όσο για τη μητέρα μου, βασίλισσα στη δασωμένη Πλάκο,425 αυτήν την πήρε σκλάβα κι εδώ την έφερε μαζί με τ᾽ άλλα λάφυρα· μετά την ελευθέρωσε, με λύτρα αμέτρητα· ωστόσο, και τη μάνα μου μες στο παλάτι την βρήκε η Άρτεμη και την σημάδεψε με τα μακρά της βέλη. Έκτορα, εσύ μου απόμεινες πατέρας, σεμνή μου μάνα κι αδελφός, εκτός που είσαι ο ποθητός μου σύντροφος στο κρεβάτι.430 Γι᾽ αυτό σου λέω, δείξε επιτέλους έλεος, μείνε σ᾽ αυτόν τον πύργο, να μην αφήσεις το παιδί σου ορφανό και χήρα τη γυναίκα σου. Στήσε στρατό σ᾽ αυτήν εδώ την άγρια συκιά, όπου της πόλης μας το κάστρο είναι ευάλωτο, κι όπου μπορεί ο εχθρός το τείχος να πατήσει. Ήδη δοκίμασαν, και τρεις φορές έκαναν έφοδο435 οι πιο γενναίοι, που παραστέκονται στον ένα και στον άλλο Αίαντα,5 κι όσοι στον δοξασμένο Ιδομενέα,6 κι οι άλλοι γύρω απ᾽ τους Ατρείδες, και του Τυδέα τον αντρείο γιο.7 Μπορεί να τους συμβούλευσε κάποιος που ξέρει από καλά μαντεύματα· ίσως και μόνη της η ορμή τους τους φέρνει και τους σπρώχνει εδώ».
Της αποκρίθηκεν αμέσως ο μέγας κορυθαίολος Έκτωρ:440 «Όλα που λες, γυναίκα, είναι και μέλημα δικό μου· κι όμως αισχύνομαι τους Τρώες, τις Τρωάδες με τον μακρόσυρτό τους πέπλο, αν είναι να φανώ δειλός, για ν᾽ αποφύγω τον κίνδυνο της μάχης. Αλλά κι η ίδια μου η καρδιά το θέλει, έτσι που έμαθα να δείχνομαι γενναίος, και πάντα πρώτος με τους Τρώες445 να μάχομαι, να υπερασπίζομαι το κλέος του πατέρα μου, και το δικό μου κλέος. Ωστόσο τώρα το βλέπω καθαρά, το προαισθάνονται ψυχή και νους· έρχεται η μέρα που θα χαθεί η άγια Τροία, ο Πρίαμος και ο λαός του εμπειροπόλεμου Πριάμου. Κι όμως δεν με πονεί τόσο η τύχη που θα βρει τους Τρώες,450 μήτε τη μάνα μου Εκάβη, τον Πρίαμο τον ίδιο που τώρα βασιλεύει, μήτε τ᾽ αδέλφια μου, γενναία και πολλά, όταν θα κυλιστούν στη σκόνη απ᾽ τον εχθρό μας σκοτωμένα· όσο πονώ για σένα, που κάποιος χαλκοντυμένος Αχαιός μαζί του θα σε σέρνει δακρυσμένη, που θα σε κάνει σκλάβα, μια ελεύθερη.455 Κι ίσως βρεθείς στο Άργος8 τότε, υφαίνοντας ιστό μιας ξένης, μπορεί να κουβανάς νερό από τη Μεσσηΐδα ή την Υπερεία,9 να μην το θες κι όμως να το υποφέρεις, αφού θα το επιβάλλει βαριά η ανάγκη. Και κάποιος τότε, βλέποντας να χύνεις μαύρο δάκρυ, θα πει: "Δείτε, είναι του Έκτορα η γυναίκα αυτή, που πάντα αρίστευε460 στη μάχη ανάμεσα στους Τρώες, εκείνους που ήξεραν πώς να δαμάζουν τα άλογά τους, πολεμώντας για την τειχισμένη Τροία". Τόσα κάποιος θα πει, και σένα θ᾽ αφορμίζει, θα περισσεύει ο πόνος σου, γιατί θα έχεις στερηθεί τον άντρα σου, που δεν θα σ᾽ άφηνε να δεις μέρα σκλαβιάς. Καλύτερα τότε κι εγώ νεκρός, παραχωμένος στης γης το χώμα, να μην ακούω το βογκητό σου, να μην γνωρίσω τον διασυρμό σου».465
Έτσι μιλώντας ο γενναίος Έκτωρ το χέρι του άπλωσε να πάρει το παιδί, μα το παιδί τραβήχτηκε στον κόλπο της καλλίζωνής του βάγιας, τσιρίζοντας, γιατί φοβήθηκε την όψη του πατέρα του - το τρόμαξε ο χαλκός, η αλογίσια φούντα, που φοβερή την είδε να σαλεύει στην κορυφή του κράνους.470 Γέλασε τότε ο πατέρας του, γέλασε κι η σεμνή του μάνα, κι ευθύς από την κεφαλή του βγάζει την περικεφαλαία ο γενναίος Έκτωρ, την άφησε κάτω στη γη, κι αυτή λαμποκοπούσε. Ύστερα σήκωσε στα χέρια του τον γιο του, τον φίλησε, τον χόρεψε, και τέλος ύψωσε στον Δία και στους ολύμπιους θεούς ευχή:475 «Δία κι εσείς άλλοι θεοί, στέρξετε ο γιος μου να γίνει κάποτε, όπως κι εγώ, επιφανής ανάμεσα στους Τρώες, γενναίος κι ατρόμητος, στο Ίλιο να βασιλεύει με τη δύναμή του. Και κάποιος τότε να το πει: "απ᾽ τον πατέρα του πολύ καλύτερος ο γιος", όταν γυρίζει από τον πόλεμο και φέρει ματοβαμμένα τα όπλα480 εχθρού πολεμιστή που σκότωσε· τότε κι η μάνα του θα νιώσει μέσα της καμάρι και χαρά». Τέλειωσε την ευχή του κι έδωσε τον γιο του στα χέρια της ακριβής γυναίκας του· τον υποδέχτηκεν εκείνη στον μυρωμένο κόρφο της, και χαμογέλασε, με δακρυσμένο γέλιο· όπως την είδε ο άντρας της, την ευσπλαχνίστηκε· το χέρι του άπλωσε, την χάιδεψε, της μίλησε και την προσφώνησε:485 «Παράξενη, και μην αφήνεις τον καημό να τυραννάει τον νου σου· κανείς δεν πρόκειται, πριν απ᾽ την ώρα μου, στον Άδη να με στείλει· έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω και κανέναν να ξέφυγε ποτέ το ριζικό του, γραμμένο από τη μέρα που γεννήθηκε, μήτε ο δειλός μήτε ο γενναίος. Πήγαινε τώρα σπίτι, φρόντιζε τα έργα που σου πρέπουν,490 τον αργαλειό και το αλακάτιν·10 πρόσταζε και τις δούλες να κάνουν τη δουλειά τους· ο πόλεμος είναι το μέλημα του ανδρός, του καθενός, και πιο πολύ δικό μου, απ᾽ όλους όσοι γεννηθήκανε στην Τροία».
Έτσι της μίλησε, και πάλι φόρεσε το κράνος του λαμπρός ο Έκτωρ, με το αλογίσιο του λοφίο, ενώ στο σπίτι η ακριβή γυναίκα του495 κινούσε, μα κάθε τόσο γύριζε πίσω της να τον δει, στο δάκρυ βουτηγμένη. Κι όταν σε λίγο φτάνει στο πλούσιο σπιτικό του Έκτορα, φονιά του εχθρού του, έσμιξε με τις άλλες, τις πολλές της βάγιες, κι όλες μαζί σήκωσαν μοιρολόι. Έτσι εκείνες, ζωντανόν ακόμη, τον Έκτορα500 μοιρολογούσαν μες στο σπίτι του, γιατί δεν πίστευαν πως θα τον δουν άλλη φορά να επιστρέφει από τον πόλεμο, γλιτώνοντας από των Αχαιών το χέρι και το μένος.
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)
|
1 Η ονομασία πιθανώς σημαίνει "η πύλη στα αριστερά". Η κύρια, αν όχι η μοναδική, πύλη της Τροίας προς την πλευρά του πεδίου της μάχης.
2 Πιθανολογείται ότι Πλάκος ονομαζόταν μια νότια απόληξη της Ίδης, κάτω από την οποία βρισκόταν, όπως δηλώνει και το όνομα, η Θήβη Υποπλακίη όπου ζούσαν οι Κίλικες με βασιλιά τους τον πατέρα της Ανδρομάχης Ηετίωνα. Οι Κίλικες αυτοί δεν ταυτίζονται με τους Κίλικες της ΝΑ Μικράς Ασίας. Στη Θήβα αιχμαλώτισε ο Αχιλλέας τη Χρυσηίδα, όταν κατέλαβε την πόλη.
3 Ο γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης ονομάζεται σταθερά Αστυάναξ, με εξαίρεση το χωρίο αυτό. Ο Σκάμανδρος ήταν ο κυριότερος ποταμός της Τροίας.
4 Οι νύμφες συνδέονται ίσως με τον χώρο του θανάτου.
5 Ο γνωστός Αίας, ο γιος του Τελαμώνα, του βασιλιά της Σαλαμίνας, και ο Αίας ο Λοκρός, ο γιος του Οιλέα.
6 Αρχηγός των Κρητών.
7 Τον Διομήδη.
8 Εδώ: η Ελλάδα.
9 Πηγές στην Ελλάδα. Αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούσαν τη δεύτερη -κάποτε και την πρώτη- στη Θεσσαλία. Νεότεροι μελετητές θεωρούν πιο πιθανό ότι έχουμε να κάνουμε με γενικές ονομασίες (Μεσσηίς = Μέση πηγή, Υπέρεια = Άνω πηγή) που δίνονταν σε διάφορες πηγές. Για τον Όμηρο η υδροφορία (μεταφορά νερού) είναι συνήθης υπηρετική δραστηριότητα.
10 Το αλακάτιν = η ρόκα.